1. Χαρακτηριστικά και προέλευση του ζώου
Οι κατσίκες της Άγκυρας (αγγλ. Angora goat, τουρκ. Ankara keçisi) διακρίνονται για το μακρύ και απαλό τρίχωμά τους. Το μήκος της τρίχας τους σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει το ενάμισι μέτρο. Η εκτροφή αυτών των ζώων στη συγκεκριμένη περιοχή δεν αναφέρεται σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων, όπως του Στράβωνα ή του Πλίνιου. Τα στοιχεία που διαθέτουμε για την πρώτη εμφάνιση του είδους στην περιοχή είναι διφορούμενα.
Κάποιες μαρτυρίες αναφέρουν ότι το ζώο μεταφέρθηκε από τους Σελτζούκους στην περιοχή ανάμεσα στην Άγκυρα και την Καισάρεια στις αρχές του 12ου αιώνα. Ως τόπος προέλευσης αναφέρεται η Σιβηρία.1 Άλλες πηγές μάς πληροφορούν ότι ο Busbecq, διπλωματικός απεσταλμένος των Αψβούργων της Αυστρίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρότεινε να μεταφερθούν μερικά ζώα στην Αυστρία το 1554.2
Η κατσίκα της Άγκυρας, όπως καθιερώθηκε να λέγεται αργότερα, ήταν διεσπαρμένη σε μια έκταση 40.000 τ.χλμ. και ζούσε κυρίως σε οροπέδια.
2. Παραγωγή – χρήση – εμπόριο του μαλλιού
Η πρώτη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη του τριχώματος από τις κατσίκες ήταν το μάδημα. Μάλιστα, σώζονται μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες η μέθοδος αυτή χρησιμοποιούνταν ακόμη και στα μέσα του 17ου αιώνα. Αργότερα άρχισαν να κουρεύουν τα ζώα.
Το μαλλί χρησίμευε για την παραγωγή νημάτων, υφασμάτων, ακόμη και χαλιών. Όταν χρειαζόταν, το έβαφαν χρησιμοποιώντας βαφή που παρασκεύαζαν από τους κόκκους του φυτού ράμνος, ενός ακανθώδους θάμνου που ευδοκιμούσε στην ευρύτερη περιοχή της Άγκυρας. Από τo 16ο αιώνα και μετά το τιφτίκι (τουρκ. tiftik), δηλαδή το μαλλί της κατσίκας της Άγκυρας, εξαγόταν στις ευρωπαϊκές αγορές. Αρχικά το προϊόν είχε μεγάλη ζήτηση στις σημαντικότερες ιταλικές πόλεις, όπως η Βενετία και η Φλωρεντία, ενώ από το 17ο αιώνα η εξαγωγή του επεκτάθηκε τόσο στην αγγλική, όσο και στη γερμανική αγορά.
Στην Άγκυρα την ίδια εποχή (16ος αιώνας κ.ε.) διαμορφώθηκαν οι όροι επέκτασης της εγχώριας παραγωγής των μάλλινων υφασμάτων (mohair), αφού εκτός από την Ανατολία η κατσίκα δεν είχε εγκλιματιστεί σε καμία άλλη περιοχή. Αρχικά η επεξεργασία του μαλλιού πραγματοποιούνταν σε σπίτια και αργότερα σε εργαστήρια.
Τον ύστερο 16ο αιώνα παρατηρήθηκε παροδική κρίση στην παραγωγή, η οποία ωστόσο αναζωογονήθηκε τον πρώιμο 17ο. Στη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων η εξαγωγή του μαλλιού επεκτάθηκε σε νέες αγορές του εξωτερικού. Στην Ολλανδία χρησιμοποιούσαν το μαλλί για την κατασκευή σαλιών και άλλων υφασμάτων, στην Αγγλία εξαγόταν ακατέργαστο, ενώ μικρότερες ποσότητες εξάγονταν στη Γαλλία και στην Αυστρία. Η επέκταση των εξαγωγών συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε άρχισε η παρακμή του εξαγωγικού εμπορίου του τιφτικιού. Για τη συγκεκριμένη κρίση δε διαθέτουμε επαρκή στοιχεία. Στην εγχώρια βιομηχανία το μαλλί χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή νημάτων, γαντιών, σαλιών και ταπήτων. |
1. Μωυσείδης, Μ., «Συμβολή εις την ιστορίαν της ανθυπατικής Γαλατίας. Μονογραφία περί Άγκυρας», Ξενοφάνης 2: 10 (1905), σελ. 433-434. 2. Μωυσείδης, Μ., «Συμβολή εις την ιστορίαν της ανθυπατικής Γαλατίας. Μονογραφία περί Άγκυρας», Ξενοφάνης 2: 10 (1905), σελ. 433. |