Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πέργαμον (Αρχαιότητα), Άνω Γυμνάσιο

Συγγραφή : Καζακίδη Ναταλία (19/9/2003)

Για παραπομπή: Καζακίδη Ναταλία, «Πέργαμον (Αρχαιότητα), Άνω Γυμνάσιο», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5750>

Πέργαμον (Αρχαιότητα), Άνω Γυμνάσιο (10/11/2008 v.1) Pergamon (Antiquity), Upper Gymnasium (1/4/2011 v.1) 
 

1. Ελληνιστικοί χρόνοι

Το ανώτερο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις (225 x 160 μ.) από τα τρία άνδηρα του γυμνασιακού συγκροτήματος στην Ακρόπολη του Περγάμου βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του τεμένους της Δήμητρας και ακριβώς στα νότια του τεμένους της Ήρας Βασιλείας. Για την κατασκευή του ανδήρου ανυψώθηκαν στη νότια πλευρά του επικλινούς εδάφους δύο οριζόντιοι παράλληλοι αναλημματικοί τοίχοι, οι οποίοι σχημάτιζαν μεταξύ τους έναν επιμήκη διάδρομο (S) μήκους 212,20 μ., πλάτους 6,80 μ. και ύψους λιγότερο από 4 μ.1 Ο διάδρομος στεγαζόταν με ξύλινη επίπεδη στέγη και είχε θύρα σε κάθε άκρη του. Ο εξαερισμός και ένας αδρός μάλλον φωτισμός του χώρου εξασφαλίζονταν από στενά ανοίγματα στο νότιο τοίχο.2

Η υπόγεια αυτή κατασκευή αποτελούσε ταυτόχρονα μέσο πρόσβασης από το μεσαίο στο ανώτερο άνδηρο. Μία εξωτερική κλίμακα ανατολικά του μεσαίου ανδήρου οδηγούσε στην ανατολική θύρα του υπόγειου διαδρόμου. Στο βόρειο τοίχο του διαδρόμου υπήρχαν δυο κλιμακοστάσια από όπου ανέβαινε κανείς στο άνω άνδηρο. Όμως η κύρια είσοδος στο ανώτερο άνδηρο γινόταν μέσω ενός πλακόστρωτου κεκλιμένου επιπέδου, το οποίο ξεκινούσε από την κύρια οδό που οδηγούσε από την κάτω πόλη στην Ακρόπολη του Περγάμου και κατέληγε στο ανατολικό τέρμα του υπόγειου διαδρόμου, στο επίπεδο της στέγης του. Στο σημείο εκείνο υπήρχε πιθανόν πύλη, από την οποία όμως δε μας σώζονται λείψανα.3

Ιδιαίτερα δύσκολη καθίσταται η αναπαράσταση της αρχικής ελληνιστικής μορφής του άνω ανδήρου, λόγω των εκτεταμένης κλίμακας μεταγενέστερων επεμβάσεων. Μία κεντρική ορθογώνια αυλή διαστάσεων 36 x 74 μ. περιβαλλόταν στην ανατολική, βόρεια και δυτική πλευρά της από διώροφες στοές,4 πίσω από τις οποίες ανοίγονταν οι αίθουσες του Γυμνασίου. Οι στοές, κατασκευασμένες από ανδεσίτη, ήταν δωρικού ρυθμού με 14 κίονες στις στενές και 29 κίονες στη μακριά βόρεια πλευρά.5

Πίσω από την ανατολική στοά λείψανα των ελληνιστικών εγκάρσιων τοίχων μάς επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε την αρχική διάταξη τεσσάρων δωματίων. Ο νοτιότερος μικρός χώρος (Α) αποτελούσε ίσως το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον άνω όροφο της στοάς.6 Ακολουθούσε ένα μεγαλύτερο δωμάτιο (Β) και ακόμα ένα, που καταλάμβανε το χώρο του μεταγενέστερου διαδρόμου C και περίπου τα δύο τρίτα του μεταγενέστερου δωματίου D. Τέλος, υπήρχε ένα δωμάτιο το οποίο καταλάμβανε το υπόλοιπο του μεταγενέστερου δωματίου D και το δωμάτιο Ε.7

Από τις πιθανόν έξι αίθουσες της ελληνιστικής βόρειας στοάς μόνο η μεγαλύτερη σε διαστάσεις (28 x 10 μ.) αίθουσα Η διατήρησε στοιχεία από την αρχική της διαμόρφωση. Είχε δωρική πρόσοψη με τέσσερις κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Ο βόρειος τοίχος της ήταν τριπλός. Οι δύο εσωτερικοί τοίχοι σχημάτιζαν στο κέντρο ορθογώνια. Έφταναν σε ύψος μέχρι 8 μ., από όπου ξεκινούσε η αίθουσα του δεύτερου ορόφου, η οποία εκμεταλλευόταν ολόκληρο το πλάτος μέχρι τον τρίτο εξωτερικό τοίχο. Στον ίδιο άξονα με την κόγχη του πρώτου ορόφου ανοιγόταν και στο βόρειο τοίχο του δεύτερου ορόφου μία μικρότερη κόγχη. Στην κόγχη του πρώτου ορόφου εντασσόταν ημικυκλικό βάθρο συντάγματος αγαλμάτων,8 οι ορθοστάτες του οποίου, όπως και οι εσωτερικοί τοίχοι της αίθουσας, έφεραν στην επιφάνειά τους πρόχειρα χαραγμένα ονόματα των νέων που φοιτούσαν στο γυμνάσιο.9 Το σημείο αυτό ταυτίστηκε με το εφηβείο, αίθουσα συγκεντρώσεων και διδασκαλίας, το οποίο αναφέρει ο Βιτρούβιος (5.11.2) ως τον πιο σημαντικό χώρο του ελληνικού γυμνασίου.10

Σε καλύτερη κατάσταση διατηρούν την ελληνιστική τους μορφή τα δωμάτια της δυτικής στοάς. Τη δυτική πλευρά της σχηματίζουν δύο παράλληλοι τοίχοι (περίσταση), ενωμένοι κατά τακτά διαστήματα με μικρούς εγκάρσιους τοίχους. Τα δωμάτια Κ και Μ ήταν ανοιχτά στην ανατολική τους πλευρά, με δύο δωρικούς κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Στο δωμάτιο Κ ίχνη συστήματος υδροδότησης υποδεικνύουν τη χρήση του ως λουτρό.11 Το δωμάτιο L έκλεινε στην ανατολική πλευρά με διπλή θύρα. Όπως μαρτυρούν τα λείψανα του συστήματος υδροδότησης και αποχέτευσης, η επικάλυψη των τοίχων με υδραυλικό κονίαμα, το πλακοστρωμένο δάπεδο και οι μαρμάρινες λεκάνες, τα οποία προέρχονται με κάποιες μεταγενέστερες επεμβάσεις από τα Ελληνιστικά χρόνια, ο χώρος λειτουργούσε ως λουτρό καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του γυμνασίου.12

1.1. Η ίδρυση του Γυμνασίου

Η ίδρυση του συγκροτήματος του Γυμνασίου ανάγεται στα χρόνια της βασιλείας του Ευμένη Β΄, ο οποίος επέκτεινε την πόλη προς τα νοτιοανατολικά της. Τη χρονολόγηση αυτή υποδεικνύει το γεγονός πως το ιερό της Ήρας στα βόρεια του Γυμνασίου, χρονολογημένο βάσει αναθηματικής επιγραφής στο επιστύλιο του ναού στα χρόνια του Αττάλου Β΄, πρέπει να είναι λίγο μεταγενέστερο από το Γυμνάσιο, καθότι περιορίζεται σε ένα μικρό σε έκταση άνδηρο, πάνω ακριβώς από το άνω άνδηρο του Γυμνασίου.13

1.2. Το άνδηρο με τον ιωνικό ναό

Στη ΒΔ περιοχή του άνω ανδήρου και σε επίπεδο περίπου 10 μ. ψηλότερο από αυτό της παλαίστρας αποκαλύφθηκαν τα λείψανα ενός μικρού μαρμάρινου ναού (R) (θεμέλια 17,15 x 11,15 μ.) με προσανατολισμό προς νότο. Η πρόσβαση στο επίπεδο του ναού γινόταν πιθανόν μέσω μιας κλίμακας στη νότια πλευρά του βράχου, καθώς και από το δεύτερο όροφο της δυτικής στοάς της παλαίστρας. Επρόκειτο για έναν ιωνικό τετράστυλο πρόστυλο ναό με βαθύ πρόναο. Σε μη ορατά σημεία του ιωνικού ναού είχαν εντοιχιστεί μέλη της ανωδομής ενός δωρικού ναού. Αδιευκρίνιστο παραμένει εάν τα σπόλια αυτά προέρχονται από το αρχικό σχέδιο του ναού, το οποίο για κάποιο λόγο μεταρρυθμίστηκε κατά τη διάρκεια της κατασκευής του υιοθετώντας τελικά τον ιωνικό ρυθμό,14 ή εάν πρόκειται για σπόλια μεταφερμένα από αλλού.15 Ο γλυπτός διάκοσμος της ζωφόρου και του αετώματος παρέμεινε για άγνωστο λόγο ημίεργος. Το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος εκτεινόταν κατά μήκος ολόκληρου του πίσω τοίχου του σηκού. Δε γνωρίζουμε σε ποιο θεό ήταν αφιερωμένος ο ναός.16 Η ίδρυσή του εντάσσεται χρονικά στον αρχικό ελληνιστικό σχεδιασμό του άνω ανδήρου του Γυμνασίου από τον Ευμένη Β΄, όπως διαπιστώνεται από την τοποθέτηση αυτού και του βωμού του σε άξονα παράλληλο με αυτόν της παλαίστρας. Επιπλέον στοιχείο αποτελεί και η χρήση του δυτικού τοίχου της παλαίστρας ως αναλημματικής κατασκευής για τη δημιουργία του ανδήρου του ναού. Στη χρονολόγηση αυτή συνηγορεί επίσης η τοιχοποιία του ναού και ο τριπλός αναλημματικός τοίχος στη νότια πλευρά του ανδήρου.17

1.3. Επεμβάσεις Όψιμων Ελληνιστικών χρόνων

Εκτός από τα αρχιτεκτονικά λείψανα, η αρχαιολογική έρευνα διαθέτει έναν αριθμό επιγραφών οι οποίες παραδίδουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τις επισκευές και τις μετατροπές που δέχτηκαν τα οικοδομήματα του άνω ανδήρου στο πέρασμα του χρόνου. Σε μία επιγραφή του τέλους του 2ου αι. π.Χ. αναφέρονται οι δωρεές του γυμνασιάρχου Μητροδώρου, ο οποίος ανέθεσε τμήμα του εξοπλισμού ενός λουτρού και ενός σφαιριστηρίου.18 Το σφαιριστήριο ταυτίζεται κατά μία άποψη με το Κ, ενώ το λουτρό θα πρέπει να είναι το L.19 Χάρη σε μία επιγραφική μαρτυρία γνωρίζουμε ακόμα πως ο γυμνασίαρχος Διόδωρος Πάσπαρος, γιος του Ηρώδη, ανέλαβε να κατασκευάσει εκ νέου ένα κονιστήριο20 και ένα λουτρό αντικαθιστώντας το συνηθισμένο έως τότε οικοδομικό υλικό, τον τραχείτη, με το μάρμαρο.21 Για να τον τιμήσει, ο λαός του Περγάμου τού αφιέρωσε άγαλμα που θα τοποθετούνταν σε μαρμάρινη εξέδρα.22 Με τη μαρτυρία αυτή έχουν συνδεθεί οι επεμβάσεις που διαπιστώνονται στα δωμάτια της ανατολικής στοάς και χρονολογούνται βάσει του αρχιτεκτονικού τους σχεδίου στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Συγκεκριμένα, το Δωμάτιο Β απέκτησε στα χρόνια αυτά τη μορφή μαρμάρινης ιωνικής εξέδρας με πόδιο κατά μήκος του τοίχου για την τοποθέτηση πιθανότατα αγαλμάτων και προτάθηκε έτσι η ταύτιση με την αναφερόμενη στην επιγραφή εξέδρα στην οποία τοποθετήθηκε το άγαλμα του Πασπάρου.23 Επεμβάσεις της ίδιας περιόδου παρατηρούνται και στα δύο διαδοχικά δωμάτια, τα οποία ταυτίστηκαν γι’ αυτόν το λόγο με το κονιστήριο και το λουτρό.24

2. Ρωμαϊκοί χρόνοι

2.1. Αναστήλωση στοών και μεταρρυθμίσεις στους χώρους της παλαίστρας

Πιθανότατα στα χρόνια του Tραϊανού οι ελληνιστικές δωρικές στοές από ανδεσίτη αντικαταστάθηκαν από μαρμάρινες στοές κορινθιακού ρυθμού. Ο άνω όροφος διακοσμήθηκε με ανάγλυφα θωράκια και αγάλματα.25 Πίσω από την ανατολική στοά οι χώροι ανακατανέμονται, ώστε να εξοικονομηθούν δύο είσοδοι (χώροι C και Ε) για τις θέρμες που χτίζονται στα ανατολικά της παλαίστρας, ενώ στη ΒΑ γωνία του περιστυλίου το προϋπάρχον δωμάτιο επεκτείνεται προς τα ανατολικά σχηματίζοντας στοά (F10).26 Το δωμάτιο D αποκτά θολωτή στέγαση και επενδύεται με έγχρωμο μάρμαρο. Στη βόρεια στοά ενισχύεται η πρόσοψη της αίθουσας Η με την προσθήκη κιόνων.27 Στα δυτικά της κατασκευάζεται μία αμφιθεατρική αίθουσα (Auditorium) χωρητικότητας 1.000 θεατών καταλαμβάνοντας το χώρο δύο τουλάχιστον παλαιότερων αιθουσών (Ωδείον J).28 Προκειμένου η ρωμαϊκή κατασκευή να εξοικονομήσει χώρο, επεκτάθηκε πέρα από το βόρειο ελληνιστικό τοίχο, έτσι ώστε το ανώτερο τμήμα του κοίλου χτίστηκε πάνω στο βράχο, ενώ το υπόλοιπο στηρίχτηκε σε τεχνητή θολωτή κατασκευή.29 Δύο είσοδοι που οδηγούσαν στις παρόδους ανοίγονταν εκατέρωθεν μιας ενισχυμένης διώροφης πρόσοψης στη μορφή σκηνής θεάτρου με πέντε υπερυψωμένες θύρες διακοσμητικού μάλλον ρόλου.

Στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., λίγες δεκαετίες μετά την αναστήλωση των στοών, θα πρέπει να χρονολογηθεί η κατασκευή μιας επιμήκους αίθουσας (G) με αψιδωτή διαμόρφωση των δύο στενών της πλευρών στο ανατολικό τμήμα της βόρειας στοάς, η οποία προέκυψε με την ενοποίηση δύο παλαιότερων δωματίων.30Διέθετε πλούσια διακοσμημένη ιωνική πρόσοψη αναμεμειγμένη με στοιχεία κορινθιακού ρυθμού και θολωτή στέγαση πάνω από τις αψίδες. H αίθουσα έχει συνδεθεί με την αυτοκρατορική λατρεία χάρη σε μία εντοιχισμένη στο επιστύλιο επιγραφή.31

2.2. Δυτικές και Ανατολικές Ρωμαϊκές Θέρμες

Την περιοχή δυτικά και ανατολικά της παλαίστρας, της οποίας η αρχική ελληνιστική διαμόρφωση και λειτουργία μάς είναι άγνωστη, εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα δύο συγκροτήματα θερμών που χτίστηκαν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.32 Ο περιορισμένος χώρος επέβαλε την ασύμμετρη ανάπτυξη του αρχιτεκτονικού τους σχεδίου. Ωστόσο, η αίσθηση μιας αυστηρής συμμετρίας επανακτάται στο εσωτερικό τους με τη συμμετρική διαμόρφωση αψίδων και κογχών στους μακρούς και στενούς τοίχους των ορθογώνιων αιθουσών.33

Η πρόσβαση στις Δυτικές Θέρμες γινόταν είτε από τον υπόγειο διάδρομο μέσω μιας στενής κλίμακας στη δυτική πλευρά του, είτε από την παλαίστρα από τους διαδοχικούς χώρους Ν, Ο και Τ. Από εκεί περνούσε κανείς στο Frigidarium34 (Ρ) και στο χώρο U35 και έπειτα μέσω μιας διπλής θύρας στο Caldarium (X).36 Τη βόρεια πλευρά του Caldarium αποτελούσε μία μεγάλη ημικυκλική κόγχη με λεκάνη, στην οποία διοχετευόταν νερό από δύο δεξαμενές (χώροι Υ και S) που ήταν χτισμένες σε υψηλότερο επίπεδο στα βόρεια των θερμών. Η θέρμανση παραγόταν με καύση στο Praefurnium (V), από όπου ο ζεστός αέρας διοχετευόταν κάτω από τα δάπεδα των δωματίων που εξυπηρετούσαν το θερμό λουτρό (χώροι U, Χ, Ζ και W).37 Όλες σχεδόν οι αίθουσες είχαν θολωτή στέγαση. Το απλό αρχιτεκτονικό σχέδιο και η τεχνική της τοιχοδομίας τοποθετούν την ίδρυση των Δυτικών Θερμών στα μέσα περίπου του 1ου αιώνα μ.Χ.

Η πρόσβαση στις Ανατολικές Θέρμες γινόταν από τον υπόγειο διάδρομο μέσω μιας στενής κλίμακας ή από την κεντρική αυλή της παλαίστρας μέσω των δωματίων C και Ε και της στοάς F10.38 Από τη στοά περνούσε κανείς στο Frigidarium (9). Το δυτικό τμήμα της αίθουσας αποτελούσε μία ορθογώνια πισίνα, ενώ στο ανατολικό μισό του ανοίγονταν μεγάλες ημικυκλικές κόγχες, όπου υπήρχαν μαρμάρινες λεκάνες με τρεχούμενο νερό. Στα νότιά του επικοινωνούσε με μία μεγάλη αυλή (4) με κιονοστοιχία στις τρεις πλευρές της και έναν κλειστό βοηθητικό διάδρομο στην ανατολική της πλευρά.39 Οι υπόλοιποι χώροι των θερμών διαρθρώνονται διαδοχικά από βορρά προς νότο: Στο ΒΑ τμήμα του συγκροτήματος υπάρχει μια επιμήκης αίθουσα (8) με θολωτή στέγαση που στηρίζεται σε πεσσούς, ανάμεσα στους οποίους διαμορφώνονται ορθογώνιες και ημικυκλικές κόγχες. Προέκτασή της προς ανατολικά αποτελεί η αίθουσα 5.40 Στα βόρεια της επιμήκους αίθουσας (8) σχηματίζεται μία μικρότερη (11), η βόρεια πλευρά της οποίας διαμορφώνεται σε ημικυκλική αψίδα, όπου βρισκόταν μία στρογγυλή μαρμάρινη λεκάνη. Μία δεξαμενή για την παροχή του νερού στις εγκαταστάσεις των θερμών ήταν χτισμένη πάνω στο βράχο στα ανατολικά της αίθουσας 11. Από την αίθουσα 8 αλλά και από το Frigidarium γινόταν η πρόσβαση στο Tepidarium (7) και από εκεί, μέσω δύο συμμετρικών θυρών, στο Caldarium (3). Στις δύο μακριές πλευρές του Caldarium, εκατέρωθεν μιας κεντρικής ημικυκλικής αψίδας που περιείχε μαρμάρινες λεκάνες, ανοιγόταν από μία ορθογώνια κόγχη, όπου υπήρχαν βρύσες ή αγάλματα. Στις δύο στενές πλευρές διαμορφώνονταν μεγάλες κόγχες, όπου βρίσκονταν οι πισίνες για το θερμό λουτρό. Οι πισίνες ήταν τοποθετημένες πάνω σε κατασκευές με υπόκαυστα, δηλαδή κολονάκια από τραχείτη, ανάμεσα στα οποία περνούσε ο θερμός αέρας που παραγόταν με καύση στο Praefurnium (Ι). Οι χώροι 6 και 2 (Sudatorien) αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη. Ένα μικρό αποχωρητήριο χτίστηκε στα ανατολικά του Χώρου 2.

Αρχιτεκτονικά μέλη της ελληνιστικής δωρικής κιονοστοιχίας της παλαίστρας χρησιμοποιήθηκαν ως σπόλια για την κατασκευή των θερμών, γεγονός που τοποθετεί την ανοικοδόμησή τους στα ίδια χρόνια ή αμέσως μετά την αναμόρφωση του περιστυλίου της παλαίστρας στην εποχή του Τραϊανού. Τη χρονολόγηση αυτή επιβεβαιώνει η ομοιότητα του αρχιτεκτονικού διακόσμου μεταξύ της νεότερης ιωνικής κιονοστοιχίας της παλαίστρας με αυτήν της αυλής (4) των Ανατολικών Θερμών.41

3. Ύστερη Αρχαιότητα

Στους Ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους παρατηρούνται περαιτέρω επεμβάσεις στις αίθουσες της παλαίστρας, κυρίως ενισχύσεις των τοίχων και των θολωτών κατασκευών.42 Κατά τη Βυζαντινή εποχή χώροι των ρωμαϊκών θερμών και της παλαίστρας μετατρέπονται σε μεγάλες δεξαμενές.

4. Ταύτιση του Γυμνασίου

Eπιγραφικά μαρτυρείται ένα γυμνάσιο των νέων, το οποίο έχει ταυτιστεί, χάρη στο συνδυασμό με άλλες επιγραφικές μαρτυρίες, με το άνω άνδηρο του Γυμνασίου του Περγάμου. Στους τοίχους του μικρού ναού του μεσαίου ανδήρου βρέθηκαν χαραγμένοι κατάλογοι εφήβων, ενώ επιγραφές με τα ονόματα παίδων που περνούν στην ηλικία του εφήβου αποκαλύφθηκαν στον αναλημματικό τοίχο στο βόρειο άκρο του κάτω ανδήρου. Αναπτύχθηκε ως εκ τούτου η άποψη πως τα τρία άνδηρα του γυμνασιακού συγκροτήματος προορίζονταν αντίστοιχα το κατώτερο για τους παίδες, το μεσαίο για τους εφήβους και το ανώτερο για τους νέους.43

5. Διάκοσμος

Τα γυμνάσια, πολιτιστικοί πυρήνες του ελληνικού κόσμου, αποτελούσαν κέντρα της καλλιτεχνικής έκφρασης της εκάστοτε περιόδου. Τις διάφορες αίθουσες, τις στοές και την αυλή διακοσμούσαν πλήθος αναθημάτων, αγαλμάτων και επιγραφών, όπως μαρτυρούν τα βάθρα που αποκαλύφθηκαν στο χώρο, κάποια από τα οποία προέρχονται από τους Ελληνιστικούς ακόμη χρόνους.44

6. Έρευνα και σημερινή κατάσταση

Οι ανασκαφές στο γυμνασιακό συγκρότημα του Περγάμου διεξήχθησαν από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στις αρχές του 20ού αιώνα.45 Μετά την αποκάλυψη των οικοδομημάτων διαπράχτηκε εκτεταμένη λιθαρπαγή από τους κατοίκους της σύγχρονης πόλης. Εντυπωσιακό ωστόσο για το σημερινό επισκέπτη παραμένει το θέαμα του μνημειακού αυτού συγκροτήματος. Ιδιαίτερα οι εγκαταστάσεις του άνω ανδήρου αποτελούν πηγή πολύτιμων πληροφοριών, κυρίως όσον αφορά ζητήματα αρχαίας τεχνολογίας, όπως τα συστήματα ύδρευσης, αποχέτευσης και θέρμανσης, αλλά και ζητήματα αρχιτεκτονικής (τοιχοδομία, θολοδομία).

1. Τέτοιας μορφής αναλημματικές κατασκευές επέλεξαν οι αρχιτέκτονες του Περγάμου ως την καταλληλότερη λύση για τη δημιουργία ανδήρων και σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. στο άνδηρο του Θεάτρου, στην Επάνω και Κάτω Αγορά, καθώς και κάτω από τη νότια στοά του ιερού της Δήμητρας.

2. Λόγω της μορφής και του μήκους του –το οποίο ισοδυναμεί περίπου με το μήκος ενός σταδίου– εκφράστηκε η άποψη πως ο υπόγειος αυτός διάδρομος χρησιμοποιούνταν ως χώρος άθλησης για το αγώνισμα του δρόμου σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες: Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 4. Στην πρόταση αυτή διατηρούνται ωστόσο επιφυλάξεις, λόγω κυρίως της περιορισμένης δυνατότητας εξαερισμού και φωτισμού του χώρου. Έχει ακόμα προταθεί η ύπαρξη στοάς πάνω από τον υπόγειο διάδρομο με κιονοστοιχία στα νότια και πολλά ανοίγματα στο βόρειο τοίχο της, ώστε να επικοινωνεί με την κεντρική αυλή του Άνω Γυμνασίου. Ωστόσο, δε μας έχουν σωθεί λείψανα τέτοιας κατασκευής. Για το ζήτημα της μορφής και της χρήσης του υπόγειου διαδρόμου βλ. ό.π., σελ. 43-46· Delorme, J., Étude sur les monuments consacrés à l’éducation en Grèce (des origines à l’Empire romain) (BEFAR 196, Paris 1960), σελ. 190· Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten einer antiken Metropole (Darmstadt 1999), σελ. 124.

3. Delorme, J., Gymnasion. Étude sur les monuments consacrés à l’ éducation en Grèce (des origines à l’Empire romain) (BEFAR 196, Paris 1960), σελ. 173.

4. O δεύτερος όροφος τεκμηριώνεται από τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη στη δυτική και βόρεια πλευρά, ενώ κατά αναλογία συμπληρώνεται και στην ανατολική πλευρά, βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 52.

5. Τμήματα της ελληνιστικής δωρικής ανωδομής βρέθηκαν εντοιχισμένα στις μεταγενέστερες ρωμαϊκές θέρμες. Για τις διαστάσεις των κιόνων, των κιονοκράνων και του επιστυλίου βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 47.

6. Δεν έχουν διατηρηθεί τμήματα του ίδιου του κλιμακοστασίου, ωστόσο ενδεικτικό για μια τέτοια ερμηνεία είναι το μικρό μέγεθος του δωματίου. Επιφυλάξεις διατηρεί ο Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 52, πρβλ. Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 164.

7. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 51-55. Ο Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 165, θεωρεί πως ο χώρος E αποτελούσε πιθανότατα από την αρχή χωριστό δωμάτιο.

8. Εδώ βρίσκονταν ίσως τα αγάλματα των ηγεμόνων του Περγάμου. Αργότερα μπορεί να προστέθηκαν και αγάλματα ευεργετών της πόλης, καθώς και αυτό του γυμνασιάρχου Διοδώρου Πασπάρου, βλ. Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten einer antiken Metropole (Darmstadt 1999), σελ. 127.

9. Οι νέοι των γυμνασίων χάρασσαν συχνά τα ονόματά τους ή ακόμα και ερωτικούς στίχους και σύμβολα στους τοίχους των αιθουσών και στις κάθετες επιφάνειες των βάθρων που έφεραν αγάλματα. Ενδιαφέροντα παραδείγματα έχουμε από τα γυμνάσια της Δήλου, της Μεσσήνης, της Πριήνης κ.α. Για τη ζωή στα γυμνάσια και τις παλαίστρες βλ. Hesberg, v. H., “Das griechische Gymnasion im 2. Jh. v. Chr.”, στο Wörrle, M. – Zanker, P. (επιμ.), Standbild und Bürgerbild im Hellenismus. Kolloquium, München 24. bis 26. Juni 1993 (München 1995), σελ. 13-28. Για την ομοφυλοφιλία στο χώρο της παλαίστρας βλ. Dover, K., Homosexualität in der griechischen Antike (1983), σελ. 25 κ.ε.

10. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 58.

11. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 63 κ.ε.

12. Το λουτρό αποτελούσε ένα χώρο απαραίτητο για τη λειτουργία του ελληνικού γυμνασίου. Στο ελληνικό λουτρό το νερό δε θερμαινόταν, όπως αργότερα συνέβαινε στις ρωμαϊκές θέρμες. Για τη λειτουργία και τη σημασία του λουτρού στον αρχαίο κόσμο βλ. Weber, M., Antike Badekultur (München 1996).

13. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 10 κ.ε.

14. Έτσι ο Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 71 κ.ε., πρβλ. Delorme, J., Gymnasion. Étude sur les monuments consacrés à l’ éducation en Grèce (BEFAR 196, Paris 1960), σελ. 171-191.

15. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 86.

16. Από τις αρχαίες πηγές (Αθήναιος, 13, 561d) γνωρίζουμε γενικά πως στα γυμνάσια και τις παλαίστρες του αρχαίου κόσμου λατρεύονταν κυρίως οι δύο προστάτες θεοί των εφήβων, ο Ερμής και ο Ηρακλής, συχνά και ο Έρωτας. Δεν είναι ωστόσο άγνωστη η λατρεία και άλλων θεών στο χώρο του γυμνασίου. Στο ναό του Γυμνασίου του Περγάμου, στο κέντρο του βάθρου του λατρευτικού αγάλματος σχηματιζόταν πιθανόν aedicula, όπου βρισκόταν ένα καθιστό άγαλμα, ίσως ο θεός Ασκληπιός. Ένας κορμός ανδρικής καθιστής μορφής υπερφυσικού μεγέθους, που βρέθηκε στις Δυτικές Θέρμες, θεωρήθηκε πως προέρχεται από το ναό και ταυτίστηκε με τον Ασκληπιό. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 78· Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten einer antiken Metropole (Darmstadt 1999), σελ. 131, εικ. 75.

17. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 80 κ.ε.

18. O αρχαίος όρος «σφαιριστήριον» έχει ερμηνευτεί είτε ως αίθουσα προορισμένη για την προπόνηση των νέων στην πυγμή –Delorme, J., “Sphairisterion et gymnase à Delphes, à Délos et ailleurs”, ΒCH 106 (1982), σελ. 53-73– είτε ως υπαίθριος χώρος για παιχνίδι με τόπι, βλ. Roux, G., “A propos des Gymnases de Delphes et de Délos. Le site du Damatrion de Delphes et le sens du mot sphairistérion”, BCH 104 (1980), σελ. 127-149. Για το ζήτημα βλ. και Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 174.

19. Στις επεμβάσεις του Μητροδώρου έχει αποδοθεί μία μεταγενέστερη κόγχη στον πίσω τοίχο του λουτρού L, από όπου εξασφαλιζόταν μέσω μεταλλικών σωλήνων η παροχή νερού στο δωμάτιο. Το νερό συγκεντρωνόταν σε δεξαμενές που υπήρχαν στον κενό χώρο της περίστασης πίσω από το δυτικό τοίχο του δωματίου, βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 65.

20. Ο χώρος του γυμνασίου όπου υπήρχε η κόνις ή η άμμος που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές για την περιποίηση του σώματος, βλ. Delorme, J., Gymnasion. Étude sur les monuments consacrés à l’ éducation en Grèce (BEFAR 196, Paris 1960), σελ. 276-279.

21. Για τη χρονολόγηση της επιγραφής βλ. Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 167, σημ. 460· Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten einer antiken Metropole (Darmstadt 1999), σελ. 125.

22. Πρόκειται για αίθουσες της παλαίστρας οι οποίες είναι ανοιχτές με κιονοστοιχία προς την κεντρική αυλή. Οι εξέδρες στα γυμνάσια και τις παλαίστρες εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες. Ο Βιτρούβιος (5.11.2) αναφέρει πως αποτελούσαν χώρους συγκέντρωσης και διδασκαλίας. Αναλυτικά για τον όρο βλ. Delorme, J., Gymnasion. Étude sur les monuments consacrés à l’ éducation en Grèce (BEFAR 196, Paris 1960), σελ. 325-329.

23. Η επιγραφή αναφέρει πως η εξέδρα χτίστηκε στη θέση του πρώτου οίκου που συναντούσε κανείς κατά την είσοδό του στη στοά. Υποθέτουμε πως εννοείται η δυτική κύρια είσοδος του άνω ανδήρου, η οποία, αν και κατεστραμμένη σήμερα από την ίδρυση των μεταγενέστερων ρωμαϊκών Ανατολικών Θερμών, έχει κατεύθυνση προς τη ΝΔ γωνία της αυλής. Τα στοιχεία λοιπόν που δίνει η επιγραφή συμπίπτουν με τη θέση του δωματίου, βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 52· Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 171· Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten einer antiken Metropole (Darmstadt 1999), σελ. 125.

24. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 52, πρβλ. Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 173 κ.ε. Στην ίδια επιγραφή αναφέρεται ο όρος περίπατος, το ακριβές νόημα το οποίου παραμένει όμως αδιευκρίνιστο. Υποθέσεις μόνον έχουν διατυπωθεί. Ο Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 4, τον τοποθετεί στο χώρο ανατολικά της παλαίστρας, από την ελληνιστική διαμόρφωση όμως του οποίου δε μας έχουν σωθεί καθόλου λείψανα, πρβλ. Delorme, J., Gymnasion. Etude sur les monuments consacres a l’ education en Grece (des origines a l’Empire romain) (BEFAR 196, Paris 1960), σελ. 189 κ.ε. Μια διαφορετική άποψη είναι πως πρόκειται για την κιονοστοιχία γύρω από την εσωτερική αυλή της Παλαίστρας, βλ. Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 167, σημ. 462, 170.

25. Ποικιλία στις διαστάσεις και ασυμμετρίες διαπιστώνονται στην αρχιτεκτονική της ρωμαϊκής στοάς. Οι κίονες του πρώτου ορόφου ήταν αράβδωτοι με κορινθιακά κιονόκρανα. Η μορφή των αρχιτεκτονικών μελών βρίσκει παράλληλα στην αρχιτεκτονική του μεγάλου ναού στους Αιζανούς, ο οποίος χρονολογείται στα χρόνια του Τραϊανού. Στον άνω όροφο οι κίονες ήταν μονολιθικοί, ωοειδούς διατομής με κορινθιακά κιονόκρανα. Βρέθηκαν ακόμη θραύσματα του επιστυλίου που έφεραν επιγραφή με τα ονόματα αυτών που συνεισέφεραν στην ανοικοδόμηση της στοάς. Για τη μορφή και τις διαστάσεις των κιόνων, των κιονοκράνων και του επιστυλίου της ρωμαϊκής στοάς βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 49.

26. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 53.

27. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 60.

28. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 61.

29. Το ωδείο ήταν χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις και ομιλίες και όχι για θεατρικές παραστάσεις, για το λόγο αυτό δεν υπήρχε σκηνή. Ήταν δυνατό όμως να υπάρχει πάνω στην ορχήστρα ένα ξύλινο βήμα για τους ομιλητές. Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten einer antiken Metropole (Darmstadt 1999), σελ. 127 κ.ε.

30. Το χώρο αυτό καταλάμβαναν αρχικά, σύμφωνα με το Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 58, δύο ιωνικές εξέδρες, τμήματα των οποίων βρέθηκαν εντοιχισμένα στο δωμάτιο Μ και στον υπόγειο διάδρομο. Από ενεπίγραφα μέλη τους που σώθηκαν γνωρίζουμε πως η μία ήταν αφιερωμένη στο θεό Ερμή και η άλλη αποτελούσε αφιέρωμα ενός Πύρρου, γιου του Αθηνοδώρου. Πρβλ. Delorme, J., Gymnasion. Etude sur les monuments consacres a l’ education en Grece  (BEFAR 196, Paris 1960), σελ. 186, ο οποίος τις τοποθετεί αντίστοιχα στα δωμάτια F και G. Επιφυλακτικός είναι ο Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 166, 170. Κατά μια άλλη άποψη, η εξέδρα του Πύρρου βρισκόταν εκεί όπου αργότερα χτίστηκαν οι χώροι W και f των Δυτικών Θερμών, βλ. Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten einer antiken Metropole (Darmstadt 1999), σελ. 129.

31. H επιγραφή πρέπει να αναφέρεται στους αυτοκράτορες Μάρκο Αυρήλιο και Λεύκιο Βήρο, οι οποίοι βασίλευσαν μαζί από το 161. Στη χρονολόγηση αυτή συνηγορεί το στιλ των αρχιτεκτονικών μελών της αίθουσας καθώς και η πιο εκτεταμένη χρήση έγχρωμου μαρμάρου. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 56 κ.ε.

32. Ελληνιστικά λείψανα εντοπίζονται στα θεμέλια των χώρων Ν, Ο, Τ και W, τα οποία εντάχθηκαν στο συγκρότημα των Δυτικών Θερμών, δεν είναι δυνατό όμως να αποκαταστήσουμε την αρχική μορφή τους, βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 81.

33. Σε αντίθεση με το πρότυπο των μεγάλων αυτοκρατορικών θερμών της Ρώμης και των θερμών των δυτικών επαρχιών, όπου προτιμούνται για τις κυρίως αίθουσες του λουτρού οι κυκλικοί και ημικυκλικοί χώροι (με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τις θέρμες του Καρακάλλα και του Κωνσταντίνου στη Ρώμη), στις θέρμες της Μικράς Ασίας τα σχήματα αυτά περιορίζονται στις ημικυκλικές κόγχες, οι οποίες συνήθως εγγράφονται σε ορθογώνιες αίθουσες, βλ. Yegül, F., Baths and Bathing in Classical Antiquity (New York 1992), σελ. 251 κ.ε.

34. Για τον όρο βλ. Nielsen, I., Thermae et Balnea (Aarhus 1990), σελ. 153 κ.ε.

35. Ο χώρος U ταυτίζεται πιθανόν με το Tepidarium, την αίθουσα για το χλιαρό λουτρό, βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 81. Για τον όρο βλ. Nielsen, I., Thermae et Balnea (Aarhus 1990), σελ. 155 κ.ε.

36. Το Caldarium αποτελούσε έναν από τους πιο σημαντικούς χώρους των ρωμαϊκών θερμών, όπου το νερό για το λουτρό αλλά και ο χώρος της αίθουσας θερμαίνονταν. Για τον όρο βλ. Nielsen, I., Thermae et Balnea (Aarhus 1990), σελ. 156 κ.ε. Εδώ η θύρα αυτή είχε κατασκευαστεί διπλή, ώστε να εξυπηρετεί ίσως στη μια πλευρά της την είσοδο προς το θερμό αέρα του Caldarium και στην άλλη την έξοδο προς τη χλιαρότερη ατμόσφαιρα του χώρου U, βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 81.

37. Ο χώρος W διαμορφώθηκε αργότερα σε είδος πισίνας με θερμό νερό (Sudatorium). Την εποχή της ίδρυσης των Δυτικών Θερμών η κατασκευή τέτοιων εγκαταστάσεων δεν ήταν ακόμη γνωστή. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 80 κ.ε.· Yegül, F., Baths and Bathing in Classical Antiquity (New York 1992), σελ. 288. Για τον όρο Sudatorium και τη λειτουργία του βλ. Nielsen, I., Thermae et Balnea (Aarhus 1990), σελ. 159 κ.ε.

38. Μία λίθινη επιμήκης λεκάνη εκτεινόταν κατά μήκος ολόκληρου του πίσω βόρειου τοίχου της στοάς. Η λεκάνη αυτή δε φαίνεται να ήταν υδροστεγής και ερμηνεύτηκε ως λεκάνη για άμμο. Προτάθηκε έτσι η ταύτιση του δωματίου με το κονιστήριον των Ρωμαϊκών χρόνων ή με το αλειπτήριον (αίθουσα του γυμνασίου/παλαίστρας, όπου οι νέοι άλειφαν το σώμα τους με λάδι), του οποίου μάλιστα η ύπαρξη μαρτυρείται και επιγραφικά. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 56.

39. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 86.

40. Τέτοιου τύπου αίθουσες είναι χαρακτηριστικές για τις ρωμαϊκές θέρμες και φαίνεται πως παρουσίαζαν ποικιλία χρήσεων, βλ. Yegül, F., Baths and Bathing in Classical Antiquity (New York 1992), σελ. 414. Οι αίθουσες 8 και 5 των Ανατολικών Θερμών έχουν ταυτιστεί με τα αποδυτήρια και θεωρείται πως στις κόγχες των τοίχων τους εντοιχίζονταν τα ερμάρια για την τοποθέτηση των ρούχων των επισκεπτών, ενώ στις τρεις ημικυκλικές κόγχες στο βόρειο τοίχο της αίθουσας 8 βρέθηκαν λεκάνες λουτρού. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 87 κ.ε.

41. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 80 κ.ε.

42. Οι επεμβάσεις αυτές έγιναν ίσως έπειτα από κάποιον καταστροφικό σεισμό. Η πιο σημαντική είναι η καταστροφή του δεύτερου ορόφου της αίθουσας Η και η στέγασή της με θολωτή οροφή πιθανότατα κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937), σελ. 60 κ.ε.

43. Ωστόσο, για ένα τέτοιο υποτιθέμενο «γυμνάσιο των εφήβων» ή «γυμνάσιο των παίδων» δε διαθέτουμε καμιά επιγραφική μαρτυρία. Επιπλέον, οι εγκαταστάσεις του κατώτερου και του μεσαίου ανδήρου δεν επαρκούσαν για να εξυπηρετήσουν όλες τις ανάγκες ενός γυμνασίου. Δεν αποκλείεται βέβαια οι παίδες και οι έφηβοι να χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα και χώρους του άνω ανδήρου. Αναλυτικά για το θέμα βλ. Glass, S.L., Palaistra and gymnasium in greek architecture (Diss. Univ. of Pennsylvania 1967, 1981), σελ. 174.

44. Βάθρα αναθημάτων αποκαλύφθηκαν κυρίως μπροστά από τη βόρεια κιονοστοιχία, καθώς και μπροστά από τα δύο νοτιότερα δωμάτια της ανατολικής στοάς (αίθουσες Α, Β). Από μία ερμαϊκή στήλη υπήρχε εκατέρωθεν της εισόδου του Λουτρού L. Με πλήθος γλυπτών έργων πρέπει να ήταν διακοσμημένες και οι αίθουσες των θερμών, βλ. Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937). Για τη διακόσμηση των ρωμαϊκών θερμών με έργα γλυπτικής βλ. Manderscheid, H., Die Skulpturenaustattung der kaiserzeitlichen Thermenanlagen (Berlin 1981).

45. Η δημοσίευση του γυμνασιακού συγκροτήματος της Ακρόπολης του Περγάμου έγινε από το Schazmann, P., Das Gymnasion (AvP VI, Berlin 1885-1937).

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>