Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Στάση Νικηφόρου Φωκά, 963

Συγγραφή : Στουραϊτης Ιωάννης (10/12/2003)

Για παραπομπή: Στουραϊτης Ιωάννης, «Στάση Νικηφόρου Φωκά, 963», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6233>

Στάση Νικηφόρου Φωκά, 963 (17/3/2008 v.1) Rebellion of Nikephoros Phokas, 963 (21/5/2010 v.1) 
 

1. Ιστορικό πλαίσιο

Μετά το θάνατο του Ρωμανού Β' (15 Μαρτίου 963), η εξουσία έπρεπε βάσει της αρχής της νομιμότητας να περάσει στους δύο γιους του, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, τους οποίους είχε στέψει συναυτοκράτορες λίγο μετά τη γέννησή τους. Οι δύο βασιλείς, όμως, ήταν ανήλικοι –πέντε και δύο ετών αντίστοιχα– και συνεπώς δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Η ανάληψη της αντιβασιλείας από τη μητέρα τους Θεοφανώ ήταν προφανές ότι δεν μπορούσε να καλύψει το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε, καθώς το διάστημα που θα μεσολαβούσε έως την ενηλικίωση του πρώτου διαδόχου ήταν αρκετά μεγάλο. Επιπλέον, η αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση ανάκτησης των χαμένων της εδαφών και επικράτησης επί των εξωτερικών της εχθρών, κυρίως των Αράβων, ενώ στο πολιτικό προσκήνιο υπήρχαν δύο ισχυροί άνδρες, ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ Βρίγγας και ο δομέστικος των σχολών της Ανατολής Νικηφόρος Φωκάς. Ο παρακοιμώμενος, στον οποίο ο Ρωμανός Β' είχε αναθέσει τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων, επιθυμούσε τη διατήρηση του καθεστώτος της αντιβασιλείας, καθώς θεωρούσε ότι θα είχε την ευκαιρία να αναλάβει πλήρως την εξουσία δίπλα στους ανήλικους αυτοκράτορες και τη μητέρα τους. Η παρουσία του Νικηφόρου Φωκά, όμως, αποτελούσε απειλή για τα σχέδιά του. Ο Νικηφόρος, γόνος των Φωκάδων, ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας της Μικράς Ασίας, και αρχηγός του στρατού επί Ρωμανού Β', είχε να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Αράβων, όπως την κατάκτηση της Κρήτης το 961, καθώς και νίκες στη Συρία το επόμενο έτος. Οι επιτυχίες αυτές τον είχαν καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή στον λαό και το στράτευμα. Κυρίως όμως τον καθιστούσαν ουσιαστικό εκφραστή των επιδιώξεων της εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορίας και της στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μικράς Ασίας, την οποία εκπροσωπούσε.1

2. Η στάση του Νικηφόρου Φωκά

2.1. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της στάσης

Οι σχέσεις της αυτοκράτειρας Θεοφανούς με τον Ιωσήφ Βρίγγα δεν ήταν καθόλου καλές· βασική αιτία γι’ αυτό ήταν η σαφής πρόθεση του παρακοιμώμενου να αναλάβει την εξουσία, γεγονός που θα σήμαινε τον δικό της παραμερισμό. Αντίθετα, έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον δομέστικο της Ανατολής Νικηφόρο Φωκά, για τον οποίο αναφέρεται από ορισμένες πηγές έτρεφε ερωτικά αισθήματα για την αυτοκράτειρα.2 Η Θεοφανώ, κατά τις ίδιες πηγές, έβλεπε στο πρόσωπο του δημοφιλούς και ισχυρού αριστοκράτη τον κατάλληλο προστάτη για τα δύο ανήλικα τέκνα της και έναν άξιο σύζυγο για την ίδια.3 Ο Βρίγγας από την πλευρά του, έχοντας αντιληφθεί τη μεγάλη απήχηση του Φωκά στον λαό, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον κρατήσει μακριά από την πρωτεύουσα μετά την επιτυχία του στην Κρήτη και τις νίκες στη Συρία. Έτσι, ο δομέστικος της Ανατολής δεν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά το τέλος των επιχειρήσεών του το 962, αλλά παρέμεινε και διαχείμασε με τα στρατεύματά του στη Μικρά Ασία. Πληροφορήθηκε το θάνατο του Ρωμανού Β' ενώ βρισκόταν με τον στρατό του στην Τζαμανδό. Η αυτοκράτειρα Θεοφανώ τού έστειλε κρυφά από τον Βρίγγα επιστολή με την οποία τον καλούσε στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να τον χρησιμοποιήσει ως αντίπαλο δέος στον παρακοιμώμενο. Ο Φωκάς, αν και γνώριζε τους κινδύνους που έκρυβε μια επίσκεψή του στην πρωτεύουσα, όπου ο Βρίγγας ήταν ιδιαίτερα ισχυρός και είχε τον έλεγχο των πραγμάτων, έφθασε τον Απρίλιο του 963 στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον λαό και τέλεσε θρίαμβο για τις στρατιωτικές του επιτυχίες. Ο Βρίγγας, βλέποντας ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να εξουδετερώσει τον αντίπαλό του, προσπάθησε να οργανώσει συνωμοσία εναντίον του. Ο Φωκάς αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που τον απειλούσε και ζήτησε την υποστήριξη του πατριάρχη Πολύευκτου, ο οποίος συγκάλεσε τη Σύγκλητο, όπου συμμετείχε και ο Βρίγγας. Ο Φωκάς, αφού υποχρεώθηκε να επιβεβαιώσει με όρκους την πίστη του στους δύο ανήλικους αυτοκράτορες, ανακηρύχθηκε εκ νέου ανώτατος αρχηγός του στρατεύματος. Με τον τρόπο αυτόν ο δομέστικος της Ανατολής κατάφερε τον Ιούνιο του 963 να αναχωρήσει –όχι μόνον αλώβητος, αλλά και ενισχυμένος– από την Κωνσταντινούπολη για την Καππαδοκία, όπου άρχισε να συγκεντρώνει στρατό.

2.2. Εκδήλωση και επιτυχία της στάσης

Ο Βρίγγας, μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να εξυφάνει συνωμοσία εναντίον του Φωκά στην Κωνσταντινούπολη, θέλησε να οργανώσει νέα συνωμοσία εναντίον του. Έστειλε λοιπόν επιστολή στον Ιωάννη Τζιμισκή, στρατηγό του θέματος των Ανατολικών, συγγενή και έμπιστο του Φωκά καθώς και δεύτερο στην ιεραρχία του στρατεύματος, προτείνοντάς του να συλλάβει τον ανώτερό του. Ως αντάλλαγμα του προσέφερε το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών της Ανατολής και ουσιαστικά την αρχηγία του στρατεύματος, δηλαδή τη θέση που κατείχε έως τότε ο Φωκάς. Και αυτές οι ενέργειές του, όμως, κατέληξαν σε αποτυχία, καθώς ο Ιωάννης Τζιμισκής αποκάλυψε στον Φωκά την επιστολή του παρακοιμώμενου. Ο δομέστικος, έχοντας την παρότρυνση των στενών συνεργατών του, ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ από το στράτευμα στις 3 Ιουλίου 963 στην Καισάρεια και αναχώρησε για την πρωτεύουσα. Ενώ ο στρατός του έφθανε στη Χρυσούπολη, ο Βρίγγας οργάνωνε στην Κωνσταντινούπολη την αντίστασή του, βασιζόμενος στα δυτικά τάγματα, και προσπαθούσε να ελέγξει τις λαϊκές αντιδράσεις που είχαν προκληθεί από τη δυσαρέσκεια προς το πρόσωπό του. Ο πατέρας του στασιαστή, ο Βάρδας Φωκάς, κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ενώ ο Λέων, αδελφός του Νικηφόρου, συνελήφθη, αλλά κατάφερε να διαφύγει και να βρεθει στο στρατόπεδο του στασιαστή. Στις 9 Αυγούστου 963, και ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς βρισκόταν στη μικρασιατική ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, ο προσωπικός εχθρός του Βρίγγα, πρώην παρακοιμώμενος Βασίλειος, νόθο μέλος της οικογένειας των Λεκαπηνών,4 οργάνωσε εξέγερση στην πρωτεύουσα στέλνοντας ανθρώπους του να καταστρέψουν τα σπίτια του Βρίγγα και των υποστηρικτών του. Με τη συμπαράσταση του λαού και της Συγκλήτου, ο Βασίλειος Λεκαπηνός έθεσε υπό τον έλεγχό του τον στόλο και έστειλε πλοία για να μεταφέρουν τον Φωκά με τον στρατό του στην περιοχή του Εβδόμου. Στις 14 Αυγούστου 963 ο στασιαστής εισέβαλε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Βρίγγας νικημένος κατέφυγε στην Αγία Σοφία, συνελήφθη και εξορίσθηκε αρχικά στην Παφλαγονία και κατόπιν σε μοναστήρι στα Πύθια, όπου πέθανε δύο χρόνια μετά. Στις 16 Αυγούστου 963 ο Νικηφόρος Φωκάς στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία από τον πατριάρχη Πολύευκτο.

3. Συνέπειες

Η επιτυχία του κινήματος του Νικηφόρου Φωκά είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς επηρέασε τις πολιτικές εξελίξεις στην αυτοκρατορία για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Η επικράτησή του επί του Βρίγγα είχε ως άμεση συνέπεια να αναλάβει την εξουσία, ως προστάτης των δύο ανήλικων αυτοκρατόρων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, και να νυμφευθεί την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, με σκοπό να συνδεθεί με τη Μακεδονική δυναστεία και να νομιμοποιήσει την παρουσία του στο θρόνο. Η εξέλιξη αυτή σήμαινε για τους δύο ανήλικους εκπροσώπους της δυναστείας την έναρξη μιας περιόδου κατά την οποία θα κηδεμονεύονταν από τους εκπροσώπους της μικρασιατικής στρατιωτικής αριστοκρατίας. Μετά την ενηλικίωσή τους και την άνοδό τους στο θρόνο θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με τους ισχυρούς αριστοκράτες, οι οποίοι θα διεκδικούσαν για λογαριασμό τους την εξουσία.

Με την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στο θρόνο η οικογένεια των Φωκάδων έφθασε στο αποκορύφωμα της δύναμής της και καθιερώθηκε τα επόμενα χρόνια ως βασικός παράγοντας εξουσίας στην αυτοκρατορία. Ο έμπιστος συνεργάτης του, ο Ιωάννης Τζιμισκής, ανταμείφθηκε με τον τίτλο του μαγίστρου και το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών της Ανατολής. Το γεγονός αυτό τον ενίσχυσε ιδιαίτερα, καθώς του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στο στράτευμα, τα οποία χρησιμοποίησε στη συνέχεια για να διαδεχθεί τον Φωκά (969). Από το κίνημα του 963 ιδιαίτερα ωφελημένος βγήκε και ο Βασίλειος Λεκαπηνός, ο οποίος επανήλθε στο προσκήνιο, λαμβάνοντας από τον Φωκά το αξίωμα του παρακοιμώμενου και σημαντικές αρμοδιότητες στη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων. Από τη θέση αυτή άσκησε σημαντική επιρροή στις πολιτικές εξελίξεις, φθάνοντας να διοικεί ουσιαστικά την αυτοκρατορία έως την απομάκρυνσή του από τον Βασίλειο Β' το 985. Ο στρατός, τέλος, αναδείχθηκε κυρίαρχος πολιτικός παράγοντας την περίοδο αυτή. Ο έλεγχος του στρατεύματος αποτέλεσε στο εξής και έως το θάνατο του Βασιλείου Β' (976-1025) βασική προϋπόθεση για την ανάληψη και τη διατήρηση της εξουσίας. Όμως η άνοδος της στρατιωτικής αριστοκρατίας στην εξουσία, στα πρόσωπα του Νικηφόρου Β΄ Φωκά και κατόπιν του Ιωάννη Α' Τζιμισκή, αν και είχε ευεργετικά αποτελέσματα για τους αγώνες της αυτοκρατορίας στο ανατολικό και το βαλκανικό μέτωπο, ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τις στρατιωτικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, οι οποίες επιδίωξαν στη συνέχεια να ανατρέψουν τη Μακεδονική δυναστεία, μέσα από αιματηρούς εμφύλιους πολέμους.

1. Treadgold W.T., A History of the Byzantine State and Society (Stanford 1997), σελ. 498-9.

2. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (ed.), Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin-New York 1973), 257, 12-15.

3. Ο Νικηφόρος Φωκάς δεν είχε προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τη δημοτικότητα που του χάριζαν οι στρατιωτικές του επιτυχίες για να ανέλθει στο θρόνο, γεγονός που αποτελούσε ενδεχομένως για την Θεοφανώ μιαν εγγύηση της αφοσίωσής του στα νόμιμα δικαιώματα στο θρόνο των γιων του Ρωμανού Β΄, βλ. Cheynet J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210), (Paris 1990), σελ. 326.

4. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός είχε διατελέσει παρακοιμώμενος επί Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, αλλά μετά την άνοδο του Ρωμανού Β' στο θρόνο είχε παραγκωνισθεί και τον είχε διαδεχθεί ο Ιωσήφ Βρίγγας. Συνεπώς, είχε προσωπικούς λόγους να τον εχθρεύεται και να ταχθεί με το μέρος τού Νικηφόρου Φωκά. Βλ. Brokkaar, W. G., “Basil Lakapenus - Byzantium in the Tenth Century”, Byzantina Neerlandica 3 (1972), σελ. 216-217· πρβλ. Cheynet J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210) (Paris 1990), σελ. 326.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>