1. Ο δωρητής της στοάς Τ. Φλάβιος Δαμιανός
Ο σοφιστής Τ. Φλάβιος Δαμιανός ήταν επιφανής πολίτης της Εφέσου και ένας από τους γνωστούς φιλοσόφους και εκπροσώπους της λεγόμενης Β΄ Σοφιστικής κατά την Αυτοκρατορική περίοδο.1 Βρισκόταν στην ακμή της καριέρας του περί τα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αιώνα.2 Κατά τη συνήθη πρακτική των Αυτοκρατορικών χρόνων, ο Δαμιανός θέλησε να ευεργετήσει την πόλη του με ένα λαμπρό οικοδόμημα. Διαθέτοντας, καθώς φαίνεται, και πνεύμα πρακτικό, επέλεξε να κατασκευάσει ένα στωικό οικοδόμημα, το οποίο αφιέρωσε στον εαυτό του και στη σύζυγό του Βηδία Φαιδρίνα,3 γόνο της γνωστής οικογένειας των Βηδίων Αντωνίνων,4 για να συνδέσει την πόλη με το ναό της Αρτέμιδος.5 Ο μαθητής του Φιλόστρατος, ο γνωστός σοφιστής και συγγραφέας των βίων των σοφιστών, επισκέφθηκε πολλές φορές το δάσκαλό του στη γενέτειρά του και είχε την ευκαιρία να αποτυπώσει τη ζωή της πόλης σε περίοδο ακμής. Με αυτό τον τρόπο διέσωσε πολύτιμες πληροφορίες για την τοπογραφία και την αρχιτεκτονική της πόλης, μεταξύ αυτών και για τη Στοά του Δαμιανού.6 2. Τοπογραφία Η Στοά του Δαμιανού (αρ. 7)7στέγασε τμήμα της πομπικής Ιεράς οδού, καλύπτοντας την απόσταση από το Αρτεμίσιο (αρ. 1) προς το στάδιο (αρ. 104) και από την Πύλη της Μαγνησίας (αρ. 10) πίσω στο ιερό.8 Κατάλοιπα του οικοδομήματος είναι ορατά ακόμη και σήμερα στις βόρειες και ανατολικές υπώρειες του λόφου Panayır, και ιδιαίτερα λίγο ανατολικότερα από το Ανατολικό Γυμνάσιο (αρ. 12).9 Οι αρχαιολογικές έρευνες, ιδιαίτερα κατά τα έτη 1991-1993, αποκάλυψαν ότι η στοά αυτή δεν ήταν εντελώς ευθύγραμμη, αλλά αποτελούνταν από μια Κάθοδο και μια Άνοδο, οι οποίες συνδέονταν σχηματίζοντας γωνία.10 Συγκεκριμένα η λεγόμενη «Άνοδος» περνά μέσα από τον επονομαζόμενο «συκεώνα», κατευθύνεται ανατολικά κατά μήκος της μικρής κοιλάδας του Μαρνά προς το Αρτεμίσιο και ακολουθεί πορεία παράλληλη προς τον αμαξιτό δρόμο που συνέδεε την Έφεσο με τη Σμύρνη και την Πέργαμο. Η Κάθοδος, από την άλλη πλευρά, κατευθυνόταν από την Πύλη της Μαγνησίας προς το ναό διερχόμενη από τις ανατολικές υπώρειες του Panayır Dağ.11 3. Αρχιτεκτονικά λείψανα και αρχαιολογικά ευρήματα Στις όψεις της στοάς βρίσκονταν ογκώδεις . Το κάτω τμήμα τους, που λειτουργούσε ως βάση, ήταν κατασκευασμένο από ντόπιο ασβεστόλιθο, το ανώτερο τμήμα τους όμως είχε επενδυθεί με αποτμήματα λίθων και με τις χαρακτηριστικές κόκκινες οπτόπλινθους με την τεχνική του . Τα θεμέλια των πεσσών βρίσκονταν αρκετά βαθιά μέσα στο έδαφος, ίσως σε βάθος 3 μ.12 Ο λόγος ήταν το ελώδες και άρα ασταθές έδαφος που πλημμύριζε συχνά από την υπερχείλιση του Καΰστρου.13 Μεταξύ των πεσσών ήταν χτισμένο τοιχίο (πλάτους 0,85-0,88 μ. και ύψους 1-1,30 μ.) που αποσκοπούσε προφανώς στην ισχυροποίηση του όλου κτίσματος, καθώς και στην προστασία από πλημμύρες κατά τις βροχερές μέρες, όταν το νερό κυλούσε από το βουνό. Τον ίδιο αντιπλημμυρικό χαρακτήρα είχε και το ανυψωμένο πάνω από το έδαφος δάπεδο της στοάς – το οποίο δεν ήταν πλακόστρωτο.14 Η στέγαση της στοάς, όπως προκύπτει από αρχαιολογικές και αρχιτεκτονικές μελέτες, πρέπει να ήταν θολωτή. Συγκεκριμένα, ο ενδεδειγμένος για την περίπτωση τρόπος ήταν με που εδράζονταν απευθείας στους πεσσούς, έτσι ώστε η συνολική εικόνα να είναι αυτή μιας κατασκευής με σταυροθόλια.15 Το μήκος της στοάς που έχει έρθει στο φως είναι πάνω από 2,50 χλμ. και το πλάτος της περί τα 3,70 μέτρα.16 Κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών ερευνών βρέθηκαν κατά μήκος της πομπικής Ιεράς οδού αρκετές ταφές σε σαρκοφάγους, ταφικούς θαλάμους και τάφους με μορφή οικίας, που χρονολογούνται από την Ελληνιστική έως την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο.17 Ορισμένες από τις σαρκοφάγους είναι ενεπίγραφες. Έτσι πληροφορούμαστε ότι σε μία από αυτές βρίσκονταν τα οστά του Αυρηλιανού Ολυμπίου, βουλευτή από την Έφεσο, και της συζύγου του Διονυσίας. Κάποιες σαρκοφάγοι φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν σε βάθος χρόνου για πολλαπλές ταφές, όπως π.χ. αυτή που αρχικά φιλοξενούσε τον Αυρήλιο Ηρακλά και τη συμβία του Κλαυδία Ευτυχιανή και το παιδί τους, η οποία χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον άλλες έξι φορές, πάντοτε όμως, όπως φαίνεται, για επιφανείς πολίτες.18 Οι περισσότερες ταφές στα νότια και βόρεια της Ανόδου είναι τοποθετημένες στο μεσοδιάστημα μεταξύ της στοάς και του αμαξιτού δρόμου. Εκεί βρέθηκαν τρεις επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις νεκρών. Και στις τρεις περιπτώσεις πρόκειται για μονομάχους, εκ των οποίων σώζονται τα δύο ονόματα, του Ευξείνου και του Παλούμπου. Λίγο πρωιμότερες είναι άλλες ταφές, οι οποίες συνίστανται σε ενταφιασμό από καύση νεκρών μέσα σε μεγάλους πήλινους πίθους. Το σύνολο των παραπάνω τάφων στη βόρεια πλευρά του Panayır Dağ αποκαλύπτουν πως κατά την Υστερορωμαϊκή περίοδο όλη αυτή η περιοχή είχε ενδεχομένως αποτελέσει μια νεκρόπολη μικρής έκτασης.19 |
1. Σχετικά με το διδακτικό και φιλοσοφικό έργο του Τ. Φλάβιου Δαμιανού βλ. Bowersock, G., Greek Sophists in the Roman Empire (Oxford 1969), σελ. 27. 2. Για βιογραφικά στοιχεία καθώς και πληροφορίες για τη σταδιοδρομία του Δαμιανού στη ρωμαϊκή ιεραρχία αξιωμάτων βλ. Halfmann, H., Die Senatoren aus dem östlichen Teil des Imperium Romanum bis zum Ende des 2. Jhds. N. Chr. (Hypomnemata 58, Göttingen 1979)· Keil, J., “Vertreter der zweiten Sophistik in Ephesos”, ÖJh 40 (1953), σελ. 18-21· Knibbe, D. – Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca Ι (BerMatÖAI 3, Wien 1993), σελ. 56-57. Ο Φλάβιος Δαμιανός απεικονίζεται ως ιερέας σε άγαλμα που βρέθηκε στην Έφεσο και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σμύρνης (αρ. κατ. 648). 3. Η σύζυγός του καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Βηδίων της Εφέσου. Αδελφός της ήταν ο P. Vedius Papianus Antoninus, ο οποίος πέθανε άτεκνος κληροδοτώντας τη σεβαστή περιουσία του στο ναό της Αρτέμιδος. Το όνομα των Βηδίων πήρε και ένας από τους γιους του Δαμιανού, ο Τίτος Φλάβιος Βήδιος Αντωνίνος. Βλ. Knibbe, D. – Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca I (BerMatÖAI 3, Wien 1993), σελ. 56-57. 4. Για την οικογένεια των Βηδίων και τις ευεργεσίες προς την πόλη της Εφέσου βλ. Kalinowski, A., “The Vedii Antonini: Aspects of Patronage and Benefaction in Second Century Ephesos”, Phoenix 56 (Spring-Summer 2002), σελ. 109-149. 5. Βλ. Engelmann, H., “Philostrat und Ephesus”, ZPE 108 (1995), σελ. 77-87· Knibbe, D. – Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca Ι (BerMatÖAI 3, Wien 1993), σελ. 16-27. 6. Σύμφωνα με το Φιλόστρατο, με την ανέγερση της στοάς «η Άρτεμις δε θα έχανε τους θαυμαστές της όταν έβρεχε». Φιλόστρ., Σοφ. 2.23. Η μαρτυρία του μπορεί να ερμηνευτεί κατά διαφορετικό τρόπο. Είναι ασαφές αν η Στοά του Δαμιανού αποτελούσε το τελευταίο τμήμα της επίσημης πομπικής οδού που διερχόταν από το ναό, σε μήκος ενός σταδίου, ή αν αποτελούσε ξεχωριστή οδό, η οποία είχε κοινή αφετηρία με την κύρια πομπική οδό, στη συνέχεια όμως ακολουθούσε μια συντομότερη διαδρομή που προφανώς χρησιμοποιούνταν μόνο τις βροχερές μέρες. Βλ. Engelmann, H., “Philostrat und Ephesus”, ZPE 108 (1995), σελ. 77-85. 7. Οι αριθμοί των κτηρίων αναφέρονται στον τοπογραφικό χαρτή της Εφέσου που είναι διαθέσιμος στη δικτυογραφία. 8. Αναλυτικά βλ. Engelmann, H., “Philostrat und Ephesus”, ZPE 108 (1995), σελ. 77-85. 9. Κατάλοιπα των πεσσών της στοάς σώζονται εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε από την Πύλη της Μαγνησίας προς το Σπήλαιο των Επτά Παίδων. Βλ. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 62. 10. Αρχιτεκτονικά λείψανα της Στοάς του Δαμιανού αποκαλύφθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον J. Wood κατά τη διάρκεια των ερευνών του για τον εντοπισμό της θέσης του Αρτεμισίου. Βλ. Wood, J.T., Discoveries at Ephesus (London 1877). Όμως, η συστηματική ανασκαφική έρευνα στο χώρο ξεκίνησε το 1991 από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο υπό την εποπτεία του D. Knibbe. Βλ. Knibbe, D., “Via Sacra – Damianosstoa”, στο Karwiese, S. κ.ά., “Grabungen im Ephesos, 1992”, ÖJh 62 (1993), σελ. 19-20· Knibbe, D. – Pietsch, W., “Via Sacra – Damianosstoa”, στο Karwiese, S. κ.ά., “Grabungen im Ephesos, 1993”, ÖJh 63 (1994), σελ. 17-20· Knibbe, D., “Prozessionsstrasse (Via Sacra) – Damianosstoa”, στο Karwiese, S. κ.ά., “Grabungen im Ephesos, 1994”, ÖJh 64 (1995), σελ. 16-18· Knibbe, D., “Prozessionsstrasse (Via Sacra) – Damianosstoa”, στο Karwiese, S. κ.ά., “Grabungen im Ephesos, 1995”, ÖJh 65 (1996), σελ. 13. 11. Βλ. Knibbe, D. – Pietsch, W., “Via Sacra – Damianosstoa”, στο Karwiese, S. κ.ά., “Grabungen im Ephesos, 1993”, ÖJh 63 (1994), σελ. 17-20· Knibbe, D. – Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca Ι (BerMatÖAI 3, Wien 1993) σελ. 16-27· Engelmann, H., “Philostrat und Ephesus”, ZPE 108 (1995), σελ. 77-85. 12. Τα θεμέλια των πεσσών συνδέονταν με ισχυρούς τοίχους. Αναλυτικά για την κατασκευή της θεμελίωσης βλ. Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II, Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995), σελ. 27. 13. Οι αρχιτέκτονες του μνημείου είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι η περιοχή ήταν προσχωσιγενής και μάλιστα ότι το έδαφος είχε σταθεροποιηθεί περίπου 300 χρόνια πριν από την ανοικοδόμηση της στοάς. Για το λόγο αυτό ακολούθησαν την ευρύτερα γνωστή πρακτική της κατασκευής θεμελίων διαστάσεων μεγαλύτερων από το κανονικό, που προσέδιδε, όπως πίστευαν, μεγαλύτερη σταθερότητα σε ασταθή εδάφη. Αναλυτικά βλ. Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II, Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995), σελ. 26-28. 14. Οι αμαξιτοί δρόμοι που διέρχονταν κατά μήκος της στοάς πλακοστρώθηκαν το 2ο/3ο αι. μ.Χ. Βλ. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 62. 15. Βλ. Knibbe, D. – Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca Ι (BerMatÖAI 3, Wien 1993), σελ. 47-50. Εκεί επισημαίνεται ότι το πλησιέστερο παράδειγμα αντίστοιχης στοάς, ιδιαίτερα ως προς τη στέγαση, είναι αυτό της via tecta στην Πέργαμο, που συνέδεε την πόλη με το Ασκληπιείο. 16. Για το μήκος της Ανόδου και της Καθόδου καθώς και για το συνολικό αριθμό των πεσσών της στοάς βλ. Knibbe, D. – Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca Ι (BerMatÖAI 3, Wien 1993), σελ. 26. 17. Αναλυτικά για τις ταφές και τα ταφικά μνημεία που βρέθηκαν στο χώρο βλ. Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II, Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995), σελ. 33-83. 18. Keil, J., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, Öjh 26 (1930), Beiblatt, σελ. 7-18· Knibbe, D. – Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca Ι (BerMatÖAI 3, Wien 1993), σελ. 22-25, 43-46. 19. Αναλυτικά βλ. Knibbe, D. – Pietsch, W., “Via Sacra – Damianosstoa”, στο Karwiese, S. κ.ά., “Grabungen im Ephesos, 1993”, Öjh 63 (1994), σελ. 18-19· Knibbe, D. – Thur, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II, Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995), σελ. 42-46· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 58, 62. |