1. Ταυτότητα του μνημείου
Το λουτρό Ι 12 Α της Αντιόχειας επί Κράγω στην Κιλικία βρίσκεται στα ανατολικά ενός φαραγγιού, το οποίο αναπτύσσεται κατά τον άξονα βορρά-νότου και συναντά στο νότιο άκρο του τη θάλασσα. Τα πιο κοντινά σε αυτό κτίσματα, από την ανατολική πλευρά του φαραγγιού, είναι ένας ναός στα βορειοανατολικά, το μνημείο Ι 14 C, και το στάδιο Ι 10 στα νοτιοανατολικά. Το λουτρό, συνολικών διαστάσεων 450 τ.μ., δεν σώζεται σε καλή κατάσταση και οι ανασκαφικές εργασίες στο χώρο δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Χρονολογείται κατά προσέγγιση στον 3ο ή 4ο αιώνα.
2. Γενικές εκτιμήσεις
Κατά τον Yegül, στην Υστερορωμαϊκή περίοδο μια ομάδα λουτρών των μικρών επαρχιακών πόλεων της Κιλικίας και της ανατολικής Παμφυλίας εμφανίζει παρόμοια γενικά χαρακτηριστικά στην οργάνωση της κάτοψης, με την ασυμμετρική διάταξη μικρών και μεσαίων δωματίων, και στη μορφολογία της όψης, με την απόληξη κάποιων από τους εξωτερικούς τοίχους των κτηρίων.1 Το λουτρό Ι 12 Α ανήκει στην τοπική κατηγορία, αλλά επίσης παρουσιάζει μια ιδιαίτερη παραλλαγή: τον τύπο ή «κεντρικό», όπου στο μέσο δεσπόζει μία κεντρική μεγάλη αίθουσα και γύρω της τα υπόλοιπα μικρότερα δωμάτια, όπως και τα λουτρά ΙΙ 7 Α του Ανεμουρίου και ΙΙ 1 Α της Σύεδρας στην Παμφυλία.
Πιο συγκεκριμένα, στην κατηγορία με αίθουσα, τα λουτρά της Αντιόχειας επί Κράγω και της Σύεδρας ξεχωρίζουν, επειδή παρουσιάζουν έντονες ομοιότητες στις διαστάσεις και στη διάταξη των διαφορετικών δωματίων. Η Rosenbaum θεωρεί ότι η κάτοψη της Αντιόχειας επί Κράγω χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για το πιο πρόσφατο λουτρό της Σύεδρας.2 Ως προς τη χρήση των χώρων οι απόψεις των μελετητών διίστανται. Ο Yegül θεωρεί τη μεγάλη κεντρική αίθουσα Α χώρο για κοινωνικές ή περιορισμένες αθλητικές δραστηριότητες.3 Κατά τη Nielsen, ο αρχιτεκτονικός τύπος με αίθουσα περιλαμβάνει μία κεντρική ψυχρή αίθουσα, στη μια πλευρά της οποίας τοποθετούνται τα θερμαινόμενα δωμάτια, συνήθως το που διακρίνεται για την απόληξή του σε αψίδα, ενώ στην άλλη οργανώνονται οι χώροι για κοινωνική χρήση.4
3. Αρχιτεκτονική περιγραφή του λουτρού Ι 12 Α
3.1. Η κεντρική αίθουσα
Η κάτοψη του λουτρού Ι 12 Α της Αντιόχειας επί Κράγου οργανώνεται γύρω από μία επιμήκη κεντρική αίθουσα μεγάλων διαστάσεων5 (δωμάτιο Α), η οποία δίνει πρόσβαση, μέσω συνήθως ανοιγμάτων, στα θερμαινόμενα και τα του λουτρού. Ο βόρειος τοίχος της αίθουσας αυτής περιλαμβάνει τρεις ορθογωνικής κάτοψης και ο νότιος ένα άνοιγμα μικρών διαστάσεων κοντά στην είσοδο, που οδηγούσε στα νότια δωμάτια του λουτρού. Η κεντρική αίθουσα στεγάζεται με ημικυλινδρικό θόλο (καμάρα). Τα δωμάτια που αναπτύσσονται στη βόρεια και τη νότια πλευρά της καλύπτονται από καμάρες κάθετες σε αυτή της κεντρικής αίθουσας. Η είσοδος στην κεντρική αίθουσα πραγματοποιείται από το μέσο της ανατολικής πλευράς της. Ο επισκέπτης τη συναντά αφού προηγουμένως διασχίσει τον προθάλαμο, ένα μακρόστενο χώρο (δωμάτιο G) που αναπτύσσεται κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του κτηρίου.
3.2. Οι αίθουσες πέριξ της κεντρικής
Στη βόρεια πλευρά της αίθουσας Α τρία τοξωτά ανοίγματα οδηγούν σε τρία καμαροσκέπαστα δωμάτια (B, C και D). Το πρώτο δωμάτιο από την είσοδο (Β), με σχεδόν τετραγωνική κάτοψη, φωτίζεται από ένα τοξοειδές παράθυρο στο βόρειο τοίχο του. Το επόμενο δωμάτιο (C), με ορθογωνική κάτοψη, φωτίζεται επίσης από ένα παράθυρο ανοιγμένο στο βόρειο τοίχο του, κάτω από το οποίο διαμορφώνονται τρεις εσοχές, μία κεντρική, ημικυκλική, και δύο πλάγιες, ορθογώνιες. Ο ανατολικός και ο δυτικός τοίχος του δωματίου περιλαμβάνουν από μία ημικυκλική κόγχη. Προς βορρά το λουτρό απολήγει σε έναν προεξέχοντα τετράγωνο χώρο (δωμάτιο F), που βρίσκεται πίσω από το δωμάτιο C και είναι κτισμένος σε επαφή με το φαράγγι, καθώς ο βόρειος τοίχος του αποτελείται από τον ίδιο το βράχο του φαραγγιού. Προς δυτικά μία καμάρα χωρίζει το δυτικό μέρος της αίθουσας Α από τον υπόλοιπο χώρο. Επειδή στο λουτρό της Σύεδρας η αντίστοιχη καμάρα δημιουργεί πέρασμα προς μια δεξαμενή είναι βάσιμη η υπόθεση ότι αυτή η αρχιτεκτονική διάταξη στην Αντιόχεια είχε ανάλογη λειτουργία. Προς νότο μία άλλη αψιδωτή προεξοχή (χώρος Η) μορφοποιεί το νότιο εξωτερικό τοίχο του λουτρού, πάνω στον οποίο εμφανίζονται ένα μικρό θραύσμα τοιχογραφίας, κοντά στην αψίδα, και η απόληξη ενός πήλινου αγωγού.
Ο αγωγός αυτός, εξυπηρετώντας τις αποχετευτικές ανάγκες του κτηρίου, διατρέχει μία τάφρο σε βάθος 3 μ., η οποία ξεκινά βόρεια του δωματίου D, μέσα στο φαράγγι, και διασχίζει το κτήριο μέχρι τη νότια αψιδωτή του προεξοχή. Στο νότιο τμήμα του λουτρού και μεταξύ του νότιου εξωτερικού του τοίχου και της κεντρικής αίθουσας υπήρχε υπόγειος διάδρομος ο οποίος λειτούργησε ως σύστημα θέρμανσης των . Το γεγονός ότι η αψίδα (χώρος Η) δεν επικοινωνούσε κατευθείαν με την κεντρική αίθουσα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε ιδιαίτερη χρήση, η δε εγγύτητα με τον υπόγειο διάδρομο αποτελεί ένδειξη για την ενδεχόμενη λειτουργία του χώρου αυτού ως caldarium.6
3.3. Η κατασκευή
Ως προς τους τρόπους δομής και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του λουτρού Ι 12 Α της Αντιόχειας επί Κράγω παρατηρείται επιμελημένη κατασκευή των θεμελίων από λαξευτή πέτρα (σχιστόλιθο), ενώ οι τοίχοι της βόρειας πτέρυγας υιοθετούν την ίδια τοιχοποιία με την προσθήκη κάποιων τούβλων. Ο του δωματίου C είναι εξολοκλήρου κατασκευασμένος από ασβεστόλιθο. Το εσωτερικό κονίαμα που σώζεται στις εσοχές των δωματίων A και C παρουσιάζει λεπτόκοκκη επιφάνεια και περιέχει κεραμόσκονη. Ανάλογη σύνθεση έχει και το εξωτερικό κονίαμα.7 |
1. Yegül, F., Baths and Bathing in Classical Antiquity (New York 1992), σελ. 301: Λουτρά με αντίστοιχα χαρακτηριστικά απαντούν στο Ανεμούριο, στην Ιοτάπη και στη Σύεδρα. 2. Rosenbaum, E. – Huber, G. – Onurkan, S., A Survey of Coastal Cities in Western Cilicia (TTKY VI/8, Ankara 1967), σελ. 4. 3. Yegül, F., Baths and Bathing in Classical Antiquity (New York 1992), σελ. 304. 4. Nielsen, I., Thermae et Balnea. The Architecture and Cultural History of Roman Public Baths (Aarhus 1990), σελ. 114, σημ. 139. 5. Η αίθουσα έχει μήκος 19,50 μ. και πλάτος 4,90 μ. 6. Rosenbaum, E. – Huber, G. – Onurkan, S., A Survey of Coastal Cities in Western Cilicia (TTKY VI/8, Ankara 1967), σελ. 47: ίδιες διατάξεις παρατηρούνται στο λουτρό της Συέδρας και του Ανεμουρίου. 7. Rosenbaum, E. – Huber, G. – Onurkan, S., A Survey of Coastal Cities in Western Cilicia (TTKY VI/8, Ankara 1967), σελ. 26-27. |