1. Η χρονολόγηση της ελληνιστικής κοροπλαστικής είναι πολλές φορές προβληματική. Τα περισσότερα ειδώλια προέρχονται από λαθρανασκαφές. Ακόμα και αυτά που βρέθηκαν σε επίσημες ανασκαφές εντοπίζονται συνήθως σε τάφους όπου απουσιάζουν τα κεραμικά ευρήματα, κάνοντας δύσκολη τη χρονολόγηση. Επιπλέον, οι τυχόν ομοιότητες με έργα της μεγάλης πλαστικής δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο χρονολόγησης. Για μια εκτενή συζήτηση σχετικά με το ζήτημα της χρονολόγησης της ελληνιστικής κοροπλαστικής βλ. Higgins, R.A., Greek Terracottas (London 1967), σελ. 95-96. 2. Έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι τα πρότυπα του ρυθμού πρέπει να αναζητηθούν στα έργα της μεγάλης πλαστικής. Μία ανάγλυφη ταφική στήλη που βρέθηκε στην Αθήνα και χρονολογείται γύρω στο 320 π.Χ. παρουσιάζει μεγάλη τεχνοτροπική ομοιότητα με τις πήλινες Ταναγραίες. 3. Στην Αίγυπτο συνέχισαν να φτιάχνουν έργα καλής ποιότητας και στην ύστερη αυτή περίοδο. 4. Βλ. Mrogenda, M., Die Terrakottafiguren von Myrina (Frankfurt 1996), σελ. 107 κ.ε. 5. Η σύνδεση αναθέτη και ειδωλίου λειτουργούσε μόνο σε συμβολικό επίπεδο, αφού το ειδώλιο δεν αποτελούσε ομοίωμα του προσώπου που το αφιέρωνε. Τις περισσότερες φορές δε γνωρίζουμε ούτε το φύλο ούτε την ηλικία των αναθετών. 6. Βλ. Wiegand, T. – Schrader, H., Priene. Ergebnisse der Ausgrabungen und Untersuchungen in den Jahren 1895-1898 (Berlin 1904), σελ. 330-66· Lang-Auinger, C., “Masken aus Ton und Masken in der Wandmalerei- eine Gegenüberstellung”, ÖJh 67 (1998), σελ. 117-31. 7. Με τον τρόπο αυτό ερμηνεύονται οι θεατρικές μάσκες στην Οικία 1 της Εφέσου και στην οικία κοντά στο θέατρο της Πριήνης. Οι θεατρικές μάσκες που ήταν ταφικά κτερίσματα θεωρούνται σύμβολα της αγάπης του νεκρού για το θέατρο, ή έχουν κάποια σχέση με τη λατρεία του Διονύσου. 8. Τα φυσιοκρατικότερα από τα ειδώλια αυτά παρέχουν σχετικά ασφαλείς πληροφορίες για την ενδυμασία και τις κομμώσεις της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, είναι προτιμότερο να αναζητά κανείς τα πρότυπά τους στα έργα της μεγάλης πλαστικής παρά στη σύγχρονη ζωή. 9. Τέτοια αρχέτυπα ήταν χειροποίητα από πηλό ή κερί , ή ακόμη και ειδώλια, πήλινα, χάλκινα ή ξύλινα. Για να πλάσσουν τη μήτρα πίεζαν και στερέωναν στην εμπρόσθια όψη του αρχετύπου λωρίδες υγρού πηλού τη μια πάνω στην άλλη, μέχρι να φθάσουν στο επιθυμητό πάχος και τις άφηναν να στεγνώσουν. Όταν ο πηλός έφθανε στην κατάσταση κατά την οποία αποκτούσε τη σκληρότητα δέρματος, τον αποσπούσαν από το αρχέτυπο με ένα ειδικό εργαλείο και τον έψηναν. Μετά την όπτηση η μήτρα ήταν έτοιμη για να χρησιμοποιηθεί. Τότε τοποθετούσαν στο κοίλο τμήμα της εμπρόσθιας όψης της ισοπαχείς λωρίδες πηλού και έκλειναν την οπίσθια όψη με ξεχωριστή λωρίδα πηλού που την άφηναν ακατέργαστη. Τα δύο αυτά τμήματα ενώνονταν μεταξύ τους με αραιωμένο πηλό. Στη συνέχεια, άφηναν τον πηλό για να εξατμιστεί η υγρασία του και κατόπιν απομάκρυναν με προσοχή το έτοιμο πια ειδώλιο.
10. Για τον ίδιο λόγο άφηναν και οπές στο πίσω τμήμα. Από το 2ο αι. π.Χ. και εξής χρησιμοποιούσαν γύψινες μήτρες στην Αθήνα, την Αίγυπτο κ.α. Η χρήση της τεχνικής αυτής στη Μικρά Ασία ήταν περιορισμένη. Βλ. για παράδειγμα, Burn, L. – Higgins, R.A., Catalogue of Greek Terracottas in the British Museum III (London 2001), αρ. κατ. 2271, 2494. 11. Στη Σμύρνη έχουν εντοπιστεί ειδώλια που τα κεφάλια τους κατασκευάστηκαν με τρεις μήτρες. 12. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες κοροπλάστες έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης για πολλούς μελετητές. Για μια εμπεριστατωμένη αναφορά βλ. Burn, L. – Higgins, R.A., Catalogue of Greek Terracottas in the British Museum III (London 2001), σελ. 18-20, σημ. 12. 13. Προγενέστερα, ένας αριθμός ειδωλίων είχε εντοπιστεί από το Frank Calvert στα μέσα του 19ου αι. και από τον Heinrich Schliemann στα χρόνια 1870-94. 14. Ο τύπος αυτός της Αφροδίτης είναι ιδιαίτερα συχνός στα ανατολικά εργαστήρια κοροπλαστικής της Ελληνιστικής περιόδου. 15. Τα καλύτερα δείγματα τα μοιράζονται σήμερα το Μουσείο του Λούβρου, το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης, το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο Περγάμου και Σμύρνης. Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη του 19ου αι. ανεσκάφησαν περίπου 5.000 τάφοι στη Μύρινα. 16. Για παράδειγμα, μερικά περγαμηνά ειδώλια μοιάζουν τεχνοτροπικά με αυτά της Μύρινας, αλλά το νεκροταφείο του Περγάμου, που θα μπορούσε να δώσει εξαιρετικά δείγματα, δεν έχει ανασκαφεί. 17. Η πόλη βρέθηκε υπό τον έλεγχο του Περγάμου το 262 π.Χ. 18. Οι Έρωτες αποτελούν τον πιο δημοφιλή θεματικό τύπο στη Μύρινα. Έως το 200 π.Χ. αναπαρίστανται σε παιδική ηλικία, ενώ οι μεταγενέστερες εκδοχές κυμαίνονται από την παιδική ηλικία μέχρι την πρώτη νεότητα. Για μια παράθεση μερικών χαρακτηριστικών παραλλαγών του θέματος βλ. Higgins, R.A, Greek Terracottas (London 1967), πίν. 55. 19. Αυτά χαράσσονται στο αρχέτυπο, στη μήτρα ή και στο ίδιο το ειδώλιο. Όταν η υπογραφή είναι πλήρης, αποδίδεται σε γενική πτώση, ενώ απαντούν συντομογραφίες και μονογράμματα. 20. Βλ. σχετικά Besques, S., “Une Aphrodite au collier de Myrina, signe par Menophilos”, AK 26 (1983), σελ. 22-30. 21. Η παλιά πόλη καταστράφηκε το 627 π.Χ. και δεν επανιδρύθηκε στην ίδια θέση. 22. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς κάνουν λόγο για το μεγαλείο και την ομορφιά της πόλης. Ο Στράβων τη μνημονεύει ως τη σημαντικότερη πόλη της Ιωνίας. Βλ. Στράβ. 14.646. 23. Το γεγονός ότι τα ειδώλια αυτά βρέθηκαν σε σπίτια και όχι σε τάφους, όπως για παράδειγμα στη Μύρινα, δικαιολογεί την κακή διατήρησή τους. Προκαλεί έκπληξη παρ’ όλα αυτά η μεγάλη αναλογία των σωζόμενων κεφαλών σε σχέση με τους κορμούς που διαθέτουν τα μουσεία και οι συλλέκτες. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι λαθρανασκαφείς έβρισκαν τα περισσότερα ειδώλια σε θραύσματα και προτιμούσαν να συλλέγουν τα κεφάλια καταστρέφοντας πολλές φορές τους κορμούς, θεωρώντας ότι δε θα τους απέφεραν τα αναμενόμενα κέρδη. 24. Πολύ συχνά ο πηλός έχει γκριζωπό πυρήνα. 25. Ένα ειδώλιο από τη Σμύρνη στο Βρετανικό Μουσείο διασώζει υπογραφή κοροπλάστη με το όνομα «Mάσιμος», που θεωρείται άλλη απόδοση του «Μάξιμος». 26. Οι ερευνητές αναγνωρίζουν σαφείς επιρροές της μεγάλης πλαστικής στα ειδώλια που αναπαριστούν θεότητες. Εκτός από τον ιδιαίτερα αγαπητό τύπο του Ηρακλή, απαντούν οι τύποι του Δία, του Ερμή, του Διονύσου, του Απόλλωνα, του Άρη, αλλά και σάτυροι και η Άρτεμις Εφεσία. 27. Ελάχιστα είναι τα ακέραια δείγματα αυτού του τύπου. Θεωρείται ότι κάποια από αυτά αναπαριστούσαν την Αφροδίτη. Στην πόλη βρέθηκαν μήτρες που αποδεικνύουν την προτίμηση στον τύπο της «Ταναγραίας». 28. Οι μορφές αυτές παρουσιάζονται συχνά να χορεύουν ή να υποκρίνονται. Ήταν πιθανότατα επαίτες οι οποίοι τριγυρνούσαν στους δρόμους επιδεικνύοντας τα σωματικά τους ελαττώματα για να αποκομίζουν τα προς το ζην. Έχουν ερμηνευτεί και ως πιστοί που συμμετείχαν σε θρησκευτικές τελετές, ή απλώς κωμικοί ηθοποιοί. 29. Η διάκριση των πηλών των δύο εργαστηρίων δεν είναι πάντοτε εύκολη. Έτσι, μερικά ειδώλια που βρέθηκαν στη Μύρινα ίσως κατασκευάστηκαν στο Πέργαμον. 30. Βλ. Wood, J.T., Discoveries at Ephesus (London 1877), όπου οι αναφορές στην κοροπλαστική είναι ελάχιστες. 31. Βλ. Higgins, R.A, Greek Terracottas (London 1967), πίν. 58Ε. 32. Η χρονολόγηση των ειδωλίων από το ναό της Αθηνάς είναι προβληματική. Ο ναός άρχισε να χτίζεται γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ενώ ο μεγάλος βωμός παρέμενε ημιτελής έως τα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς ανατέθηκε στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. 33. Σύμφωνα με άλλη άποψη, τα ορύγματα αυτά αντικατέστησαν το θησαυροφυλάκιο του ιερού, το οποίο είχε καταστραφεί από σεισμό. 34. Για μια συζήτηση σχετικά με τη χρήση τους στις τελετουργικές πρακτικές βλ. Burn, L.,“Sculpture in terracotta from Cnidus and Halicarnassus”, στο Jenkis, I. – Waywell, G.B. (επιμ.), Sculptors and Sculpture of Caria and the Dodecanese (London 1997), σελ. 87.
35. Burn, L.,“Sculpture in terracotta from Cnidus and Halicarnassus”, στο Jenkis, I. – Waywell, G.B. (επιμ.), Sculptors and Sculpture of Caria and the Dodecanese (London 1997), σελ. 84-90. |