1. Θέση
Στο μέσο περίπου της νότιας πλευρά της Οδού των Κουρήτων, και προσανατολισμένο προς αυτή, βρίσκεται ένα μικρό κτήριο με εντυπωσιακή διακόσμηση. Το οικοδόμημα αναπτύσσεται μπροστά από το συγκρότημα των Θερμών του Βαρίου (P. Quintilius Valens Varius) και της Σχολαστικίας, σε ιδιαίτερα προβαλλόμενη θέση μεταξύ τιμητικών και ταφικών μνημείων σημαινόντων προσώπων.1
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή και διακόσμηση Το κτήριο αποτελεί ένα από από τα αντιπροσωπευτικότερα επαρχιακά αδριάνεια μνημεία. Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων ναόμορφο οικοδόμημα επιμελημένης κατασκευής με πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο. Τέσσερις στύλοι στην πρόσοψη του οικοδομήματος –δύο κορινθιακοί κίονες και δύο πεσσοί στις άκρες– στηρίζουν τον πλούσια διακοσμημένο . Ιδιαίτερα εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό στοιχείο της σύνθεσης αποτελεί το που φέρουν οι δύο κίονες, το οποίο εγγράφεται σε ένα και τονίζει την είσοδο του . Ο μορφολογικός αυτός συνδυασμός τόξου και αετώματος2 κατάγεται από την Εγγύς Ανατολή και αναπροκρίνεται απόλυτα στον έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, με αποτέλεσμα να γίνει ιδιαίτερα αγαπητό μοτίβο στα οικοδομήματα των Όψιμων Αυτοκρατορικών χρόνων.
Το μέτωπο του τόξου διαμορφώνεται κατά ανάλογο τρόπο με το μέτωπο του και της και φέρει πλούσια διακόσμηση με ομόκεντρες , , και φυτικά μοτίβα. Τον κορυφαίο θολίτη () του τόξου κοσμεί η προτομή της Τύχης της πόλης, που φορά πυργωτό στέμμα στο κεφάλι, δηλαδή στέμμα που αποδίδει τείχη πόλης με πύργους. Ένα θυραίο άνοιγμα διαμορφώνεται στο πρόναο πίσω από το εξωτερικό τόξο, το οποίο επιστέφεται από τοξωτού σχήματος διακοσμητικό ανάγλυφο, όπου παριστάνεται μια γυναικεία μορφή να αναδύεται μέσα από φύλλα και βλαστούς. Το θυραίο άνοιγμα οδηγεί στο εσωτερικό του μνημείου. Ο (cella) είχε διαστάσεις 7,50 μ. πλάτος και 5 μ. μήκος και καλυπτόταν από θολωτή στέγη.3 Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ζωφόρος που κοσμεί τον πρόναο. Αποτελείται από τέσσερις μαρμάρινες πλάκες με την εξής θεματολογία: Στην πρώτη ανάγλυφη πλάκα εικονίζονται στα αριστερά μια ανδρική μορφή, που πιθανόν να παρίστανε το Δία, δίπλα του μια γυναικεία μορφή, πιθανότατα Νύμφη, και στη συνέχεια ένας πολεμιστής, ο οποίoς ταυτίζεται με το μυθικό ιδρυτή της πόλης, τον Άνδροκλο.4 Στο κέντρο του αναγλύφου εικονίζεται ένας ιππέας που επιτίθεται σε αγριόχοιρο. Είναι φανερό ότι η σκηνή αποτυπώνει τον ιδρυτικό μύθο της πόλης και το κυνήγι του αγριόχοιρου από τον Άνδροκλο.5 Κάτω από τη μορφή του ζώου παριστάνεται ένας πεσμένος πολεμιστής, ενώ είναι πιθανό το ανάγλυφο να συμπληρωνόταν από σκηνή μάχης.6 Στη δεύτερη ανάγλυφη πλάκα εικονίζεται στο κέντρο ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας να θυσιάζει μπροστά σε ένα βωμό διακοσμημένο με γιρλάντες. Ο αυτοκράτορας με επίσημη στρατιωτική ενδυμασία tunica και paludamentum, δηλαδή χιτώνα και στρατιωτική χλαμύδα, στεφανώνεται από μια Νίκη. Δυο ανδρικές μορφές αριστερά από τη Νίκη συμπληρώνουν την παράσταση· πιθανότατα πρόκειται για προσωποποιημένες μορφές.7 Στα δεξιά του βωμού παριστάνονται μια ανδρική μορφή, ίσως ο Θησέας, και στη συνέχεια ο Ηρακλής, ενώ τρεις Αμαζόνες και μια τέταρτη γονατιστή, προσπαθούν να απομακρυνθούν από τον Ηρακλή. Η παράσταση αποδίδει τη θυσία έπειτα από κάποιο στρατιωτικό θρίαμβο. Η σκηνή της θυσίας ερμηνεύτηκε ότι προβάλλει την Pietas (Ευσέβεια) του αυτοκράτορα, του οποίου η ταυτότητα δεν είναι αναγνωρίσιμη, προς την Άρτεμη Εφεσία ενώπιον των δύο Ελλήνων ηρώων, που σύμφωνα με τη μυθική παράδοση διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά την ίδρυση της Εφέσου.8 Στην επόμενη πλάκα τρεις γυναικείες μορφές, που έχουν ερμηνευτεί ως Αμαζόνες, εικονίζονται μετωπικά. Το ανάγλυφο συμπληρώνει ο διονυσιακός θίασος. Ο Δίονυσος εικονίζεται στο κέντρο του αναγλύφου να αγκαλιάζει ένα σάτυρο, στα δεξιά του ο Παν με θύρσο, ακολουθεί μια μορφή καθισμένη πάνω σε έναν ελέφαντα και μια Μαινάδα σε χορευτική κίνηση να χτυπά κύμβαλα.9 Στο τέταρτο ανάγλυφο παριστάνονται οι θεοί· συγκεκριμένα από τα αριστερά προς δεξιά εικονίζονται πιθανότατα η Ρώμη, η Σελήνη, ο Ήλιος, ο Απόλλωνας, η Άρτεμη, ο Ηρακλής, ο Διόνυσος, ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Άρης και η Αθηνά.10 Το εικονογραφικό πρόγραμμα της ζωφόρου αντλείται θεματολογικά από την ιστορία της πόλης και είναι προφανές ότι το ιδεολογικό περιεχόμενο των αφηγηματικών σκηνών στοχεύει στην προβολή και διαιώνιση της ιστορικής σημασίας της Εφέσου.11 Οι ερευνητές συμφωνούν ότι η ζωφόρος δεν κατασκευάστηκε ταυτόχρονα με το μνημείο, αλλά ως προς την ακριβή χρονολόγησή της έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις.12 Με βάση τεχνοτροπικά και εικονογραφικά κριτήρια, οι ανάγλυφες πλάκες τοποθετούνται στο β΄ μισό του 4ου αιώνα,13 ενώ κατά άλλη άποψη προτάθηκε η χρονολόγησή τους στην περίοδο της Τετραρχίας (284-312).14 Το οικοδόμημα υπέστη ζημιές πιθανόν μετά το 262 λόγω σεισμού, αναστηλώθηκε όμως εκ νέου, περίπου τριάντα με σαράντα χρόνια αργότερα. Τότε, ανάμεσαστα 293 με 302, τοποθετήθηκαν στην πρόσοψη του μνημείου τα βάθρα με τα αγάλματα των Τετραρχών. Σήμερα διατηρούνται τα βάθρα των αγαλμάτων του Διοκλητιανού, του Κωνστάντιου του Χλωρού και του Γαλερίου, ενώ το άγαλμα του Μαξιμιανού αντικαταστάθηκε στα χρόνια του Θεοδοσίου Α΄ (379-395) από εκείνο που απεικόνιζε τον πατέρα του αυτοκράτορα, Θεοδόσιο τον Πρεσβύτερο.15
3. Ταύτιση και χρονολόγηση
Σύμφωνα με επιγραφή χαραγμένη στο επιστύλιο του μνημείου επρόκειτο για ναό που αφιερώθηκε από τον Πόπλιο Κυιντίλιο Βάριο(P. Quintilius ValensVarius), στην Άρτεμη Εφεσία, τον αυτοκράτορα Αδριανό και το δήμο των Εφεσίων επί ανθυπάτου Σέρβαιου Ιννόκεντου (Servaeus Innocens) και ασιάρχου Πόπλιου Βήδιου Αντωνίνου (P. Vedius Antoninus).16 Η μαρτυρία της επιγραφής υπήρξε πολύτιμη για τη χρονολόγηση του μνημείου, το οποίο τοποθετήθηκε στην περίοδο του Αδριανού (117-138),17 κάποια ζητήματα όμως, όπως η ταυτότητα των αναφερόμενων προσώπων,18 και η χρήση του οικοδομήματος τέθηκαν υπό συζήτηση. Αρχικά το κτήριο ταυτίστηκε με ναό αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Αδριανό και συνδέθηκε με την παραχώρηση της δεύτερης νεωκορίας στην πόλη, ενώ η ανέγερσή του τοποθετήθηκε μετά το 132.19 Η θέση, η αρχιτεκτονική μορφή, το μέγεθος, ο γλυπτός διάκοσμος καθώς και το σύνολο των αρχαιολογικών δεδομένων αποκλείουν ωστόσο την ταύτιση του κτηρίου με επίσημο ναό αυτοκρατορικής λατρείας.20 Από την άλλη υποστηρίχθηκε ότι ο ναός οικοδομήθηκε από τα αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκαν σε από το ιερό συγκρότημα του Ολυμπιείου, άποψη που όμως χαρακτηρίστηκε τελείως υποθετική και αβάσιμη.21 Διαφορετική ερμηνεία δόθηκε πρόσφατα, σύμφωνα με την οποία το μνημείο αναγνωρίστηκε ως ηρώο αφιερωμένο στο νέο ιδρυτή, «κτίστη» της πόλης, τον Αδριανό, το οποίο φιλοξένησε και τη λατρεία του θεοποιημένου Αντίνοου, του νεαρού ευνοούμενου του αυτοκράτορα, ο οποίος λατρεύτηκε ως νέος Άνδροκλος.22
4. Ιστορία της έρευνας και σημερινή κατάσταση Τα ερείπια του μνημείου ήρθαν στο φως το 1956, στο πλαίσιο των ανασκαφικών ερευνών του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου23 και η αναστήλωσή του πραγματοποιήθηκε άμεσα κατά τα έτη 1957-1958 υπό την εποπτεία του αρχαιολόγου F. Miltner και του αρχιτέκτονα Κ.Η. Göschl και με τη συμμετοχή των μελετητών G. Eisner, W. Mach, P. Gangl, G. Miltner και W. Göschl. Η πρόσοψη του μνημείου αποκαταστάθηκε από τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη, ταυτόχρονα όμως έγιναν και κάποιες συμπληρώσεις με σύχρονο οικοδομικό υλικό, με σκοπό να αποδοθεί πληρέστερα η ακριβής εικόνα του οικοδομήματος. Σήμερα ο λεγόμενος ναός του Αδριανού, όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται στη σύγχρονη βιβλιογραφία, θεωρείται όχι μόνο ένα από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία της αρχαίας μητρόπολης μαζί με το Αρτεμίσιο και τη Βιβλιοθήκη του Κέλσου, αλλά και ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Μικράς Ασίας κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας.24 |
1. Αναφερόμαστε σε μνημεία όπως το Νυμφαίο του Πολλίωνος, το Μνημείο του Μέμμιου, το Οκτάγωνο, το Ηρώο του Ανδρόκλου, το λεγόμενο Εξάγωνο και τη Βιβλιοθήκη του Κέλσου, που ιδρύθηκαν επί της Οδού των Κουρητών. Η συγκεκριμένη οδός, εκτός από τμήμα της πομπικής Ιεράς Οδού, αποτέλεσε κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους πεδίο ανταγωνισμού για την ελίτ της πόλης. Βλ. Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse”, στο Friesinger, H. — Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 447. 2. Πρόκειται για αέτωμα με τοξωτή βάση ή αέτωμα συριακό, βλ. Ginouves, R., Dictionnaire Methodique de l’Architecture Grecque et Romaine (Roma 1992), σελ. 128, πίν. 66.5-6. Ειδικότερα για το συριακό αέτωμα του μνημείου της Εφέσου βλ. Lyttelton, M., Baroque Architecture in Classical Antiquity (London 1974), σελ. 260-261· Lyttelton, M., “The Design and Planning of Temples in Asia Minor in the Roman Imperial Period”, στο Macready, S. – Thompson, F.H. (επιμ.), Roman Architecture in the Greek World (London 1987), σελ. 39· Ward-Perkins, J.B., Roman Imperial Architecture (London 1981), σελ. 282-283. 3. Ramage, N.H. – Ramage, A., Ρωμαϊκή Τέχνη (μτφρ. Ιωακειμίδου, Χ., επιμ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Θ.) (Θεσσαλονίκη 2000)· Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 444· Alzinger, W., Die Ruinen von Ephesos (Wien 1972), σελ. 69· Lyttelton, M., Baroque Architecture in Classical Antiquity (London 1974), σελ. 260-261. 4. Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), σελ. 270-271. Αντίθετα άλλοι μελετητές δεν πείθονται με την ερμηνεία των επιμέρους μορφών, βλ. Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 34-37. 5. Ο αγριόχοιρος παίζει σημαντικό ρόλο στο μύθο της ίδρυσης της Εφέσου, αφού σύμφωνα με χρησμό η νέα πόλη έπρεπε να ιδρυθεί «εκεί που ένα ψάρι θα πεταχτεί στον αέρα και ένας χοίρος θα σκοτωθεί». Τυχαία, ο Άνδροκλος με τους συντρόφους του οδηγήθηκε στην τοποθεσία που αργότερα ιδρύθηκε η Έφεσος και ενώ κατέλυσαν και έψηναν ψάρια, κάποιο τινάχτηκε από τη φωτιά και σκόρπισαν κάρβουνα παντού, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει πυρκαγιά στην τοποθεσία. Αυτό ανησύχησε τα ζώα του δάσους και ένας αγριόχοιρος έτρεξε κατά το λόφο. Ο Άνδροκλος κατά την παράδοση τον ακολούθησε και τον σκότωσε, εκπληρώνοντας την προφητεία. Στο λόφο, έχτισε αργότερα και την πόλη της Εφέσου. 6. Για αναλυτική περιγραφή της παράστασης της πρώτης ανάγλυφης πλάκας βλ. Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 24-28. 7. Μία από τις μορφές ταυτίζεται με το πνεύμα του Bonus Eventus (Καλή Επιτυχία), που παραπέμπει στη Virtus (Ανδρεία) του αυτοκράτορα. Βλ. Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), σελ. 271-272. 8. Βλ. Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), σελ. 271-273. Διαφορετική πρόταση ερμηνείας παρουσιάζεται από το Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 28-29, 37-44, ο οποίος ταυτίζει την κεντρική ανδρική μορφή με το Θησέα, άποψη που όμως έχει αμφισβητηθεί. Βλ. Brenk, B., “Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens”, IstMitt 18 (1968), σελ. 238, σημ. 9. 9. Βλ. Fleischer, R., Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos, στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 29-31, 37-44. Αντίθετα, η N. Saporiti ταυτίζει τις τρεις μορφές στα αριστερά με τους Κουρήτες, ιερείς της Αρτέμιδος Εφεσίας. Μέσα από την αφηγηματική σκηνή ο μελετητής θεώρησε ότι υπονοούνται εορτές που λάμβαναν χώρα στην πόλη προς τιμή της Αρτέμιδος και του Διονύσου. Βλ. Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), σελ. 274-275. 10. Αναλυτικά για την παράσταση και την ερμηνεία της τέταρτης ανάγλυφης πλάκας βλ. Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 31-34, 44-51. 11. Για την ερμηνεία του εικονογραφικού προγράμματος της ζωφόρου βλ. Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 23-71. 12. Αρχικά ο Miltner χρονολόγησε τις ανάγλυφες πλάκες στο α΄ μισό του 3ου αιώνα, βλ. Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, Öjh 44 (1959) Beiblatt, σελ. 264-273· Miltner, F., “Eine Reliefplatte vom Tempel Hadrians in Ephesos”, στο Festschrift zu Ehren Richard Heubergers (Innsbruck 1960), σελ. 93-98. Αξίζει να αναφερθούμε επίσης στην άποψη της N. Saporiti, σύμφωνα με την οποία η ζωφόρος χρονολογείται την περίοδο των Σεβήρων (193-235), και συγκεκριμένα στη β΄ δεκαετία του 3ου αιώνα, και βρέθηκε σε δεύτερη χρήση στο μνημείο της Οδού των Κουρητών. Ο μελετητής υποθέτει ότι οι ανάγλυφες πλάκες προέρχονται από κάποιο ναό αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217) ή στον Ελαγάβαλο (218-222). Βλ. Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), σελ. 275-278. 13. Σύμφωνα με το Fleischer, η ζωφόρος χρονολείται στο γ΄ τέταρτο του 4ου αιώνα και προοριζόταν για κάποιο άγνωστο οικοδόμημα, όμως γύρω στο 383 με 387, στα χρόνια του Θεοδοσίου Α΄ (379-395), τοποθετήθηκε στο λεγόμενο ναό του Αδριανού, βλ. Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 52-71. 14. Εκτενώς για το θέμα βλ. Brenk, B., “Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens”, IstMitt 18 (1968), σελ. 238-258. 15. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 118· Brenk, B., “Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens”, IstMitt 18 (1968), σελ. 250. 16. Börker, C. – Merkelbach, R. – Engelmann, H. – Knibbe, D., Die Inschriften von Ephesos II (Nr. 101-599) (Ι.Κ., Bonn 1979), σελ. 153, αρ. επιγρ. 429. 17. Το μνημείο χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του Αδριανού, συγκεκριμένα γύρω στο 117-118. Επιπλέον, και η αρχιτεκτονική μορφή και οι διακοσμητικές λεπτομέρειες του οικοδομήματος συνηγορούν στη χρονολόγηση του μνημείου στην εποχή του Αδριανού. Βλ. Wörrle, M., “Zur Datierung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse in Ephesos”, AA (1973), σελ. 470-477· Strocka, V.M., “Zur Datierung des Celsusbibliothek”, στο Akurgal, E. (επιμ.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara – Izmir 23.- 30.IX.1973 (Ankara 1978), σελ. 898-899· Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 443-448. 18. Βλ. Engelmann, H., “Der Tempel des Hadrian in Ephesos und der Servaeus Innocens”, ZPE 9 (1972), σελ. 91-96. Αποκατάσταση του γενεαλογικού δένδρου της οικογένειας των Bήδιων Αντωνίνων έχει επιχειρηθεί από τους J. Keil [RE VIII A (1955), στήλη 563, βλ. λ. “Vedius Antoninus”] και Bowie, E.L., “The Vedii Antonini and the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Akurgal, E. (επιμ.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara – Izmir 23.-30.IX.1973 (Ankara 1978), σελ. 867-874 . Για το θέμα αυτό βλ. επίσης Wörrle, M., “Zur Datierung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse in Ephesos”, AA (1973), σελ. 472-477. 19. Βλ. Engelmann, H., “Der Tempel des Hadrian in Ephesos und der Prokonsul Servaeus Innocens”, ZPE 9 (1972), σελ. 91-96. 20. Βλ. Bowie, E.L., “The Temple of Hadrian at Ephesus”, ZPE 8 (1971), σελ. 137-141· Wörrle, M., “Zur Datierung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse in Ephesos”, AA (1973), σελ. 470-477. Πρβλ. επίσης Price, S.E., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), σελ. 149-150, 255-256, όπου εκφράζεται η άποψη ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Αρτέμιδα και τον Αδριανό. 21. Hueber, F., Ephesos, Gebaute Geschichte (Mainz 1997), σελ. 87-88. Η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε: βλ. Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895–1995 (Wien 1999), σελ. 448, σημ. 28. 22. Ως προς την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση βλ. Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 443-448. 23. F. Miltner, "Vorläufiger Berich über die Ausgrabungen in Ephesos", OJH XLVI (1959) σελ. 264 κ.εξ. 24. Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesus, 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Wiemar 1996), σελ. 72. |