Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Έφεσος (Αρχαιότητα), Νυμφαίο Τραϊανού

Συγγραφή : Αριστοδήμου Γεωργία (16/9/2002)

Για παραπομπή: Αριστοδήμου Γεωργία, «Έφεσος (Αρχαιότητα), Νυμφαίο Τραϊανού», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4354>

Έφεσος (Αρχαιότητα), Νυμφαίο Τραϊανού (6/2/2006 v.1) Ephesus (Antiquity), Nymphaeum of Trajan (15/2/2006 v.1) 
 

1. Θέση

O ασίαρχος Τιβέριος Κλαύδιος Αριστίων ανέλαβε τη χρηματοδότηση ενός μνημειώδους νυμφαίου, το οποίο αποτελούσε το μεγαλοπρεπές πέρας του αγωγού που έφερνε νερό στην πόλη της Εφέσου, από ποταμό (σημ. Küçük Menderes) που βρισκόταν σε απόσταση 20 μιλίων. Το νυμφαίο του Τραϊανού (αρ. 38) διακόπτει την κιονοστοιχία της οδού των Κουρητών (αρ. 36) και προεξέχει στο δρόμο. Σύμφωνα με την επιγραφή στη ζωφόρο και το επιστύλιο του κάτω ορόφου του κτηρίου, ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Τραϊανό. Τα εγκαίνιά του έγιναν πριν από το 114 μ.Χ., ενώ επισκευάστηκε στα χρόνια του Θεοδοσίου.

2. Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός

Η πρόσοψη του νυμφαίου ακολουθεί το παράδειγμα των προσόψεων των ρωμαϊκών θεάτρων. Στην κάτοψη έχει σχήμα Π, καθώς έχουν προστεθεί δύο πλευρικές πτέρυγες που προβάλλονται. Στην Έφεσο υπάρχουν άλλα δύο νυμφαία του ίδιου σχήματος. Το ένα είναι το λεγόμενο Υδρεκδοχείο του Γ. Λεκάνιου Βάσσου (C. Laecanius Bassus) (αρ. 29) 1 και το άλλο είναι η κρήνη (αρ. 15) στην πύλη της Μαγνησίας (αρ. 10), ανάθημα επίσης του Τιβέριου Κλαύδιου Αριστίωνος προς τον Τραϊανό.2

Το νυμφαίο διέθετε μια μεγάλη δεξαμενή συγκέντρωσης νερού, ορθογώνιου σχήματος και διαστάσεων 11,90x5,40 μ. Μπροστά από αυτήν είχε τοποθετηθεί μια στενότερη δεξαμενή άντλησης νερού, επίσης ορθογώνιου σχήματος και διαστάσεων 17x0,90 μ. Το σύστημα αυτό των δεξαμενών πλαισιώνεται από τον τοίχο της πρόσοψης, που έχει σχήμα Π, κατά τρόπο παρόμοιο με το νυμφαίο της Μιλήτου.

Ο αγωγός που τροφοδοτούσε τη δεξαμενή συγκέντρωσης νερού είχε απόληξη σε σχήμα μεγάλου κοχυλιού. Το νερό έτρεχε μέσα στη δεξαμενή, η οποία υπερχείλιζε και το νερό έπεφτε στην υποκείμενη δεξαμενή άντλησης νερού που βρισκόταν στο επίπεδο του δρόμου. Η άντληση του νερού από τους κατοίκους της πόλης γινόταν με αγγεία που ήταν αναρτημένα με σκοινιά στο στηθαίο αυτής της δεξαμενής.

Το μνημείο αποτελούνταν από δύο ορόφους συνολικού ύψους 9,50 μ. Το μέγεθός του σε συνδυασμό με τη θλαστή πρόσοψη που δημιουργούσε οριζόντιες υποχωρήσεις και προεξοχές δημιουργούσαν αναμφίβολα ένα εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα. Ο τοίχος της πρόσοψης (μήκους 17 μ.) και των πλευρικών προβολών (μήκους 7,5 μ.) πατούσε επάνω σε ένα συμπαγές και συνεχές πόδιο. Ήταν χτισμένος με το σύστημα τοιχοδομίας opus caementicium και ήταν επενδυμένος με μαρμάρινες πλάκες.

Στον κάτω όροφο παραστάδες διαιρούσαν το κεντρικό μέτωπο της πρόσοψης σε πέντε τμήματα. Μπροστά από τις παραστάδες ήταν τοποθετημένοι κίονες, που πατούσαν πάνω σε βάσεις αττικού-ιωνικού τύπου και επιστέφονταν με κιονόκρανα σύνθετου ρυθμού. Ομοίως σε καθεμιά από τις πλευρικές πτέρυγες ο κάτω όροφος διαιρούνταν σε τρία τμήματα με δύο πεσσούς αντίστοιχους στο ύψος με τους κίονες του κεντρικού τοίχου. Οι πεσσοί πλαισίωναν δύο μικρότερους σε ύψος κίονες, που πατούσαν σε βάθρα. Καθένα από αυτά τα αρχιτεκτονικά στοιχεία ήταν σύνθετου ρυθμού και βρισκόταν μπροστά από μια παραστάδα. Οι δύο κίονες των προβολών και οι αντίστοιχες τους παραστάδες δημιουργούσαν έναν κεντρικό ναΐσκο (aedicula) που επιστεφόταν με τριγωνικό αέτωμα. Σε καθεμιά από τις τρεις πλευρές του μετώπου της πρόσοψης, το κεντρικό μετακιόνιο διάστημα είχε μεγαλύτερο πλάτος τονίζοντας με αυτό τον τρόπο τις μορφές που είχαν τοποθετηθεί μέσα στις κεντρικές κόγχες. Κίονες και πεσσοί στήριζαν τον πλούσιο θλαστό θριγκό, που αποτελούνταν από τριταινιωτό επιστύλιο και ζωφόρο.

Η αρχιτεκτονική του άνω ορόφου ήταν σε κλίμακα μικρότερη από αυτή του κάτω και λιγότερο λεπτομερής. Όπως συμβαίνει και στον κάτω όροφο, κάθε κίονας αντιστοιχούσε σε μια παραστάδα, που διαμορφωνόταν στον πίσω τοίχο, με τη διαφορά ότι σε αυτό τον όροφο οι κίονες επιστέφονταν με κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού και πατούσαν επάνω σε βάθρα οκταγωνικού σχήματος, τα οποία κοσμούνταν με κοιλόκυρτα κυμάτια. Οι στύλοι ήταν τοποθετημένοι σε απόλυτη αντιστοιχία με εκείνους του κάτω ορόφου. Το κεντρικό μετακιόνιο διάστημα στήριζε θριγκό που κατέληγε σε τριγωνικό αέτωμα. Αυτό το τμήμα του μνημείου διαμορφωνόταν ως μια κεντρική κόγχη που καταλάμβανε σε ύψος και τους δύο ορόφους και προοριζόταν να φιλοξενήσει το υπερφυσικό άγαλμα του αυτοκράτορα Τραϊανού, θραύσματα του οποίου διατηρούνται ακόμη στο χώρο. Οι γωνίες της σύνθεσης κοσμούνταν με οριζόντιους έλικες και οι πτέρυγες επιστέφονται με τοξωτά αετώματα. Δημιουργείται έτσι η αίσθηση της σκηνικής διακόσμησης. Οι άκρες των πλευρικών πτερύγων απέληγαν σε δύο κίονες, που διαμόρφωναν στα άκρα της πρόσοψης σχήματος Π δύο περίπτερους χώρους, ελαφρείς και ευάερους. Αυτή η λύση έχει εφαρμοστεί και στα νυμφαία της Μιλήτου και της Σίδης, αλλά και στην κρήνη στην πύλη της Μαγνησίας επίσης στην Έφεσο.3

Το μνημείο, όπως μαρτυρούν το μέγεθος και η πλούσια διακόσμησή του, ήταν πολυδάπανο έργο. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες ενδείξεις προσπάθειας εξοικονόμησης πόρων. Για παράδειγμα, η ζωφόρος έμεινε ακόσμητη και τα κυμάτια των κιόνων παρουσιάζουν αδρή επεξεργασία. Επιπλέον, η ζωφόρος πλαισιωνόταν από έλικες και κιονόκρανα που διατάσσονταν σε δύο σειρές, γεγονός που δημιουργούσε ένα επίπεδο, ρηχό αποτέλεσμα.4 Μερικά σημεία έμειναν ημιτελή, γεγονός που φανερώνει ότι έγινε προσπάθεια να μειωθούν το χρονικό διάστημα, το οικονομικό κόστος και ο κόπος αποπεράτωσης του έργου. Το πιθανότερο είναι ότι χρησιμοποιήθηκαν ντόπιοι τεχνίτες. Φαίνεται και από την επιγραφή ότι ο χρηματοδότης του μνημείου έδωσε προτεραιότητα στο υδραυλικό σύστημα και στον αγαλματικό διάκοσμο του μνημείου περισσότερο από όσο στις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες της πρόσοψης.

3. Επιγραφικά στοιχεία

Με το νυμφαίο συνδέονται τρεις επιγραφές.Η μία είναι η αναθηματική επιγραφή του μνημείου και προέρχεται από το επιστύλιο του άνω ορόφου. Αναφέρει ότι το μνημείο αποτελεί δωρεά του ασίαρχου Τιβέριου Κλαύδιου Αριστίωνος και της συζύγου του Ιουλίας Λυδίας Λατερανής, οι οποίοι αφιέρωσαν το νυμφαίο στην Άρτεμη Εφεσία και στον Τραϊανό.5 Οι άλλες δύο επιγραφές προέρχονται από βάσεις αγαλμάτων. Η πρώτη από αυτές τις βάσεις βρέθηκε στην κεντρική κόγχη του τοίχου της πρόσοψης και έφερε κολοσική μορφή. Σύμφωνα με την επιγραφή, η μορφή αυτή ήταν ο αυτοκράτορας Τραϊανός.6 Η δεύτερη βάση βρέθηκε σε μια από τις κόγχες στη δυτική πτέρυγα του μνημείου και αναφέρει το όνομα του Νέρβα.7

4. Γλυπτός διάκοσμος

Το μνημείο ήταν διακοσμημένο με πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα, όπως συμβαίνει στα περισσότερα μνημειακά νυμφαία στις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Μιλήτου, Σίδης, Πέργης, Σαγαλασσού).

Υπολογίζεται ότι στις κόγχες και τους ναΐσκους θα ήταν τοποθετημένα περίπου 15 αγάλματα. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως θραύσματα από εννέα, από τα οποία τα οκτώ χρονολογούνται στην περίοδο του Τραϊανού.

Στο κέντρο ήταν στημένος ο υπερφυσικού μεγέθους ανδριάντας του αυτοκράτορα Τραϊανού. Το ύψος του κάλυπτε και τους δύο ορόφους. Στο χώρο παραμένουν η ενεπίγραφη βάση με ίχνη του δεξιού ποδιού και της σφαίρας του κόσμου που κρατούσε ως σύμβολο της κυριαρχίας του. Ο αυτοκράτορας απεικονιζόταν με ιδεαλιστική γυμνότητα. Απεικονιζόταν πιθανώς στον τύπο Κύμης-Μονάχου, δηλαδή σε όρθια στάση ανάπαυσης, με ηρωική γυμνότητα, φορώντας μόνο χλαμύδα στον αριστερό ώμο και πιθανόν κρατώντας ξίφος.8

Ο αυτοκράτορας Τραϊανός θα πλαισιωνόταν από μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, πιθανότατα του Νέρβα και της Πλωτίνης, αλλά και των δωρητών του μνημείου, δηλαδή του Τιβέριου Κλαύδιου Αριστίωνος και της συζύγου του Ιουλίας Λυδίας Λατερανής.

Εκτός από τα εικονιστικά γλυπτά, δηλαδή τα πορτρέτα, το εικονογραφικό πρόγραμμα συμπληρώνεται και από ιδεαλιστικά γλυπτά: δύο μορφές Διονύσου, μορφή Ερωτιδέα πιθανότατα από άγαλμα Αφροδίτης, μορφή Αφροδίτης που κρατά κοχύλι χαμηλά στο υπογάστριο, ανακεκλιμένη μορφή Σατύρου και ανδρική μορφή στον αγαλματικό τύπο του Μελέαγρου του Σκόπα, που αναγνωρίζεται ως ο μυθικός ιδρυτής της Εφέσου, Άνδροκλος.9

Στον κάτω όροφο τοποθετούνται οι μορφές του μυθικού ιδρυτή της Εφέσου Ανδρόκλου και του Διονύσου με τα πορτρέτα των αναθετών του μνημείου και τα πορτρέτα των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Έτσι, συνδέεται το μυθικό παρελθόν της Εφέσου με το πολιτικό παρόν της.

Ο Άνδροκλος απεικονίζεται ως κυνηγός, με γυμνό σώμα, φορώντας μόνο χλαμύδα που δένεται με πόρπη στο λαιμό και πέφτει πίσω στους ώμους.10 Στηρίζεται σε κορμό δέντρου, δίπλα στον οποίο βρίσκεται ο σκύλος του. Μπροστά στο ζώο υπάρχουν ίχνη πιθανότατα της κυνηγετικής λόγχης του ήρωα. Η παρουσία του Ανδρόκλου σε όλη την πόλη της Εφέσου και ιδιαίτερα κατά μήκος της οδού των Κουρητών είναι αισθητή.11 Τοποθετείται στο κέντρο της δυτικής πτέρυγας.

Πλαισιώνεται από τη βάση που σύμφωνα με την επιγραφή έφερε το άγαλμα του Νέρβα,12 αλλά έχει λανθασμένα αποκατασταθεί με την ακέφαλη μορφή που φορά ελληνικό ιμάτιο, και από την Πλωτίνα που αναγνωρίζεται στη γυναικεία μορφή στον τύπο της Κόρης.13 Η τελευταία απεικονίζεται σε όρθια στάση ανάπαυσης με στάσιμο σκέλος το αριστερό και άνετο το δεξί που οπισθοχωρεί με λυγισμένο το γόνατο. Φορά χιτώνα και ιμάτιο που τυλίγεται στο σώμα και καλύπτει τον αριστερό ώμο. Το καλυμμένο αριστερό χέρι συγκρατούσε το ιμάτιο στο ύψος του γοφού. Χρονολογείται στην Ύστερη εποχή Ιουλίων-Κλαυδίων ή στα πρώτα χρόνια του Τραϊανού.

Σύμφωνα με άλλη αποκατάσταση, οι μορφές αυτές, ως μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, τοποθετούνται δεξιά και αριστερά του Τραϊανού.14 Απέναντι από τον Άνδροκλο, στο κέντρο της ανατολικής πτέρυγας, τοποθετείται το ένα από τα δύο αγάλματα Διονύσου.15 Ο θεός απεικονίζεται φορώντας το χαρακτηριστικό ένδυμα των ηθοποιών: ποδήρη θεατρικό χιτώνα με φαρδιά ζώνη κάτω από το στήθος, δορά στερεωμένη στο δεξί ώμο και ιμάτιο. Αυτός ο αγαλματικός τύπος του Διονύσου συνδέεται με την ετήσια γιορτή που γινόταν στην Έφεσο προς τιμή του θεού ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. και τη μεγάλη πομπή που κατέληγε στην οδό των Κουρητών.16 Η παρουσία του θεού στο νυμφαίο αποτείνει φόρο τιμής στις τοπικές λατρείες και γιορτές της Εφέσου.

Ο Διόνυσος πλαισιώνεται από μια γυναικεία μορφή στον τύπο της Ceres με τραϊάνεια κόμμωση. Θεωρείται ότι απεικονίζει τη σύζυγο του Κλαύδιου Αριστίωνος, Ιουλία Λυδία Λατερανή.17 Ίσως ο Τ. Κλαύδιος Αριστίων απεικονιζόταν στην ακέφαλη ιματιοφόρο ανδρική μορφή.18

Η ανακεκλιμένη μορφή Σατύρου τονίζει την παρουσία του Διονύσου στο νυμφαίο και στην εφεσιακή λατρεία.19 Εικονίζεται ξαπλωμένος σε δορά πάνθηρα, στηρίζεται με το λυγισμένο αριστερό χέρι. Θυμίζοντας τη μορφή του θνήσκοντος Γαλάτη στο Μουσείο του Βατικανού.20 Το στεφανωμένο κεφάλι με την κοντή σγουρή κόμη και τα έντονα χαρακτηριστικά προσώπου ίσως ήταν τοποθετημένο στον άνω όροφο (εφόσον δεν έφερε οπή εκροής νερού), αν και το μέγεθος της μορφής υποδηλώνει κάποια θέση στον κάτω όροφο.

Η Αφροδίτη με το κοχύλι ανήκει στο τοπικό πάνθεον.21 Η θεά είναι ακέφαλη και απεικονίζεται σε όρθια στάση ανάπαυσης. Συγκρατεί το ιμάτιο στους γοφούς και κρατά κοχύλι χαμηλά στο υπογάστριο. Δε διακρίνεται οπή εκροής νερού, στοιχείο που θα έδειχνε ότι η μορφή λειτουργούσε ως κρηναίο γλυπτό. Ωστόσο η υπαρκτή σχέση της με το νερό προσφέρει στο μνημείο το απαραίτητο ηχόχρωμα και την ατμόσφαιρα της αναψυχής και της απόλαυσης. Υπάρχει αρκετός προβληματισμός σχετικά με το πού θα πρέπει να τοποθετηθούν οι δύο μορφές.

Ο H. Pellionis τοποθετεί τις μορφές Αφροδίτης και Σατύρου στον επάνω όροφο, με την προϋπόθεση ότι για λόγους συμμετρίας οι μορφές διαθέτουν και το ζευγάρι τους.22 Τοποθετεί δηλαδή δύο Αφροδίτες στους ακριανούς ναΐσκους των πλευρικών πτερύγων και δύο ανακεκλιμένους Σατύρους στους μικρούς ναΐσκους που πλαισιώνουν την κεντρική κόγχη του αυτοκράτορα. Εφόσον όμως δεν έχουν βρεθεί τα ζευγάρια τους, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε αυτή την άποψη. Το μέγεθος των μορφών είναι μικρότερο του φυσικού, συνεπώς οι μορφές δεν μπορούν να απομακρυνθούν από το βλέμμα του επισκέπτη του μνημείου και να τοποθετηθούν τόσο ψηλά. Επιπλέον, το θέμα των μορφών απαιτεί την τοποθέτησή τους σε άμεση εγγύτητα με το νερό στη δεξαμενή του νυμφαίου, παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες μορφές τεχνικά δε λειτουργούν ως κρουνοί.23 Μια θέση είναι στον κάτω όροφο, δεξιά και αριστερά του Τραϊανού. Αυτό φαίνεται πιο λογικό σε σχέση με το μέγεθος και τη λειτουργία.

Η μορφή του νεαρού γυμνού Διονύσου ανήκει σε μεταγενέστερη φάση του διάκοσμου24 και τοποθετείται στο κέντρο της ανατολικής πτέρυγας πλαισιωμένη από τη μορφή του Διονύσου με τον ποδήρη χιτώνα και τη γυναικεία μορφή στον τύπο της κόρης που ταυτίζεται με την Πλωτίνα.25

Μεταξύ των ιδεαλιστικών γλυπτών το 1957, στην οδό των Κουρητών, κοντά στο νυμφαίο του Τραϊανού, βρέθηκαν και θραύσματα από συμπλέγματα Ερωτιδέων επάνω σε δελφίνια, που ανήκαν στο διάκοσμο του νυμφαίου. Πρόκειται για μαρμάρινα συμπλέγματα, συνολικού ύψους 0,70 μ., που λειτουργούσαν ως κρηναία, όπως δείχνουν τα ίχνη των οπών εκροής νερού στη βάση.26 Παρουσιάζουν αρκετές φθορές και πιθανότατα αποτελούσαν στηρίγματα άλλης μορφής, λ.χ. της Αφροδίτης.27

Όπως και στο νυμφαίο της Ολυμπίας28 με το οποίο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες, καθώς και σε αυτό της Μιλήτου, έτσι κι εδώ υπάρχει ο συνδυασμός του τοπικού πάνθεου με τους ευεργέτες της πόλης, η συσχέτιση δηλαδή της θεϊκής και της αυτοκρατορικής εξουσίας.

5. Χρονολόγηση

Η ημερομηνία ανέγερσης του μνημείου τοποθετείται στα χρόνια 102-114 μ.Χ.,29 δηλαδή στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού. Το 362 μ.Χ. ένας σεισμός προκάλεσε σοβαρές ζημιές και οδήγησε σε εργασίες επισκευής και αποκατάστασης.

6. Σημερινή κατάσταση και ιστορία της έρευνας

Σήμερα βρίσκονται κατά χώραν άφθονα αρχιτεκτονικά μέλη από τη θεμελίωση του κτηρίου, τα βάθρα των κιόνων και τις βάσεις, καθώς και πλάκες από το στηθαίο της δεξαμενής. Αυτά, σε συνδυασμό με τα αρχιτεκτονικά μέλη της ανωδομής του κτηρίου, τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του 1958, βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό στην αποκατάσταση της κάτοψης και της πρόσοψης του μνημείου από τον H. Pellionis.30 Στα σχέδια του τελευταίου βασίζονται και οι περισσότερες περιγραφές του μνημείου.

Η αναστήλωση του νυμφαίου του Τραϊανού σχεδιάστηκε ήδη από τον F. Miltner, αλλά οργανώθηκε μόλις το 1962 από τους H. Pellionis και W. Mach. Η πρόσοψη δε διέσωζε πλέον το αρχικό της ύψος, γι’ αυτό και οι κίονες αποδόθηκαν με μικρούς γύψινους πεσσούς που πάτησαν πάνω στις αρχαίες βάσεις των κιόνων, ενώ πάνω σε αυτούς τοποθετήθηκαν τα κιονόκρανα που βαστάζουν πλούσια διακοσμημένο θριγκό. Με αυτό τον τρόπο όμως χάθηκαν οι αρχικές αναλογίες του μνημείου, ενώ τα γλυπτά που βρέθηκαν στο χώρο και προέρχονταν από τις κόγχες της πρόσοψης δεν ήταν πλέον δυνατόν να τοποθετηθούν στην αρχική τους θέση. Η σχεδιαστική αποκατάσταση του H. Pellionis παρουσιάζει μια διώροφη πρόσοψη, με κιονόκρανα του σύνθετου ρυθμού στον πρώτο όροφο και κορινθιακού ρυθμού στον πάνω όροφο. Από το δεύτερο όροφο έχει αποκατασταθεί το κεντρικό αέτωμα.31

1. Dorl-Klingenschmid, C., Prunkbrunnen in kleinasiatischen Städten. Funktion im Kontext (2001), σελ. 186-187, αρ. 25, εικ. 55, 113 α-β.

2. Scherrer P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide, (μτφρ. L. Bier – G.M. Luxon, 2000), σελ. 72, αρ. 15· Dorl-Klingenschmid, C., Prunkbrunnen in kleinasiatischen Städten. Funktion im Kontext (2001), σελ. 187-188, αρ. 25, εικ. 114· Bammer, A., “Elemente flavisch-trajanischer Architekturfassaden aus Ephesos”, ÖJh 52 (1978-1980), σελ. 86-87.

3. Longfellow, B., Imperial Patronage and Urban Display of Roman Monumental Fountains and Nymphaea (2005), σελ. 114, σημ. 86.

4. Strocka, V.M., “Wechselwirkungen der stadtrömischen und kleinasietischen Architektur unter Trajan und Hadrian”, IstMitt 38 (1988), σελ. 291-307, ιδίως 295.

5. Börker, C. – Merkelbach, R. (επιμ.), Die Inschriften von Ephesos, Teil II (Nr. 101-599) (Bonn 1979), αρ. 424, 424 Α, σελ. 147-149: 1. [Ἀ]ρτέμιδι Ἐφ[ε]σία κα[ι] Αὐ[τοκράτορι] Νέρουᾳ Τρα[ιανῶι Κα]ίσα[ρι Σεβαστῶ]ι Γερμ[ανικ]ῷ Δακικῶι καί τῇ πατρίδι Κλαύδιος Ἀριστίων τρίς ἀσιάρχης καί νεωκό[ρος]. 2. [με]τά Ἰουλίας Λυδίας Λα[τερανῆς -ίλ]λη[ς] τῆ[ς γυναικός,] θυγα[τ]ρός Ἀσίας, ἀρχιε[ρείας καί πρυτά]νεως [ ] ὕδωρ [εἰς]αγαγών δι’ οὗ κ[ατεσκεύασεν ὀχ]ετοῡ διακοσίων καί δέκα σταδίων καί το ὑδρεκδοχῖον σύν παντί τῷ κόσμῳ ἀνέθηκεν ἐκ τῶν ἰδί[ων]· S. Settis, “'Esedra' e 'Ninfeo'”, ANRW, 1.4 (1973), σελ. 662-740, ιδίως σελ. 709· Dorl-Klingenschmid, C., Prunkbrunnen in kleinasiatischen Städten. Funktion im Kontext (2001), σελ. 119.

6. Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 326-354, ιδίως σελ. 327: Αὐτοκράτορa Κ]αίσαρa Νέρβaν Τραιανόν Σεβαστόν Γερμανικόν Δακικόν θεoῦ υἱόν.

7. Börker, C. – Merkelbach, R. (επιμ.), Die Inschriften von Ephesos, Teil II (Nr. 101-599) (Bonn 1979), αρ. 420, σελ. 144: [θ]εόν Νέρβαν.

8. Για τον τύπο, Παπαζαφειρίου, Γ., Οι ιδεαλιστικές απεικονίσεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων (2004) (αντίγραφο αδημοσίευτης διδακτορικής διατριβής, Α.Π.Θ.), σελ. 116 κ.ε.

9. Η πλειονότητα των σωζόμενων γλυπτών ανήκει στην αρχική φάση του εικονογραφικού προγράμματος, δηλαδή στα χρόνια του Τραϊανού. Η μορφή του γυμνού Διονύσου προστέθηκε στην Ύστερη Αντωνίνεια περίοδο.

10. Έφεσος, Αρχ. Μουσείο, αρ. 773. Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 332 κ.ε., εικ. 177· Bammer, A. – Fleischer, R. – Knibbe, D., Führer durch das Arch. Mus. in Selçuk-Ephesos (1974), σελ. 24 κ.ε. Fleischer, R., “Zwei eklektische Statuen aus Ephesos”, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner, SoSchrÖAI (Wien 1982), σελ. 123· LIMC I (1981), σελ. 766, αρ. 7, στο λ. “Androklos” (M.L. Bernhard)· Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 124, αρ. 104, πίν. 73a-b.

11. Στο υστεροελληνιστικό ηρώο του Ανδρόκλου, στη βιβλιοθήκη του Κέλσου, στις θέρμες του Vedius, στα λουτρά του Varius, στο ναό του Αδριανού.

12. Börker, C. – Merkelbach, R. (επιμ.), Die Inschriften von Ephesos, Teil II (Nr. 101-599) (Bonn 1979), αρ. 420 (επιγραφή βάσης), σελ. 144. Fleischer, R., “Zwei eklektische Statuen aus Ephesos”, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner, SoSchrÖAI (Wien 1982), σελ. 123, 128, αρ. 1403· Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 125, σημ. 15.

13. Kruse, H.J., Römische weibliche Gewandstatue des 2. Jh.s.n.Ch. (1975), σελ. 122 κ.ε., 337, αρ. D24· Atalay, E., Weibliche Gewandstatue des 2. Jhs.n.Chr. aus ephesischen Werkstätten (1989), σελ. 23, αρ. 12, 73-77, εικ. 23· Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 125, σημ. 15· Filges, A., Standbilder jugendlicher Göttinnen (1997), σελ. 45-47, 159, 202, 219, 256, αρ. 65. Alexandridis, A., Die Frauen des römischen Kaiserhauses. Eine Untersuchung ihrer bildlichen Darstellung von Livia bis Julia Domna (Mainy am Rhein 2004), σελ. 267, αρ. 6· Longfellow, B., Imperial Patronage and Urban Display of Roman Monumental Fountains and Nymphaea (2005), σελ. 120.

14. Wiplinger, G. – Wlach, G. (επιμ.), Ephesos. 100 Jahre österreichische Forschungen (Wien 1995), σελ. 96, εικ. 127 (αποκατάσταση από H. Pellionis). Dorl-Klingenschmid, C., Prunkbrunnen in kleinasiatischen Städten. Funktion im Kontext (2001), σελ. 189.

15. Έφεσος, Αρχ. Μουσείο, αρ. 1405. Βρέθηκε στον ανατολικό τοίχο μπροστά από τη νότια κιονοστοιχία. Εικονίζεται όρθιος, σε νεαρή ηλικία. Φορά μακρύ χειριδωτό χιτώνα και από πάνω δορά που στερεώνεται με πόρπη στο δεξί ώμο. Το ένδυμά του ζώνεται με φαρδιά ζώνη κάτω από το στήθος. Από ίχνη στον αριστερό ώμο και γόνατο υποθέτουμε ότι ο θεός κρατούσε κάποιο αντικείμενο, ίσως θύρσο. Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 339, εικ. 181· Haubner, D., Die Tracht des Gottes Dionysos in der griechischen Kunst (1971), σελ. 106, 109, αρ. 272· Pochmarski, E., Das Bild des Dionysos in der Rundplastik der klassischen Zeit Griechenlands (1974), σελ. 67-69, εικ. 15· Kapossy, B., Brunenfiguren der hellenistischen und römischen Zeit (1969), σελ. 63· Bammer, Α. – Fleischer, Ρ. – Knibbe, D., Führer durch das Arch. Mus. in Selçuk-Ephesos (1974), σελ. 26-27· Fleischer, R., “Zwei eklektische Statuen aus Ephesos”, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner I (1982), σελ. 124· LIMC III (1986), σελ. 434, αρ. 115, στο λ. “Dionysos” (C. Gasparri)· Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1(1990), σελ. 53-55 αρ. 31, πίν. 21-22.

16. Chi, J., Studies in the Programmatic Statuary of Roman Asia Minor (2002), σελ. 53-54. Κατά μήκος της οδού των Κουρητών υπήρχαν πολλά στημένα αγάλματα του Διονύσου.  Engelmann, H., “Statue und Standort”, στο Betz, A. κ.ά. (επιμ.), Römische Geschichte, Altertumskunde und Epigraphik für Artur Betz zur Vollendung seines 80. Lebensjahres (1985), σελ. 249-255, ιδίως 251· Longfellow, B., Imperial Patronage and Urban Display of Roman Monumental Fountains and Nymphaea (2005), σελ. 121.

17. Fleischer, R., “Zwei eklektische Statuen aus Ephesos”, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner I (1982), σελ. 123-124, σημ. 8· Longfellow, B., Imperial Patronage and Urban Display of Roman Monumental Fountains and Nymphaea (2005), σελ. 121.

18. Λανθασμένα ο F. Miltner τοποθέτησε στη βάση του αγάλματος του Νέρβα, Βλ. Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 332, εικ. 175· Longfellow, B., Imperial Patronage and Urban Display of Roman Monumental Fountains and Nymphaea (2005), σελ. 121, εικ. 4.24.

19. Έφεσος, Αρχ. Μουσείο, αρ. 754· Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 339, εικ. 182· Ηelbig II4, 488, αρ. 1702 (H.v.Steuben)· Bammer, A. –  Fleischer, R. – Knibbe, D., Führer durch das Arch. Mus. in Selçuk-Ephesos (1974), σελ. 29 κ.ε. Fleischer, R., “Zwei eklektische Statuen aus Ephesos”, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner I (1982), σελ. 123 κ.ε., πίν. 27-29. Söldner, M., Untersuchungen zu liegenden Eroten in der hellenistischen und römischen Kunst (1986), σελ. 591, σημ. 1577. Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1(1990), σελ. 70-72, αρ. 51, πίν. 34a-b.

20. Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 71.

21. Έφεσος, Αρχ. Μουσείο, αρ. 768· Fleischer, R., “Zwei eklektische Statuen aus Ephesos”, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner I (1982), σελ. 124, σημ. 10.

22. Wiplinger, G. – Wlach, G. (επιμ.), Ephesos. 100 Jahre österreichische Forschungen (Wien 1995), σελ. 96, εικ. 127 (αποκατάσταση H. Pellionis)· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (μτφρ. L. Bier – G.M. Luxon, 2000), σελ. 117, εικ. 2 (αποκατάσταση H. Pellionis).

23. Οι κρηναίες μορφές συνήθως τοποθετούνται στους κάτω ορόφους, ώστε το νερό που αναβλύζει από το κοχύλι, τον ασκό ή το αγγείο που κρατούν να τρέχει απευθείας στην υπερκείμενη δεξαμενή. Βλ.  Fleischer, R., “Zwei eklektische Statuen aus Ephesos”, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner, SoSchrÖAI (Wien 1982), σελ. 124.

24. Έφεσος, Αρχ. Μουσείο, αρ. 769. Βρέθηκε στο μέσο της κιονοστοιχίας του ανατολικού τοίχου του κάτω ορόφου. Εικονίζεται σε νεαρή ηλικία, γυμνός, σε όρθια στάση. Φορά στεφάνι από κισσό. Η μακριά κόμη μαζεύεται χαμηλά στον αυχένα, από όπου ξεκινούν δύο πλόκαμοι που καταλήγουν στους ώμους. Διακρίνεται το τύμπανον. Πιθανότατα υπήρχε και ο θύρσος, ενώ και στη δεξιά πλευρά θα υπήρχαν αντίστοιχα σύμβολα του θεού. Ύστερη Αντωνίνεια περίοδος. Κατά τον Fleischer, R., Zwei eklektische Statuen aus Ephesos στο Pro Arte Antiqua, Festschrift H. Kenner I (1982), σελ. 123 κ.ε., πλαισιωνόταν από ένα γυναικείο πορτρέτο στον τύπο της Ceres (εποχής Τραϊανού) και από το Διόνυσο (αρ. 1405). Βλ. και Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 63, σημ. 11· Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 333, εικ. 178· Pochmarski, E., Das Bild des Dionysos in der Rundplastik der klassischen Zeit Griechenlands (1974), σελ. 84 κ.ε. Kapossy, B., Brunenfiguren der hellenistischen und römischen Zeit (1969), σελ. 63 («Απόλλων»). Bammer, A. – Fleischer, R. – Knibbe, D., Führer durch das Arch. Mus. in Selçuk-Ephesos (1974), σελ. 30· Fleischer, R., Zwei eklektische Statuen aus Ephesos, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner I (1982), σελ. 123 κ.ε., πίν. 27-29· Ridgway, B.S., Roman Copies. The problem of the original. Jérôme Lectures, 15th series (1984), σελ. 101· Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 62-63, αρ. 41, πίν. 28-29a-b.

25. Fleischer, R., Zwei eklektische Statuen aus Ephesos, στο Pro Arte Antiqua, Festschrift für Hedwig Kenner, SoSchrÖAI (Wien 1982), σελ. 123 κ.ε, πίν. 27-29· Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 63, σημ.11· Longfellow, B., Imperial Patronage and Urban Display of Roman Monumental Fountains and Nymphaea (2005), σελ. 116.

26. Έφεσος, Αρχ. Μουσείο, αρ. 758. (αρ. ανασκαφής 57/77). Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 91, αρ.71, πίν. 50a-b. Έφεσος, Αρχ. Μουσείο, αρ. 1553. (αρ. ανασκαφής Ρ60/47. Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 90, αρ.70, πίν. 49c-d.

27. Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 91, σημ. 1.

28. Γιαλούρη, Α. – Γιαλούρης Ν., Ολυμπία. Οδηγός του Μουσείου και του Ιερού (1987), σελ. 26 κ.ε., 168· Bol, R., Das Statuenprogramm des Herodes-Atticus-Nymphäums, Olymp. Forsch. XV (1984).

29. Aurenhammer, M., Die Skulpturen von Ephesos, Idealplastik I. Forschungen in Ephesos X/1 (1990), σελ. 71, σημ. 10.

30. Bammer, A., “Architektur”, ÖJh 50 (1972-1975), σελ. 395-398, όπου δημοσιεύονται η κάτοψη και η σχεδιαστική αναπαράσταση του νυμφαίου του Τραϊανού, σχέδια του H. Pellionis.

31. Wiplinger, G. – Wlach,  G., Ephesus. 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996), σελ. 96-97.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>