1. Εισαγωγή
Η οδός των Κουρητών (αρ.36) εκτείνεται με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ στην κοιλάδα ανάμεσα στους λόφους Πίον και ΛεπρήΑκτή. Στην Αρχαιότητα ονομαζόταν πιθανώς Έμβολος, καθώς έτεμνε σαν σφήνα το ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα της Εφέσου. Εντάχθηκε στο δρομολόγιο της ιεράς πομπής της Άρτεμιδος ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο. Στα Ελληνιστικά χρόνια αποτέλεσε βασική εμπορική οδό που συνέδεε τη δημόσια αγοράτης πόλης με το λιμάνι και την εμπορική αγορά, διατηρώντας την αρχική, διαγώνια ως προς το νέο ορθογώνιο κάναβο, διεύθυνση. Η μεγάλη σημασία της οδού αυτά τα χρόνια υποδηλώνεται από την ανέγερση στο δυτικό τμήμα της οδού του ηρώου του μυθικού ιδρυτή της πόλης, του Ανδρόκλου. Έκτοτε η οδός των Κουρητών αποτέλεσε πεδίο ανταγωνισμού για την ελίτ της πόλης, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ανέγερση πολλών ταφικών και τιμητικών μνημείων σημαινόντων προσώπων, καθώς και κοινωφελών κτηρίων κατά μήκος της.
Η οδός των Κουρητών υπέστη σημαντικές καταστροφές κατά τους σεισμούς του 3ου και 4ου αι. μ.Χ. Σημαντικά κτήρια εγκαταλείφθηκαν και άλλα μετατράπηκαν σε εργαστήρια. Γύρω στο 400 μ.Χ. προωθήθηκε η ανοικοδόμηση του Εμβόλου που σταδιακά βρήκε μέρος της παλιάς του αίγλης. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε ως και τον 6ο αιώνα μ.Χ. οπότε ολοκληρώνεται σιγά σιγά η παρακμή των αρχαίων πόλεων και της Εφέσου ειδικότερα. Τον 7ο αιώνα μ.Χ. η οδός των Κουρητών δε συμπεριλήφθηκε στα όρια της νέας, βυζαντινής οχύρωσης και αποκόπηκε από την υπόλοιπη πόλη.
2. Θέση
Η οδός των Κουρητών, με συνολικό μήκος περίπου 350 μ.,1 τέμνει λοξά το ορθογώνιο, ιπποδάμειο πολεοδομικό σχέδιο της ελληνιστικής Εφέσου. Καταλαμβάνει το ανισόπεδο2 άνοιγμα ανάμεσα στους δύο λόφους Πίον (Panayır) και Λεπρή Ακτή (Bülbül) στο κέντρο της Εφέσου. Ουσιαστικά αρχίζει σε χαμηλότερο επίπεδο από τη νότια πύλη της επονομαζόμενης Τετράγωνης Αγοράς και ανηφορίζει προς το διοικητικό κέντρο της πόλης, ενώνοντας έτσι τους δύο σημαντικότερους πόλους της Εφέσου, τον εμπορικό και πολιτικό αντίστοιχα.3 Στον κεντρικό αυτό δρόμο καταλήγουν από βορρά η Μαρμάρινη οδός, καθώς και τέσσερις στενωποί: η πρώτη, η οδός Ακαδημίας, ορίζει το δυτικό και η δεύτερη, η οδός των Θερμών, το ανατολικό πέρας των λουτρών του Βαρίου, η τρίτη αρχίζει με την πύλη του Τραϊανού στο μέσο της οδού των Κουρητών, ενώ η τέταρτη βρίσκεται στο ύψος της πύλης του Ηρακλέους. Από την άλλη, μόνο η οδός Ακαδημίας και η οδός των Θερμών συνεχίζουν προς νότο ως στενές, βαθμιδωτές πάροδοι (υπ’ αριθμόν 1 και 2 αντίστοιχα) που ανηφορίζουν προς το λόφο Λεπρής Ακτής.4 Έτσι, τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια πλευρά του δρόμου σχηματίζονται συγκεκριμένες, διακριτές οικοδομικές νησίδες που ορίζονται από μικρότερους δρόμους και ενοποιούνται από στωικά οικοδομήματα. Η διαίρεση αυτή σε νησίδες υποδεικνύει σε μεγάλο βαθμό τη μεθοδολογία για τη μελέτη της τοπογραφίας της οδού.
3. Ταύτιση – λειτουργία
Η σημερινή ονομασία της οδού δόθηκε από τους ανασκαφείς λόγω των επαναχρησιμοποιημένων σε μια παλαιοχριστιανική στοά από κίονεςτου Πρυτανείου.5 Πάνω σε αυτούς τους σφονδύλους είχαν γραφεί οι κατάλογοι του συλλόγου (συνεδρίου ή αρχείου)των Κουρητών.6 Η πιθανότερη ονομασία της οδού κατά την Αρχαιότητα, όπως τουλάχιστον υποδεικνύουν σχετικές επιγραφές, ήταν Έμβολος,7 πράγμα λογικό, καθώς ο δρόμος αυτός εμβάλλει σαν σφήνα στον ορθογώνιο πολεοδομικό ιστό της Εφέσου. Η ιδιαιτερότητα αυτή από νωρίς επισημάνθηκε από τους αρχαιολόγους και ερμηνεύτηκε ως στοιχείο της παλαιότητας της οδού η χάραξη της οποίας διατηρήθηκε από σεβασμό κατά την επανίδρυση της πόλης επί Λυσιμάχου.8 Είναι μάλιστα βέβαιο ότι ο Έμβολος αποτελούσε μέρος της πομπικής Ιεράς οδού που ένωνε την Ορτυγία, το γενέθλιο τόπο της Αρτέμιδος, με το Αρτεμίσιο ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο.9 Την ύπαρξη της αρχαϊκής οδού αλλά και την εξαιρετική της σημασία επιβεβαιώνει άλλωστε και ο εντοπισμός ταφικών μνημείων κατά μήκος της, που χρονολογούνται από τον 6ο αι. π.Χ. και εξής.10 Στα χρόνια που ακολούθησαν τον ελληνιστικό συνοικισμό η οδός των Κουρητών αποτέλεσε την κύρια οδική αρτηρία της πόλης, με μεγάλη εμπορική και πολιτική σημασία.
4. Αρχιτεκτονική περιγραφή
Η μορφή της οδού όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου αποτυπώνει την κατάσταση των τελευταίων αιώνων της Αρχαιότητας, 6ο/7ο αιώνα μ.Χ., με πολλές ανακατασκευές παλαιότερων κτηρίων, κατάργηση ορισμένων από αυτά και διαφορετική χρήση των υπολοίπων. Ο δρόμος έχει πλακοστρωμένο οδόστρωμα πλάτους 6-8 μ. και ορίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του από στοέςπλάτους 3,5-5 μ. Κάτω από τις φάσεις της Ύστερης Αρχαιότητας αποκαλύφθηκαν σημαντικά μνημεία της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, αποδεικνύοντας τη διαχρονική σημασία του Εμβόλου για την ιστορία της πόλης.
5. Τοπογραφία
5.1. Περιοχή Βιβλιοθήκης
Η τοπογραφία της οδού των Κουρητών11 αρχίζει στα δυτικά με την περιοχή της Βιβλιοθήκης, νοτίως της Τετραγώνου (εμπορικής) Αγοράς. Δεσπόζει το κτίσμα της βιβλιοθήκης του Κέλσου (αρ. 55) που ιδρύθηκε το α΄ τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. ως τάφος του ανθύπατου της Ασίας Ti. Iulius Celsus από το γιο του, Ti. Iulius Aquila. Με το σεισμό του 262 μ.Χ. το κτήριο καταστράφηκε από πυρκαγιά και απέμεινε μόνο η πρόσοψη. Αυτήν ανακαίνισε γύρω στο 400 μ.Χ. κάποιος Στέφανος για να λειτουργήσει ως φόντο για τη μεγάλη δεξαμενή που κατασκευάστηκε μπροστά στα σκαλοπάτια της.12
Η ίδια πλατεία της Βιβλιοθήκης οριζόταν βορείως από την Τετράγωνο Αγορά (αρ. 61) και νοτίως από μια περίστυλη οικία (αρ. 53) και το λεγόμενο «βωμό» (αρ. 52). Η οικία (αρ. 53) χρονολογείται στον 1ο αι. π.Χ., ή και λίγο αργότερα, ενώ μεγάλο τμήμα της κατέλαβε το κτήριο της βιβλιοθήκης κατά το 2ο αι. μ.Χ. Δύο αιώνες αργότερα πάνω στην οικία ανεγέρθηκε μια στοά με πολύ ενδιαφέροντα ψηφιδωτά.13 Η ίδια αυτή στοά άρχιζε ανατολικότερα, όπου σε χαμηλότερο επίπεδο αποκαλύφθηκε ένα πειόσχημο θεμέλιο που θυμίζει βωμό (αρ. 52).14 Για το κτήριο αυτό και τη χρήση του δεν υπάρχει ομογνωμία στην έρευνα. Έχει προταθεί η ταύτισή του με τον εντός της πόλεως βωμό της Aρτέμιδος ή/και με το λεγόμενο μνημείο των Πάρθων, καθώς και με το επιγραφικά μαρτυρημένο στην περιοχή αυτή auditorium.15Δίπλα στη βορειοδυτική γωνία του οικοδομήματος έχουν εντοπιστεί επίσης τα ερείπια ενός ακόμα αταύτιστου κτηρίου.
Ακριβώς απέναντι, στη βόρεια πλευρά της πλατείας και ανατολικά της νότιας πύλης της Αγοράς, εντοπίστηκαν κάτω από μια ράμπα του 6ου/7ου αι. μ.Χ.(αρ. 57) ο ταφικός θάλαμος και η σαρκοφάγος ρήτορα Τ. Κλαυδίου Φλαουιάνου Διονυσίου (T. Claudius Flavianus Dionysius) (αρ. 58),που χρονολογείται περίπου στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.16 Πολύ κοντά, προς τα ανατολικά, είχε ιδρυθεί κατά τα όψιμα Ελληνιστικά χρόνια ένα κυκλικό κτήριο που λειτουργούσε ως συντριβάνι (αρ. 59).17Τέλος, σε επαφή σχεδόν με το νότιο τοίχο της νερώνειας στοάς έχει εντοπιστεί ένα αψιδωτό κτήριο στο οποίο προστέθηκε κατά το 2ο αι. μ.Χ. μια θολωτή κατασκευή από οπτές πλίνθους. Δεν αποκλείεται το αψιδωτό οικοδόμημα να στέγαζε μια ρητορική σχολή και να ταυτίζεται με το επιγραφικά μαρτυρημένο στην περιοχή auditorium.18 Η καταστροφή της περιοχής της Βιβλιοθήκης από τους σεισμούς του 3ου και 4ου αιώνα, επέτρεψε τη λειτουργία εργαστηριακών επιχειρήσεων με μύλους. Με την αναδιοργάνωση της πόλης περίπου γύρω στο 400 μ.Χ. ή και αργότερα, τα εργαστήρια απομακρύνθηκαν και η περιοχή ανακαινίστηκε μερικώς και αναβαθμίστηκε.19
5.2. Βόρεια πλευρά του Εμβόλου
Η πρώτη μεγάλη οικοδομική νησίδα στη βόρεια πλευρά του Εμβόλου ορίζεται από τη λεγόμενη Mαρμάρινη οδό (αρ. 60) και τη σκεπαστή (via tecta) οδό της Ακαδημίας (αρ. 42).20 Εδώ εντοπίστηκε ένα συγκρότημα βεσπασιανών(αρ. 43) που διατάσσεται γύρω από τις τρεις πλευρές ενός ανοιχτού . Οι βεσπασιανές, προσανατολισμένες βάσει του , εξυπηρετούσαν βασικά τους πελάτες των στα ανατολικά της σκεπαστής οδού. Το μεγαλύτερο μέρος όμως της πρώτης νησίδας καλύφθηκε κατά την όψιμη Αρχαιότητα από κατοικίες με πλούσια ψηφιδωτά που αρχικά είχαν λανθασμένα ταυτιστεί με οίκο ανοχής. Από την άλλη, το τμήμα της νησίδας μπροστά στο δρόμο καλύφθηκε στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ. με μια στοά. Αντικαταστάθηκε κατά το α΄ μισό του 6ου αι. μ.Χ. από την διώροφη και τοξωτή «στοά των Κουρητών», οι κίονες της οποίας, με τους προαναφερθέντες καταλόγους των Κουρητών προέρχονταν από το κτήριο του Πρυτανείου στο λεγόμενο «διοικητικό κέντρο».21 Η δεύτερη νησίδα, που αποτελεί μια αδιάσπαστη λειτουργικά ενότητα με την πρώτη, ορίζεται στα δυτικά από τη σκεπαστή οδό της Ακαδημίας και στα ανατολικά από την οδό των Θερμών(αρ. 39) και καλύπτεται εξ ολοκλήρου με τις θέρμες του Βαρίου (P. Quintilius Valens Varius) (αρ. 41).22 Χρονολογούνται στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Αργότερα, πιθανώς στη διάρκεια του 6ου αιώνα και συγχρόνως με την ανέγερση της «στοάς των Κουρητών», χρηματοδοτήθηκε από μια πλούσια χριστιανή Εφεσία, τη Σχολαστικία, η ανακαίνιση και ανακατασκευή μέρος των θερμών23 που ήταν εξαρχής προσανατολισμένες στο ιπποδάμειο σύστημα της πόλης. Αντίθετα, ο μικρός ναός με την εντυπωσιακή διακόσμηση στο μέσο περίπου της νότιας πλευράς της νησίδας (αρ. 40) είναι προσανατολισμένος στην οδό των Κουρητών.24 Πρόκειται, σύμφωνα με την επιγραφή, για το ναό που αφιέρωσε ο ασιάρχης Αντωνίνος Σαβίνος (P. Vedius Antoninus Sabinus) στον αυτοκράτορα Αδριανό, την Άρτεμη και το δήμο της Εφέσου λίγο μετά το 132 μ.Χ. και την παραχώρηση της δεύτερης νεωκορίαςστην πόλη.25 Ο ναός του Αδριανού υπέστη πολλές ζημιές το 262 μ.Χ. λόγω σεισμού, αναστηλώθηκε όμως εκ νέου, με αρκετές προσθήκες και μετασκευές, περίπου σαράντα χρόνια αργότερα, οπότε μπροστά στην είσοδό του προστέθηκαν τα βάθραμε τα αγάλματα των .26 Εκατέρωθεν του ναού στήθηκαν αρκετά ακόμη τιμητικά βάθρα αγαλμάτων από τα οποία ξεχωρίζει για τη σημασία του αυτό του πατέρα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄.27
Η τρίτη νησίδα αρχίζει από την οδό των Θερμών και εκτείνεται ως την τρίτη προς τα ανατολικά κάθετη οδό, το μήκος της οποίας ελάχιστα έχει αποκαλυφθεί από τους ανασκαφείς. Τη διασταύρωση της τελευταίας αυτής οδού προς την οδό των Κουρητών σηματοδοτούσε μια μεγαλοπρεπής πύλη (αρ. 37) που κατέρρευσε με τους σεισμούς του 3ου και 4ου αι. μ.Χ. Στο μαρμάρινο και εξαιρετικά διακοσμημένο της υπάρχει επιγραφή προς τιμήν του αυτοκράτορα Τραϊανούκαι της Εφεσίας Αρτέμιδος. Η πύλη ανεγέρθηκε το έτος 114/115 μ.Χ.28 Ακριβώς προς τα δυτικά της πύλης υπήρχε ένα βαθύ οικοδόμημα, αδιάγνωστης ακόμα λειτουργίας, που, τουλάχιστον κατά την όψιμη Αρχαιότητα, επικοινωνούσε με το δρόμο μέσω μιας στοάς.29 Δυτικότερα ακολουθεί το νυμφαίο του Τραϊανού (αρ. 38),30 ένα ακόμα μεγαλόπρεπο κρηναίο συγκρότημα που κατασκευάστηκε πριν από τον Ιούλιο του 114 μ.Χ. προς τιμήν του ομώνυμου αυτοκράτορα. Το έργο χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από τον ασιάρχη Τ. Κλαύδιο Αριστίωνα. Περίπου διακόσια χρόνια αργότερα, πιθανώς το 362 μ.Χ., υπέστη ζημιές από σεισμό. Κατά τις επισκευές που ακολούθησαν προστέθηκε ένα στηθαίο με .
Η πλευρά της οδού των Κουρητών από το νυμφαίο ως την οδό των Θερμών καλύπτεται με μια στοά. Τη συνέχεια προς τα ανατολικά της στοάς αυτής, που διακόπηκε από το νυμφαίο και την πύλη του Τραϊανού, τη βρίσκουμε στο τμήμα του Εμβόλου που εντάσσεται στην ανατολικότατη νησίδα, ανάμεσα στο πύλη του Τραϊανού και την πύλη του Ηρακλέους. Το τμήμα αυτό της στοάς (αρ. 36)31 έχει μήκος περί τα 52 μ. και βάθος που φθάνει τα 3,5 μ. Στηρίζεται σε 20 κίονες που συγκρατούν πιθανώς . Μπροστά από κάθε κίονα στήθηκε κατά τους ύστερους χρόνους από ένα βάθρο τιμητικού αγάλματος. Η στοά ανεγέρθηκε κατά την όψιμη Αρχαιότητα, ωστόσο θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι στο χώρο αυτό προϋπήρχαν στοές ήδη από την Πρώιμη Αυτοκρατορική εποχή. Η πύλη του Ηρακλέους (αρ. 35),32 στη διασταύρωση με την ανατολικότερη των στενωπών που καταλήγουν στον Έμβολο από βορρά, σηματοδοτούσε το ανατολικό πέρας της οδού κατά την όψιμη Αρχαιότητα. Η πύλη πήρε το όνομά της από τους δύο ογκώδεις με τις ανάγλυφες απεικονίσεις του Ηρακλή (στον τύπο της ερμαϊκής στήλης). Η πρώτη φάση της χρονολογείται στο α΄ μισό του 4ου αι. μ.Χ. και η δεύτερη –με αφορμή τις καταστροφές από σεισμούς– στο γ΄ τέταρτο του επόμενου αιώνα. Σημαντικό είναι ότι το δάπεδο της πύλης ήταν βαθμιδωτό, πράγμα που σημαίνει ότι σε κάποια φάση η πρόσβαση στον Έμβολο αποκλείστηκε για τα τροχοφόρα.
Μετά την πύλη του Ηρακλέους ο Έμβολος «ανοίγει» προς τη λεγόμενη πλατεία του Δομιτιανού(αρ. 30). Τα δύο οικοδομήματα που ακολουθούν, το μνημείο του Γ. Μέμμιου (αρ. 32) και το Υδρείον (αρ. 33), πρέπει να θεωρηθούν ως άμεσα συνδεδεμένα με την τοπογραφία του δρόμου. Το πρώτο κτήριο είναι ένα ταφικό και τιμητικό μνημείο ιδρυμένο κατά το γ΄ ή δ΄ τέταρτο του 1ου αι. π.Χ. για τον Γ. Μέμμιο, εγγονό του Σύλλα.33 Το μνημείο ήταν προσανατολισμένο τόσο στην πλατεία του Δομιτιανού όσο και στον ίδιο τον Έμβολο, από τον οποίο όμως τον απέκοψε η ανέγερση ενός κρηναίου οικοδομήματος με ορθογώνια κάτοψη, του λεγόμενου Υδρείου.34 Η ίδρυση του τελευταίου τοποθετείται ήδη στα χρόνια του Αυγούστου (31 π.Χ.-14 μ.Χ.), ενώ σε μια δεύτερη φάση, γύρω στο 200 μ.Χ., ανοικοδομήθηκε άρδην. Μεταξύ του 293 και 305 μ.Χ. μετασκευάστηκε σε μνημείο της πρώτης τετραρχίας.
5.3. Νότια πλευρά του Εμβόλου
Σε αντίθεση με τη βόρεια πλευρά του δρόμου, όπου οικοδομήθηκαν μεγάλα στωικά συγκροτήματα και κοινωφελή έργα, η νότια πλευρά χαρακτηρίζεται κυρίως για την ανέγερση τιμητικών και ταφικών μνημείων (εικ. 2). Το πρώτο μνημείο της πλευράς αυτής από τα δυτικά του Εμβόλου είναι η λεγόμενη πύλη του Αδριανού (αρ. 49) που σηματοδοτεί τη διασταύρωση των τριών κατευθύνσεων της πομπικής οδού (Έμβολος, οδός προς Ορτυγία και Μαρμάρινη οδός). Η ανέγερση της πύλης χρονολογείται –σε αντίθεση με το αρχαιολογικό της όνομα– στους χρόνους του Τραϊανού (98-117 μ.Χ.).35 Μετά τον 4ο αι. μ.Χ. μετασκευάστηκε εν μέρει σε δεξαμενή.
Ακολουθεί η βαθμιδωτή πάροδος 3 που μαζί με την πάροδο 2 στα ανατολικά ορίζουν την οικοδομική νησίδα με τα οικιστικά συγκροτήματα1 (αρ. 50) και 2 (αρ. 51) πάνω στη βόρεια κλιτή της Λεπρής Ακτής. Στη βορειοδυτική γωνία της νησίδας αυτής, με πρόσοψη προς τον Έμβολο, οικοδομήθηκαν το ηρώο και η κρήνη του αρχηγέτη της πόλης Ανδρόκλου (αρ. 48).36 Πρόκειται για ένα κτίσμα του β΄ μισού του 2ου αι. π.Χ. που μετατράπηκε αποκλειστικά σε κρήνη κατά τους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους. Ακριβώς δίπλα του προς τα ανατολικά βρίσκεται το Οκτάγωνο (αρ. 47),37 μια ταφική κατασκευή με οκταγωνική κάτοψη του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ. Πολύ πιθανώς ταυτίζεται με τον τάφο της Αρσινόης Δ΄ που δολοφονήθηκε, κατ’ εντολή του Μάρκου Αντώνιου, στην Έφεσο το 41 π.Χ.
Ακολουθεί ένα οικοδόμημα που έχει ονομαστεί από τους ανασκαφείς «νυμφαίο» (αρ. 46).38 Χρονολογείται στο β΄ μισό του 1ου αι. π.Χ., ύστερα πάντως από την οικοδόμηση του Οκταγώνου αφού χτίστηκε σε επαφή με αυτό. Είναι εξαγωνικό στην κάτοψή του και θα μπορούσε πιθανώς να αποκατασταθεί ως μονόπτερο. Η λειτουργία του ως τιμητικού μνημείου πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιη. Στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ. μετασκευάστηκε πιθανώς σε εργαστήριο.39 Αργότερα λειτούργησε και ως κρήνη.40 Μια τέταρτη κατασκευή των όψιμων Ελληνιστικών χρόνων εντοπίστηκε κατά τις ανασκαφές αμέσως ανατολικότερα. Πρόκειται για τη λεγόμενη ελληνιστική κρήνη (αρ. 45)41 που χρονολογείται παλιότερα και από το ηρώο του Ανδρόκλου, δηλαδή στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Μέρος της κρήνης καλύφθηκε αργότερα (όψιμη Αρχαιότητα) από καταστήματα.
Από τη βαθμιδωτή πάροδο 2 ως την ελληνιστική κρήνη, καλύπτοντας δηλαδή όλο το μέτωπο της οικίας 1 (αρ. 50) και τη βορειοανατολική γωνία της οικίας 2 (αρ. 51), εκτείνεται το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό στωικό οικοδόμημα του Εμβόλου, η λεγόμενη στοά με συνολικό μήκος περίπου 53 μ. και βάθος 4,70-5,50 μ. (αρ. 44). Οι κίονες της στοάς ήταν από έγχρωμο μάρμαρο και συγκρατούσαν έναν μαρμάρινο . Πάνω στο τριταινιωτό επιστύλιο ήταν γραμμένη η επιγραφή που ανέφερε το χορηγό του μνημείου. Η χρονολόγηση της κατασκευής τοποθετείται στον 4ο αιώνα, ενώ η ανακαίνισή της και η προσθήκη του ψηφιδωτού δαπέδου στο εσωτερικό της ολοκληρώθηκαν πιθανόν πριν από το 440 μ.Χ., οπότε δημοσιεύτηκε σε κίονα της στοάς η επιστολή προς τον ανθύπατο Φ. Ηλιόδωρο.42 Πίσω από τη στοά διατάσσονται μικροί ορθογώνιοι χώροι, πιθανόν καταστήματα και εργαστήρια. Οι μικρές αυτές επιχειρήσεις εντάσσονται μέσα στα ευρύτερα οικιστικά συγκροτήματα των οικιών 1 (αρ. 50) και 2 (αρ. 51)της βόρειας κλιτύος του λόφου. Οι οικίες αυτές, που χωρίζονται μεταξύ τους με τη μικρή κλιμακωτή πάροδο 1, ιδρύθηκαν ήδη στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. και λειτούργησαν ως και τον 7ο αι. μ.Χ. Εξαιρετικά ψηφιδωτά και τοιχογραφίες, επιβλητικά περιστύλια και ευρύχωρα τρικλίνια αποδεικνύουντην πολυτέλεια και την επιτήδευση των ιδιοκτητών τους σε όλες τις εποχές.
Τα στωικά οικοδομήματα συνεχίζονται και ανατολικά της βαθμιδωτής παρόδου 2 προς την πύλη του Ηρακλέους. Στο τμήμα αυτό όμως της οδού των Κουρητών η ανασκαφική έρευνα δεν προχώρησε σε έκταση και έτσι μεγάλο μέρος των στοών αυτών δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί. Πάντως από τις μέχρι σήμερα ενδείξεις επιβεβαιώνεται η συνήθης εικόνα με τις εκτεταμένες στοές που οδηγούν μέσω πολυάριθμων ανοιγμάτων σε μικρότερες αίθουσες στο βάθος, προφανώς εμπορικού-εργαστηριακού χαρακτήρα.43
6. Ιστορία της οδού των Κουρητών
Η ιστορία της οδού των Κουρητών σηματοδοτείται από συγκεκριμένους σταθμούς στην εξέλιξή της και βέβαια αρχίζει πολύ πριν από την ίδρυση της πόλης στο χώρο αυτόν. Ανά περιόδους η περιοχή του Εμβόλου άλλαξε λειτουργίες και χρήσεις, ποτέ όμως δεν έπαψε να αποτελεί σημαίνοντα χώρο θρησκευτικής ευλάβειας και κοινωνικής επίδειξης.
6.1. Αρχαϊκή και Κλασική περίοδος
Βασικός σταθμός για την οργάνωση του χώρου στην περιοχή του μετέπειτα Εμβόλου κατά τα Αρχαϊκά και Κλασικά χρόνια υπήρξε η ένταξή της στην πορεία της πομπής για τους εορτασμούς της Άρτεμης. Στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε η νότια πύλη της Τετραγώνου Αγοράς (αρ. 56) υπήρχε η διασταύρωση τριών οδών, δηλαδή μια Τρίοδος. Από βορρά ερχόταν ο δρόμος από το Αρτεμίσιο, προς νοτιοδυτικά κατευθυνόταν ο δρόμος για την Ορτυγία, ενώ προς ανατολάς ανοιγόταν ο δρόμος που κύκλωνε το όρος Πίον και το όρος Τραχεία οδηγώντας πίσω στο Αρτεμίσιο. Στον τελευταίο αυτόν δρόμο, όπου εν μέρει αργότερα αναπτύχθηκε ο Έμβολος, και κυρίως στην είσοδο και έξοδό του από την κοιλάδα, εντοπίστηκαν πολλά ταφικά μνημεία της Αρχαϊκής και Κλασικής περιόδου.44
6.2. Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδος
Λίγα είναι και τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη μορφή του Εμβόλου κατά την Ελληνιστική περίοδο, οπότε και ιδρύθηκε η νέα πόλη της Εφέσου. Τα περισσότερα προέρχονται από το χαμηλότερο υψομετρικά δυτικό τμήμα της οδού, τον λεγόμενο Κάτω Έμβολο. Στη θέση της ρωμαϊκής Τετραγώνου Αγοράς (αρ. 61)φαίνεται πως προϋπήρχε ένα αντίστοιχο συγκρότημα που οργανωνόταν με ελεύθερες στοές.45 Ο ίδιος ο Έμβολος είχε πιθανότατα ευθυγραμμιστεί με την οικοδόμηση οικιών, καταστημάτων και εργαστηρίων στις δύο πλευρές του.46 Έτσι φαίνεται ότι στην ελληνιστική Έφεσο ο Έμβολος είχε –πλην όλων των άλλων– και τη λειτουργία της εμπορικής οδού, δεδομένου μάλιστα ότι κατέληγε δυτικά στην περιοχή του λιμανιού και την αγορά της πόλης. Τα παλιότερα, ωστόσο, βεβαιωμένα οικοδομήματα της Ελληνιστικής περιόδου στην περιοχή του Κάτω Εμβόλου είναι η κρήνη (αρ. 45) στη νότια πλευρά του δρόμου και το παρακείμενο ηρώο του Ανδρόκλου (αρ. 48), περίπου 30 μ. δυτικότερα. Η ανέγερση του ταφικού αυτού μνημείου στον Έμβολο ίσως δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αρχαϊκή και κλασική παράδοση του δρόμου ως ταφικής οδού. Άλλωστε η συνέχεια στην ταφική χρήση του χώρου κατά τα Ελληνιστικά χρόνια δεν υποστηρίζεται από τα ανασκαφικά δεδομένα. Ήταν περισσότερο η εμπορική, διοικητική και θρησκευτική σημασία του Εμβόλου που βάρυναν κατά την επιλογή της θέσης οικοδόμησης του ηρώου προς τιμήν του ιδρυτή της πόλης.
Με τη σειρά του το ηρώο του Ανδρόκλου –σύμβολο της Εφέσου– έδωσε το έναυσμα για την ανίδρυση, στο β΄ μισό του 1ου αι. π.Χ. και στις αρχές του επόμενου, νέων τιμητικών και ταφικών μνημείων, αρχικά σε άμεση σχέση μ’ αυτό και, αργότερα, κατά μήκος ολόκληρης της οδού των Κουρητών.47 Τέτοια μνημεία είναι, όπως είδαμε παραπάνω, το Οκτάγωνο (αρ. 47), το μονόπτερο εξαγωνικό κτήριο («νυμφαίο» αρ. 46), αλλά και το σιντριβάνι (αρ. 59) στην περιοχή της μετέπειτα Βιβλιοθήκης. Την ίδια εποχή άλλωστε, στο άλλο άκρο του Εμβόλου, ανεγέρθηκε το μνημείο του Γ. Μέμμιου (αρ. 32). Στα χρόνια αυτά ο Έμβολος, η σπουδαιότερη και κεντρικότερη οδός της Εφέσου, έγινε επομένως το πεδίο της δημόσιας προβολής και ενός ιδιότυπου ανταγωνισμού της τοπικής ελίτ με την οικοδόμηση μνημείων που επιβάλλονταν στον περιβάλλοντα χώρο με τη θέση, το μέγεθος, τα υλικά δομής και τη μορφολογία τους.
Προς το τέλος του 1ου αι. π.Χ. η σημασία της οδού υποδεικνύεται με την ίδρυση πολυτελών κατοικιών κατά μήκος της νότιας πλευράς του. Επίσης τότε ίσως η οδός των Κουρητών πλακοστρώθηκε για πρώτη φορά και περιστοιχίστηκε από στοές. Ενδείξεις για κάτι τέτοιο έχουν βρεθεί κατά τις ανασκαφές ανατολικά του νυμφαίου του Τραϊανού48 και νοτίως του Οκταγώνου.49
Η προσφορά του δικαιώματος της νεωκορίας στην Έφεσο από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Δομιτιανό (81-96 μ.Χ.) εγκαινίασε ένα πρόγραμμα εξωραϊσμού της πόλης που συνεχίστηκε ως και μετά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Για τον Έμβολο ειδικότερα αυτό σήμαινε αρχικά την πλακόστρωση του δρόμου με έξοδα της ίδιας της πόλης που πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με μια επιγραφική μαρτυρία, το 94 μ.Χ. υπό την επίβλεψη του γραμματέα Μ. Tigellius Lupus.50 Τρία χρόνια αργότερα, το 97/98 μ.Χ., μαρτύρησε στον Έμβολο ο Άγιος Τιμόθεος που λιθοβολήθηκε από το μανιασμένο πλήθος των οπαδών του Διονύσου.51
Στα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκε μια εντυπωσιακή οικοδομική «έκρηξη» στην οδό των Κουρητών με την ανέγερση πολλών κοινωφελών οικοδομημάτων, όπως το νυμφαίο του Τραϊανού (αρ.38), το συγκρότημα των Θερμών του Varius (αρ.41), καθώς και οι δύο πύλες Αδριανού (αρ. 49) και Τραϊανού (αρ. 37).52 Προκύπτει μάλιστα ότι μετά το τέλος του 1ου αι. μ.Χ. και ως τα μέσα περίπου του 2ου αι. μ.Χ. ήταν κυρίως ιδιώτες αυτοί που χρηματοδοτούσαν την ανέγερση κοινωφελών έργων και τα αφιέρωναν στη θεά της πόλης και τους αυτοκράτορες. Τα έργα αυτά εντάσσονται επίσης στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της τοπικής ελίτ, ωστόσο είχαν άμεσα ευεργετικά αποτελέσματα στην αναβάθμιση της ζωής των πολιτών. Ως ανταπόδοση η πόλη της Εφέσου επέτρεπε την τιμητική ταφή των ευεργετών αυτών εντός των τειχών και μάλιστα στο σπουδαιότερο οδικό κόμβο, στον Έμβολο.
Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να εντάξουμε και τις περιπτώσεις του ανθυπάτου Ti. Iulius Celsus Dolaemanus, του ευεργέτη της πόλης Κλ. Αριστίωνος, καθώς και του φημισμένου ρήτορα και σοφιστή Τ. Κλ. Φλαβιανού Διονυσίου. Ο πρώτος τάφηκε στην κεντρική αψίδα της ομώνυμης βιβλιοθήκης (αρ. 55) που κατέλαβε το κομβικό σημείο της Τριόδου. Η διασταύρωση της πομπικής οδού με τη σειρά της μετακινήθηκε αναγκαστικά προς τα νοτιοανατολικά, στη λεγόμενη πύλη του Αδριανού. Η τελευταία, που ανεγέρθηκε την ίδια περίοδο στο νοτιοδυτικό άκρο του Εμβόλου, ελαφρώς μετατοπισμένη προς τον άξονα της οδού των Κουρητών, θα σηματοδοτούσε στο εξής τον κόμβο της πομπικής οδού. Οι τάφοι του Αριστίωνος και του Διονυσίου θα πρέπει να ταυτιστούν με τις σαρκοφάγους που βρέθηκαν ανάμεσα στην πύλη και το νυμφαίο του Τραϊανού και στον υπόγειο θάλαμο (αρ. 58) ανατολικά της νότιας πύλης της Αγοράς αντίστοιχα.53
Στα μέσα λοιπόν του 2ου αι. μ.Χ. η εικόνα της οδού των Κουρητών με την πληθώρα των τιμητικών και ταφικών μνημείων, τα κοινωφελή έργα και την έντονη εμπορική κίνηση στα παρακείμενα καταστήματα, πράγματι, συνδύαζε την παράδοση και τη νεωτερικότητα. Η σημασία όμως της διαπίστωσης αυτής δεν έγκειται στη συνεχιζόμενη χρήση του δρόμου ως ταφικής οδού και στην ανέγερση νέων κοινωφελών έργων ανάλογων με τις κρήνες της Ελληνιστικής περιόδου. Περισσότερο εντοπίζεται στον παραδοσιακό ρόλο του Εμβόλου ως πεδίου εκδήλωσης του ανταγωνισμού της τοπικής ελίτ που εκφράζεται με την ανέγερση μεγαλόπρεπων μνημείων που, με τον ένα ή άλλο τρόπο, διαιώνιζαν τη φήμη του κτήτορά τους. Ο ρόλος του αυτός θεμελιώνεται στη μεγάλη, από παλιά τονισμένη θρησκευτική, εμπορική και χωροταξική σημασία της οδού. Η νεωτερικότητα πάλι εντοπίζεται στην ένταξη των μεμονωμένων οικοδομημάτων σε μια ενιαία και ενοποιό αρχιτεκτονική αντίληψη που δίνει βάρος στις αναλογίες του μεγέθους και τις προσόψεις του συνόλου.54
Σε βασικές γραμμές η οδός των Κουρητών διατήρησε τη μορφή που είδαμε ως και τον 3ο αι. μ.Χ. Στον Κάτω Έμβολο πρέπει ενδεχομένως να αναζητηθεί και το μνημείο των Πάρθων (166 μ.Χ.). Βασικός σταθμός της ιστορίας του δρόμου κατά την όψιμη Αρχαιότητα αποτελεί ο μεγάλος σεισμός του 262 μ.Χ.55 Εξάλλου, οι καταστροφές πολλών κτηρίων από τους σεισμούς που ακολούθησαν κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, καθώς και η μανία των χριστιανών της πόλης έναντι των μνημείων της «εθνικής» θρησκείας επέφεραν δραματικές αλλαγές στην εικόνα του Εμβόλου, ειδικά στο δυτικό τμήμα του.56 Μια από τις αυτοκρατορικές επιστολές που «δημοσιοποιήθηκαν» με την αναγραφή τους στο Οκτάγωνο (του 371 μ.Χ.) αποδεικνύει την ισχυρή βούληση της κεντρικής εξουσίας για την ανοικοδόμηση της πόλης στα τέλη του 4ου αιώνα.
Στο πλαίσιο αυτής της ανοικοδόμησης ιδρύθηκε η πύλη του Ηρακλέους (αρ. 35)και περιορίστηκε το μήκος της οδού. Σε μια δεύτερη φάση ο Έμβολος μετατράπηκε αποκλειστικά σε πεζόδρομο και η κίνηση των τροχοφόρων διοχετεύτηκε από μια παρακαμπτήριο οδό.57 Πολλά παρακείμενα του Εμβόλου κτίσματα συνδέθηκαν με το υδρευτικό δίκτυο και μετατράπηκαν σε νυμφαία και δεξαμενές (βιβλιοθήκη, πύλη Αδριανού, ηρώο, εξάγωνο),58 ενώ άλλα, όπως το νυμφαίο του Τραϊανού (αρ. 38) και το συγκρότημα των θερμών συνέχισαν να υφίστανται με ορισμένες μετασκευές. Στις αρχές του 5ου αι. ανοικοδομείται η περιοχή της Βιβλιοθήκης με την ανέγερση μιας πολυτελούς στοάς. Οι δύο μεγάλες στοές εκατέρωθεν του οδοστρώματος, των «Κουρητών» στη βόρεια πλευρά και του Αλυτάρχη (αρ. 44) στη νότια, αναδείχθηκαν σε καθοριστικό πλέον στοιχείο στην οργάνωση του χώρου κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Και οι δύο συνδέονται άμεσα με τον παραδοσιακό ρόλο του Εμβόλου ως χώρου κοινωνικής επίδειξης και εμπορικών δραστηριοτήτων ταυτόχρονα, καθώς η «στοά των Κουρητών» πιθανώς χρηματοδοτήθηκε από την επιγραφικά μαρτυρημένη Σχολαστικία κατά τον 6ο αιώνα και η στοά του Αλυτάρχη έδινε πρόσβαση σε μια σειρά καταστημάτων στο πίσω μέρος.
Η πολιτική και διοικητική σημασία του Εμβόλου διαφαίνεται μέσα από τις επιγραφές με ανάλογο περιεχόμενο που γράφτηκαν αυτήν την εποχή στα κτήριά του. Ο οικονομικός του, πάλι, ρόλος καταδεικνύεται μέσα από τη λειτουργία πολλών καταστημάτων και εμπορικών επιχειρήσεων κατά μήκος του. Το τέλος της ιστορίας του Εμβόλου και του σημαίνοντος ρόλου του σηματοδοτεί η οικοδόμηση, κατά τον 7ο αιώνα, του βυζαντινού τείχους που άφησε το μεγαλύτερο τμήμα της οδού εκτός πόλεως. Σε αυτήν την περίοδο ιδρύονται και νέα εργαστήρια στον Έμβολο.59
7. Ιστορία της έρευνας και σημερινή κατάσταση
Η αρχαιολογική έρευνα60 ξεκίνησε στην οδό των Κουρητών ήδη στις αρχές του αιώνα με την αποκάλυψη του δυτικού τμήματος. Τότε έλαβε ο δρόμος την ονομασία «οδός των Κουρητών». Υπό την επίβλεψη του F. Miltner εντατικοποιήθηκαν οι ανασκαφικές εργασίες στο μεγαλύτερο μέρος του Εμβόλου κατά τη δεκαετία του 1950. Νέες ανασκαφές έλαβαν χώρα κυρίως στο ανατολικό τμήμα της οδού κατά το 1967. Κατά τη δεκαετία του 1960 και 1970 άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες αναστήλωσης διάφορων μνημείων του Εμβόλου.61 Εν μέρει ή ολοκληρωτικά αναστηλώθηκαν το μνημείο του Μέμμιου, ο ναός του Αδριανού και η «στοά των Κουρητών», το νυμφαίο του Τραϊανού, οι πύλες Αδριανού και Ηρακλέους, και βέβαια η βιβλιοθήκη του Κέλσου.
Έτσι σήμερα ο Έμβολος προσφέρει την πιο αντιπροσωπευτική και ξεκάθαρη εικόνα της πόλης κατά τη Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική της φάση και αποτελεί το σημαντικότερο τουριστικό πόλο έλξης. Κατά τη δεκαετία του 1980 ο W. Jobst πραγματοποίησε νέες έρευνες στον Κάτω Έμβολο.62 Κατά τη δεκαετία αυτή όπως και στην επόμενη δημοσιεύτηκαν σημαντικές μελέτες για μεμονωμένα μνημεία της οδού των Κουρητών που έριξαν φως σε άγνωστες πτυχές της ιστορίας του. Σταθμό, τέλος, για τη μελέτη του Εμβόλου αποτελεί το πρόγραμμα ανασκαφικών και επιγραφικών ερευνών που ξεκίνησε από τον D. Knibbe με τη συμμετοχή σημαντικών αρχαιολόγων με σκοπό την επιστημονική τεκμηρίωση της ιστορίας και τοπογραφίας της οδού. Στο πλαίσιο αυτό δημοσιεύονται τακτικά τα αποτελέσματα και οι εκθέσεις των ανασκαφών της εκάστοτε χρονιάς.63 |
1. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 422. 2. Κλίση ανηφορική 10%, με υψομετρική διαφορά περίπου 20 μ. από δυσμάς προς ανατολάς. Thür, H., “Kuretenstrasse”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer, (Wien 1995) σελ. 116. 3. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 421. 4. Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 84. 5. Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 85. 6. Οι επιγραφές των κιόνων δημοσιεύτηκαν από τον Knibbe, D., Der Staatsmarkt. Die Inschriften des Prytaneions. Die Kureteninschriften und sonstige religiöse Texte (FiE IX, 1,1, Wien 1981). Για το σύλλογο των Κουρητών βλ. Gratz, F., “Ephesische und andere Kureten”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 255-261. Επίσης Rogers Maclean, G., “The Philosebastoi Kuretes of Ephesos”, στο Steine und Wege. Festschrift für D. Knibbe. (SoschrÖAI 32 Wien 1999) σελ. 125-130. 7. Jobst, W., “Embolosforschungen I”, ÖJh 54 (1983), σελ. 150, σημ. 1 με βιβλιογραφία. Επίσης πιο πρόσφατα Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 85-86. 8. Thür, H., “The Processional Way in Ephesos as a Place of Cult and Burial”, HThSt 41 (1995) σελ. 158-159. 9. Πρβ. Thür, H., “The Processional Way in Ephesos as a Place of Cult and Burial”, HThSt 41 (1995) σελ. 157-158. 10. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 422. 11. βλ. δικτυογραφία Ephesos-Gesamtplan 12. Για την βιβλιοθήκη του Κέλσου βλ. Outschar, U., “Celsusbibliothek”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer, (Wien 1995), σελ. 132-133 με βιβλιογραφία. Επίσης, Hueber, F., Ephesos. Gebaute Geschichte (Wien 1995) σελ. 77 κ.ε. Γενικότερα για τη βιβλιοθήκη και τη περιοχή της πρβ. ακόμα Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 424 και Thür, H., “Das Bibliothekviertel”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer (Wien 1995) σελ. 138. 13. Thür, H., “Das Bibliothekviertel”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer (Wien 1995) σελ. 138. Jobst, W., “Embolosforschungen I”, ÖJh 54 (1983) σελ. 234 κ.ε., εικ. 53-54. 14. Βλ. Jobst, W., “Embolosforschungen I”, ÖJh 54 (1983) σελ. 215 κ.ε. 15. Πρβ. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 426-427 και Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24 Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 109, σημ. 56 με σχετική βιβλιογραφία. Επίσης βλ. Hueber, F., Ephesos. Gebaute Geschichte (Wien 1995) σελ. 83 κ.ε. 16. Börker C., Merkelbach R., Engelmann H. Knibbe D., Die Inschriften von Ephesos Teil II Nr. 101-599 (Repertorium) (Bonn 1979), σελ. 151, αρ.426. Jobst, W., “Embolosforschungen I”, ÖJh 54 (1983) σελ. 204 κ.ε. 17. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 424. 18. Jobst, W., “Embolosforschungen I”, ÖJh 54 (1983) σελ. 198 κ.ε. 19. Hueber, F., ‘‘Zur Städtebaulichen Entwicklung des hellenistisch-römischen Ephesos’’, IstMitt 47 (1997) σελ. 269. 20. Για τη νησίδα αυτή και τα οικοδομήματά της βλ. Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 90 με πρόσφατη βιβλιογραφία. Πρβ. επίσης Thür, H. – Büyükkolanci, M. – Büyükkolanci, P., “Variusbad, Latrine und sog. Freudenhaus”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer, (Wien 1995) σελ. 122. 21. Για την τοξωτή αυτή στοά και τη συσχέτισή της με τις παρακείμενες θέρμες και την ανακαίνισή τους από τη Σχολαστικία: Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24 Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 112 κ.ε. 22. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 427 με σχετική βιβλιογραφία. 23. Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24 Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 112 κ.ε. 24. Για μια διαφορετική ερμηνεία του ναού ως προπύλου του Ολυμπιείου πρβ. Hueber, F., Ephesos. Gebaute Geschichte (Wien 1995) σελ. 86 κ.ε. 25. Για τον ναό του Αδριανού πρβ. πρόσφατα Outshar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrasse”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 443-448 με συγκεντρωμένη την έως τότε βιβλιογραφία. 26. Τετράρχες: οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους μετά το χωρισμό του από το Διοκλητιανό σε τέσσερα τμήματα. Οι πρώτη τετράδα τέτοιων ηγεμόνων ήταν ο Διοκλητιανός, ο Μαξιμιανός (Αύγουστοι), ο Γαλέριος και ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός (Καίσαρες). 27. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 427, σημ. 65 με βιβλιογραφία. 28. Βλ. Thür, H., “Traianischer Torbau”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer (Wien 1995) σελ. 116. 29. Βλ. Thür, H., Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 88. 30. Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 88-89. 31. Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D., Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 87. 32. Thür, H., “Heraklestor”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer (Wien 1995) σελ. 100 με βιβλιογραφία. 33. Για το μνημείο πρβ. γενικά Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990) σελ. 57-85 με εκτενή βιβλιογραφία. Επίσης βλ. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971). 34. Thür, H., “Hydreion”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer, (Wien 1995) σελ. 99. Επίσης, για τις επιγραφές που βρέθηκαν κατά την αποκάλυψη του Υδρείου βλ. Knibbe, D., “Ephesische Bauinschriften, 2. Die Inschrift des Hydreions”, ZPE 31 (1978) σελ. 96-98. 35. Βλ. γενικά τη δημοσίευση της Thür, H., Das Hadrianstor in Ephesos (FiE XI 1, Wien 1989). 36. Για το μνημείο του Ανδρόκλου βλ. Thür, H., “Der ephesische Ktistes Androklos und (s)eine Heroon am Embolos”, ÖJh 64 (1995) σελ. 63-103. 37. Για το Οκτάγωνο βλ. Thür, H., “Oktagonon, Grabmal der Ptolemaierin Arsinoe IV”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer, (Wien 1995) σελ. 126 με βιβλιογραφία. Για τη σημασία και την ταύτιση του κτηρίου βλ. ακόμα της ιδίας, “The Processional Way in Ephesos as a Place of Cult and Burial”, HThSt 41 (1995) σελ. 180 κ.ε. 38. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 424 με βιβλιογραφία. Επίσης πρβ. Thür, H., “Alytarchenstoa, hellenistischer Brunnen, sogenanntes Nymphäum (Hexagon)”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer (Wien 1995) σελ. 124. 39. Πρβ. σχετικά Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24 Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 118. Επίσης βλ. Thür, H., “Alytarchenstoa, hellenistischer Brunnen, sogenanntes Nymphäum (Hexagon)”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer, (Wien 1995) σελ. 124 με βιβλιογραφία. 40. Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24 Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 118. 41. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 423 κ.ε. Επίσης βλ. Thür, H, “Alytarchenstoa, hellenistischer Brunnen, sogenanntes Nymphäum (Hexagon)”, στο Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer, (Wien 1995) σελ. 124 με βιβλιογραφία. 42. Για την επιγραφή και γενικότερα τη στοά βλ. Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24 Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 112. 43. Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 90. 44. Για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή αυτή της Εφέσου κατά τους Προελληνιστικούς χρόνους πρβ. Hueber, F., Ephesos. Gebaute Geschichte (Wien 1995) σελ. 42-43 και 70-71. Επίσης πρβ. Jobst, W., “Embolosforschungen I”, ÖJh 54 (1983) σελ. 171 κ.ε. 45. Hueber, F., Ephesos. Gebaute Geschichte (Wien 1995) σελ 43. 46. Thür, H., “The Processional Way in Ephesos as a Place of Cult and Burial”, HThSt 41 (1995) σελ. 159. 47. Πρβ. σχετικά την πραγμάτευση του θέματος από την Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 425 και 427 κ.ε. όπου συγκεντρωμένες και οι νεότερες απόψεις. Επίσης για το χαρακτήρα του Εμβόλου ως ταφικής οδού βλ. Thür, H., “The Processional Way in Ephesos as a Place of Cult and Burial”, HThSt 41 (1995) σελ. 157 κ.ε. 48. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 424-425. 49. Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 93. 50. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 425 με βιβλιογραφία. Για τον συγκεκριμένο αξιωματούχο της Εφέσου βλ. αναλυτικότερα Knibbe, D., “Der ephesische γραμματεύς του δήμου M. Tigellius Lupus”, ZPE 33 (1979) σελ 124 κ.ε. 51. Βίος Αγ. Τιμοθέου, 45-50. Πρβ. επίσης Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24 Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 105-106 με πλούσια βιβλιογραφία. 52. Βλ. σχετικά Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 426, σημ. 58. 53. Για τον τάφο του Αριστίωνος πρβ. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 427. Επίσης βλ. Thür, H., (επιμ.), …,,und verschönerte die Stadt...“ ,,...ΚΑΙ ΚΟΣΜΗΣΑΝΤΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ…“. Ein ephesischer Priester des Kaiserkultes in seinem Umfeld. (SoSchrÖAI 27, Wien 1997). Για τη ζωή και τη δράση του ρήτορα Διονυσίου μέσα από το έργο του Φιλόστρατου πρβ. Engelmann, H., “Philostrat und Ephesos”, ZPE 108 (1995) σελ. 77-87 και ειδικά 86 κ.ε. Για την ταύτιση του τάφου του βλ. Thür, H., “Der Embolos: Tradition und Innovation anhand seines Erscheinungsbides”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 427, σημ. 70 με βιβλιογραφία. 54. Hueber, F., Ephesos. Gebaute Geschichte (Wien 1995) σελ.82, εικ. 102. 55. Για την οδό των Κουρητών κατά την Ύστερη Αρχαιότητα πρβ. συνολικά Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24. Februar 1996 (Wien 1999) 104 κ.ε. 56. Πρβ. Hueber, F., ‘‘Zur Städtebaulichen Entwicklung des hellenistisch-römischen Ephesos’’, IstMitt 47 (1997) σελ. 269. 57. Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24. Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 119. 58. Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom. 22-24. Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 119. 59. Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24. Februar 1996 (Wien 1999) σελ. 118. 60. Σχετικά πρβ. Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 85-86 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία. Για τις πρώτες ανασκαφές βλ. και Jobst, W., “Embolosforschungen I”, ÖJh 54 (1983) σελ. 154 κ.ε. 61. Για την αναστυλωτική εργασία του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στον Έμβολο βλ. γενικά Wilpinger, G. – Wlach, G., Ephesos. 100 Jahre österreichische Forschungen (Wien – Köln – Weimar 1995), σποράδην. 62. Jobst, W., “Embolosforschungen I”, ÖJh 54 (1983) σελ. 150 κ.ε. 63. Βλ. σχετικά Thür, H., “Die Ergebnisse der Arbeiten an der innenstädtischen Via Sacra im Embolosbereich”, στο Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.) Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995) σελ. 84. Μέχρι στιγμής έχουν δημοσιευτεί τρεις εκθέσεις των ερευνών για το εντός της πόλης τμήμα της Ιεράς Οδού που ταυτίζεται με τον Έμβολο: Knibbe, D. – Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca I (BerMatÖAI 3, Wien 1993)· Knibbe, D. – Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (BerMatÖAI 6, Wien 1995)· Knibbe, D. – Thür, H. – Pietsch W., Via Sacra Ephesiaca III (BerMatÖAI 8, Wien 1998) . |