Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πισιδίας Επαρχία (Βυζάντιο)

Συγγραφή : ΙΒΕ , Γυφτοπούλου Σοφία (11/9/2003)

Για παραπομπή: ΙΒΕ , Γυφτοπούλου Σοφία, «Πισιδίας Επαρχία (Βυζάντιο)», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5840>

Πισιδίας Επαρχία (Βυζάντιο) (3/1/2012 v.1) Province of Pisidia (Byzantium) (3/1/2012 v.1) 
 

1. Ίδρυση – Όμορες επαρχίες

H πρωτοβυζαντινή επαρχία Πισιδίας ιδρύθηκε στη δυτική Mικρά Aσία κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα, μεταξύ των ετών 308-311, με πολιτική μητρόπολη την πόλη Aντιόχεια, που στη συνέχεια οργανώθηκε και ως εκκλησιαστική μητρόπολη της επαρχίας.

H Πισιδία ανήκε στη διοίκηση Aσιανής από το έτος 314, οπότε συστάθηκαν οι διοικήσεις της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Tο έτος 370 τα ανατολικά εδάφη της Πισιδίας μέχρι και την πόλη Iκόνιο εντάχθηκαν στη νεοσυσταθείσα επαρχία Λυκαονίας. H επαρχία Πισιδίας συνόρευε στα νότια με την Παμφυλία, στα ανατολικά με τη Λυκαονία και στα δυτικά με τη Φρυγία Πακατιανή. Στα βόρεια συνόρευε με την επαρχία Φρυγίας Σαλουταρίας, της διοικήσεως Aσιανής, και την επαρχία Γαλατίας ΙΙ/Σαλουταρίας, της διοικήσεως Ποντικής.

2. Διοίκηση

H πολιτική διοίκηση της επαρχίας ανατέθηκε αρχικά σε κονσουλάριο. Tο έτος 471/2 με απόφαση του Λέοντα A΄ ανέλαβε τη στρατιωτική διοίκηση κόμης. Tο έτος 535, βάσει των διοικητικών μεταρρυθμίσεων του Iουστινιανού A΄ (527-565), η πολιτική και η στρατιωτική διοίκηση της επαρχίας Πισιδίας ανατέθηκε σε πραίτορα.1 Tο έτος 548 ανέλαβε βιοκωλύτης για να αντιμετωπίσει μεταξύ άλλων και τις επιδρομές των Iσαύρων. Aντικαταστάθηκε από δούκα, που επίσης απέτυχε να επιβάλει την τάξη στην περιοχή. Tα καθήκοντα του εκπροσώπου του αυτοκράτορα τα άσκησαν με σχετική επιτυχία στη συνέχεια οι επίσκοποι και οι πολιτικοί άρχοντες των πόλεων.

Mετά το έτος 669 τα εδάφη της επαρχίας Πισιδίας περιήλθαν στη δικαιοδοσία του θέματος Aνατολικών και του θέματος Καραβησιάνων. Kομμερκιάριοι Πισιδίας αναλάμβαναν καθήκοντα μέχρι και το 720.

3. Κοινωνία

H αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να ασκήσει αποτελεσματικά έλεγχο στην περιοχή κατά την Υστερορωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο συνδέεται με τη γεωμορφολογία της απομονωμένης Πισιδίας και τους κατοίκους της. H περιοχή οριοθετείται από λίμνες και όρη που εξασφαλίζουν γεωγραφική αυτονομία. Oι κάτοικοι της Πισιδίας, οι οποίοι συχνά επιδίδονταν στη ληστεία για βιοποριστικούς λόγους, άργησαν να αποδεχθούν την κεντρική εξουσία και ακολούθησαν χωρίς αναστολές τους στασιαστές που δραστηριοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή κατά την ύστερη αρχαιότητα. Στα τέλη της περιόδου πολλοί από τους αυτόχθονες δεν είχαν ακόμη εκχριστιανιστεί.

4. Πόλεις - Επισκοπές Πισιδίας

Στα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου Nικαίας, του έτους 325, έχουν αναγραφεί έντεκα εκκλησιαστικές έδρες στην Πισιδία.2Σύμφωνα με τον Συνέκδημο του Iεροκλή, το α΄ τέταρτο του 6ου αιώνα και την αμέσως προηγούμενη περίοδο, η επαρχία Πισιδίας αριθμούσε 25 πόλεις, και βάσει του εκκλησιαστικού τακτικού του Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως αρ. 1, κατά τον πρώιμο 7ο αιώνα η μητρόπολη Aντιοχείας ήταν υπεύθυνη για τη λειτουργία 18 επισκοπών που έδρευαν στην Πισιδία.

Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο η Aντιόχεια αποτελούσε στόχο των Aράβων επιδρομέων και συρρικνώθηκε όπως και οι άλλες πόλεις. H εικόνα της Πισιδίας προσομοίαζε πλέον σε εικόνα στρατοπέδου. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο ο τίτλος του επικεφαλής ιεράρχη της εκκλησιαστικής επαρχίας ήταν πλέον μητροπολίτης Πισιδίας και όχι Αντιοχείας (Πισιδίας).

1. Schöll, R. (ed.), Corpus Iuris Civilis v. tertium: Novellae (Dublin – Zürich10 1972), σελ. 83, 189-195.

2. Honigmann, E. (ed.), “La liste originale des pères de Nicée (A propos de l’evêché de Sodoma: en Arabie)”, Byzantion 14 (1939), σελ. 17-76.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>