Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πισιδίας Μητρόπολις

Συγγραφή : Μουστάκας Κωνσταντίνος (3/3/2003)

Για παραπομπή: Μουστάκας Κωνσταντίνος, «Πισιδίας Μητρόπολις», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5841>

Πισιδίας Μητρόπολις (28/7/2008 v.1) Diocese of Pisidia - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. 14ος αιώνας

Η εκκλησιαστική επαρχία Πισιδίας έχει μακραίωνη ιστορία που ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, με κύριο χαρακτηριστικό την επέκταση, από το 14ο αιώνα και εξής, του γεωγραφικού της χώρου και την απορρόφηση άλλων επαρχιών που υπήρξαν κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Κατά συνέπεια, η μελέτη της επαρχίας Πισιδίας, που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναφορικά με την Ύστερη Μεσαιωνική και τη Νεότερη εποχή, οφείλει να επεκταθεί και σε παράλληλη εξέταση όλων των γειτονικών επαρχιών που στη συνέχεια απορροφώνται από την Πισιδίας, δηλαδή των παλαιών βυζαντινών μητροπόλεων Πέργης, Σίδης, Συλλαίου, Ατταλείας και Μύρων.

Αν και από τους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας δεν επιβιώνουν ουσιαστικές πληροφορίες για τη μητρόπολη Πισιδίας και για τις γειτονικές μητροπόλεις, ένα ενδιαφέρον σώμα πληροφοριών σώζεται στα πατριαρχικά έγγραφα του 14ου αιώνα. Πρόκειται για τη δύσκολη εποχή μετά τη μουσουλμανική κατάκτηση και την αξιοσημείωτη συγκυρία της πολιτικής μεταβολής στα εδάφη αυτά, αφού είναι πρόσφατη η ανάληψη της εξουσίας από τη δυναστεία των Hamid-oğulları (ο ευρύτερος χώρος Πισιδίας, Λυκίαςκαι Παμφυλίας βρίσκεται εξ ολοκλήρου υπό την κυριαρχία των Σελτζούκων του Ικονίου από τις αρχές του 13ου αιώνα και περιέρχεται υπό τους Hamid-oğullarıκατά τις αρχές του 14ου αιώνα). Κύριο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής, όσον αφορά την εκκλησιαστική ιστορία του μικρασιατικού χώρου, είναι οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Εκκλησία ως προς την οργάνωση και λειτουργία της, λόγω της μεγάλης μείωσης του χριστιανικού πληθυσμού, της εξάρτησής της από τις διαθέσεις των Τουρκομάνων ηγεμόνων, των πενιχρών οικονομικών μέσων, της δυσκολίας επικοινωνίας με το Πατριαρχείο και της συνεπαγόμενης απροθυμίας των εκλεγόμενων αρχιερέων να μεταβούν στις επαρχίες τους (κατάσταση που μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη εξάλειψη του κλήρου από μια περιοχή, αφού μη υπάρχοντος επισκόπου δεν ήταν δυνατή η κανονική χειροτονία κληρικών).

Ύστερα από δύο περίπου αιώνες κρίσης και διαμόρφωσης των δυσμενών αυτών συνθηκών για την Εκκλησία, μια πρώτη εικόνα για τη διαμορφωθείσα κατάσταση προκύπτει κατά το 1315, χρόνο σύνταξης των αρχαιότερων από τη σειρά εγγράφων που αφορούν τις περιοχές αυτές. Με βάση τις πληροφορίες αυτές σε ενεργό κατάσταση και λειτουργία βρίσκονταν οι μητροπόλεις στις οποίες αναφερόμαστε στη συνέχεια.

2. Μητρόπολη Πισιδίας

Είχε μητροπολίτη το Γρηγόριο. Είναι άγνωστο αν η έδρα του μητροπολίτη παραμένει στην Αντιόχεια (Yalvaç), όπως κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, ή είχε μεταφερθεί στο Eğirdir (Εγκιρντίρ) που αποτέλεσε μητροπολιτική έδρα αργότερα (αν και άλλου μητροπολίτη όπως θα δούμε παρακάτω). Ο Γρηγόριος βρίσκεται στο χώρο της μητρόπολής του το 1315 όταν του εκχωρείται λόγω εγγύτητας και η αρχιεπισκοπή Λεοντοπόλεως που αρχικά είχε προγραμματιστεί για την επανενεργοποιούμενη μητρόπολη Σίδης.1 Μέχρι το 1324 ο Γρηγόριος αποχωρεί από το χώρο της μητρόπολής του και εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη, όπου από το 1324 έως το 1340 μετέχει στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου.2 Ως λόγος απομάκρυνσής του από την επαρχία του εκτίθεται η «...επικρατούσα εν τω τόπω εθνική βία…», δηλαδή εικάζεται ότι ο τοπικός δυνάστης των Hamid-oğulları είχε σκληρύνει τη στάση του έναντι της χριστιανικής εκκλησίας καθιστώντας αδύνατη την εκεί παρουσία του μητροπολίτη.3

Εν τω μεταξύ, και αφού ο Γρηγόριος είχε αποβιώσει, η Ιερά Σύνοδος, κατόπιν αιτήσεων των χριστιανών της περιοχής, αποφάσισε το 1345 να επαναπληρώσει τη θέση του μητροπολίτη Πισιδίας επιλέγοντας τον έως τότε επίσκοπο Σωζοπόλεως.4 Φαίνεται ότι η επιλογή του Σωζοπόλεως δημιούργησε προηγούμενο, αφού και 24 χρόνια αργότερα, το 1369, ένας άλλος μητροπολίτης Σωζοπόλεως, ο Αθανάσιος, επιλέχθηκε για τη μητρόπολη Πισιδίας και με την περίσταση του γεγονότος αυτού ο χώρος αρμοδιότητας της μητρόπολης επεκτάθηκε με την εκχώρηση της γειτονικής μητρόπολης Μισθείων.5 Σε αμφότερες τις περιπτώσεις πάντως, δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν οι επιλεγέντες αρχιερείς, πρώην Σωζοπόλεως, μετέβησαν στο χώρο της νέας τους αρχής.

3. Μητρόπολη Μύρων

Η μητρόπολη Μύρων διατηρούσε την υπόσταση και συνοχή της καθώς και ορισμένες από τις επισκοπές της (μαρτυρούνται οι επισκοπές Στενού, Κυάνων και Μάκρης και Λιβισίου – παλαιότερη γραφή Λιβυσίου). Τελευταίος μητροπολίτης προ του 1316 είχε διατελέσει ο Λουκάς, ο οποίος και είχε χειροτονήσει τον επίσκοπο Κυάνων και ο τελευταίος με τη σειρά του ομάδα ιερέων, μάλλον αντικανονικά όπως μαρτυρεί διαμαρτυρία προς το Πατριαρχείο του πρεσβυτέρου Μιχαήλ Άρχοντος, τοποτηρητή της επισκοπής Στενού.

Οι χειροτονήσεις αυτές είχαν γίνει τελικά αποδεκτές από το Πατριαρχείο, προφανώς λόγω των εγγενών δυσκολιών στελέχωσης της Εκκλησίας στον τουρκοκρατούμενο χώρο, με μόνη εξαίρεση τον επίσκοπο Μάκρης και Λιβισίου που, αν και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να λάβει επίσημα το χρίσμα από τη σύνοδο, η αίτησή του απορρίφθηκε και του απαγορεύτηκε να ασκεί οποιαδήποτε καθήκοντα στην επισκοπή.6

Αφότου είχε πάψει να ασκεί τα καθήκοντά του ο μητροπολίτης Λουκάς, η μητρόπολη διοικούνταν και ιερουργούνταν αντικανονικά και χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου από το μητροπολίτη Ατταλείας, γεγονός το οποίο διευκόλυνε η πολιτική κατάσταση, αφού η περιοχή της Λυκίας εξουσιαζόταν από τον κλάδο των Hamid-oğulları της Αττάλειας. Το 1316 αποφασίζεται η τοποθέτηση μητροπολίτη Μύρων και για το λόγο αυτό ο Ατταλείας ειδοποιείται να σταματήσει να παρεμβαίνει στα της μητρόπολης αυτής. Πράγματι, μη επονομαζόμενο πρόσωπο εκλέγεται μητροπολίτης Μύρων και παρακάθεται σε δύο συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου το 1316, που είναι και οι μόνες πληροφορίες για αυτόν.7

Νέος μητροπολίτης Μύρων τοποθετείται το 1365 ή λίγο νωρίτερα ο πρώην Κελτζηνής, καθώς και ο Ματθαίος το 1383.8 Ο τελευταίος υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος μητροπολίτης. Παρέμεινε ενεργός τουλάχιστον ως το έτος 1401, οπότε σταματούν οι πληροφορίες, και είχε μεταβεί στην επαρχία του με την εξαίρεση διαστημάτων κατά τα οποία βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός (1383 – αμέσως μετά την εκλογή του, 1394, 1401). Είχε πετύχει να του ανατεθεί η διοίκηση της Ρόδου, της Κω και των λοιπών Δωδεκανήσων, μέχρι το 1394, οπότε εκχωρούνται στον Σταυρουπόλεως Καρίας, ενώ μέχρι το 1387 επενέβαινε αυθαίρετα στις υποθέσεις της μητρόπολης Ατταλείας λόγω απουσίας τοπικού μητροπολίτη.9

Παρά την εκλογή και αποστολή νέου μητροπολίτη στην Αττάλεια, του Αθανασίου το 1387, ο τελευταίος λόγω των προφανών δυσκολιών δεν καταφέρνει να παραμείνει και μέχρι το 1389 έχει επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετέχει στη σύνοδο, και έτσι η διοίκηση της μητρόπολης Ατταλείας επιστρέφει στον Μύρων Ματθαίο με επίσημη έγκριση του Πατριάρχη και μέχρι το 1397, οπότε εκλέγεται νέος μητροπολίτης Ατταλείας ο Θεοφύλακτος (στο διάστημα αυτό ο Ματθαίος αντιμετώπισε και συνωμοτική ενέργεια του μητροπολίτη Σελευκείας το 1394 με στόχο την απομάκρυνσή του από τη διοίκηση της Αττάλειας).10 Μετά την απομάκρυνση του μητροπολίτη Ατταλείας Θεοφυλάκτου και την τοποθέτησή του στη μητρόποληΣουγδαίας και Φούλλων δεν υπάρχουν πληροφορίες για την περαιτέρω υπαγωγή της μητρόπολης Ατταλείας.11 Καθώς ο Ματθαίος παρέμενε μητροπολίτης Μύρων τουλάχιστον ως το 1401 είναι πιθανό η διοίκηση της Αττάλειας να περιήλθε ξανά σε αυτόν.12

4. Μητρόπολη Σίδης

Η μητρόπολη Σίδης χαρακτηρίζεται το 1315 ως από πολλά χρόνια αποίμαντη, και πιθανώς ήταν μία από τις γειτονικές μητροπόλεις που διοικούνταν από το μητροπολίτη Ατταλείας όπως και αυτή των Μύρων, όταν ο Πατριάρχης και η σύνοδος αποφασίζουν να τοποθετήσουν μητροπολίτη και να αποστείλουν εκεί τον έως τότε επίσκοπο Σινώπης. Επιπλέον θα του εκχωρούνταν και η γειτονική μητρόπολη Συλλαίου (ή Πέργης) καθώς και η αρχιεπισκοπή Λεοντοπόλεως, αν και την τελευταία διεκδίκησε και τελικά ανέλαβε ο Πισιδίας Γρηγόριος.13

Τι έγινε τελικά με τον πρώην Σινώπης και αν μετέβη επιτόπου για την άσκηση των καθηκόντων του ως μητροπολίτης Σίδης δεν είναι γνωστό. Γεγονός είναι ότι αργότερα και γύρω στα μέσα του αιώνα υπήρχε εκλεγμένος μητροπολίτης Σίδης, ο Κύριλλος, για τον οποίο διασώζονται κάποια στοιχεία σχετικά με την αρχιερατεία του και είναι δυνατή η αποκατάσταση του χρονικού πλαισίου αυτής. Σώζεται έγγραφο αναφερόμενο στην εκλογή του, αχρονολόγητο δυστυχώς, αλλά κρίνοντας από την παρουσία μη κατονομαζόμενου μητροπολίτη Σίδης στην ιερά σύνοδο από τον Απρίλιο του 1342 έως τον Απρίλιο του 1343 μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια ότι πρόκειται για τον Κύριλλο ο οποίος είχε πρόσφατα εκλεγεί, πιθανότατα κατά τις αρχές του 1342, και μετείχε στην ιερά σύνοδο προτού αναχωρήσει για την επαρχία του.14 Από μεταγενέστερα αχρονολόγητα έγγραφα πληροφορούμαστε ότι ο Κύριλλος, αφού είχε μείνει για κάποιο διάστημα στην επαρχία του, στη συνέχεια έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο λόγω σοβαρών δυσκολιών που αντιμετώπιζε στη μητρόπολή του, οφειλόμενων και στις πιέσεις εκ μέρους των μουσουλμάνων κυριάρχων και στην αδιαφορία των εκεί χριστιανών. Επίσης είχε κατηγορηθεί για αίρεση ως βαρλααμιστής αλλά η σύνοδος τον είχε απαλλάξει από αυτή την κατηγορία.15 Τελευταία πληροφορία που παρέχουν τα έγγραφα αυτά είναι ότι ο Κύριλλος επρόκειτο σύντομα να μεταβεί από την Κύπρο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, συνδυαζόμενη με την παρουσία μη κατονομαζόμενου μητροπολίτη Σίδης στην Ιερά Σύνοδο τον Ιούνιο του 1357, επιτρέπει την εκτίμηση ότι ο μητροπολίτης αυτός είναι ο Κύριλλος, για τον οποίο αποκαθίσταται ως χρονικό πλαίσιο αρχιερατείας η περίοδος 1342-1357.16 Στην έδρα της επαρχίας φαίνεται ότι μετέβη για μάλλον μικρό χρονικό διάστημα κατά την αρχή της αρχιερατικής του θητείας. Ο ίδιος ασκούσε έως το 1345 και τη διοίκηση της επαρχίας Πισιδίας, η οποία είχε μείνει χωρίς αρχιερέα μετά την αναχώρηση του μητροπολίτη Γρηγορίου προ του 1324.17

Στη συνέχεια τα σχετικά με την ύπαρξη εκλεγμένων μητροπολιτών Σίδης και το ενδεχόμενο της εκεί παρουσίας τους είναι μάλλον ασαφή. Σύμφωνα με πληροφορία του έτους 1369 ο μητροπολίτης Σίδης και «έξαρχος πάσης Παμφυλίας» ανέλαβε και τη διοίκηση της Ρόδου και των λοιπών Δωδεκανήσων, όμως μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1371, πληροφορούμαστε ότι τον τόπο του Σίδης επείχε ο μητροπολίτης Λαρίσσης, το ίδιο και ο Ποντοηρακλείας σε απροσδιόριστη χρονική στιγμή, που σημαίνει ότι σε εκείνες τις συγκυρίες δεν υπήρχε εκλεγμένος μητροπολίτης Σίδης.18

Η οριστική έκτοτε υπαγωγή της επαρχίας Σίδης στο μητροπολίτη Ατταλείας, δηλαδή η ουσιαστική ένωση των δύο επαρχιών, επέρχεται το 1396-1397. Από έγγραφα των ετών αυτών πληροφορούμαστε ότι η επαρχία παρέμενε από καιρό («εκ πολλού») αποίμαντη λόγω έκλειψης του τελευταίου μητροπολίτη, ο οποίος ούτως ή άλλως δεν είχε ασκήσει επαρκώς τα καθήκοντά του λόγω ασθένειας και ραθυμίας (δεν είναι ξεκάθαρο αν υπονοείται ο Κύριλλος ή άλλος μεταγενέστερος μητροπολίτης, ούτε αν επιτρέπεται η ταυτισή του με τον αναφερόμενο του έτους 1369), και επειδή ο αριθμός των χριστιανών ήταν μικρός και ανεπαρκής για συντήρηση γνήσιου μητροπολίτη, αποφασίστηκε, εφόσον είχε εκλεγεί μητροπολίτης Ατταλείας και Πέργης ο Θεοφύλακτος, η επαρχία Σίδης να υπαχθεί σε αυτόν.19 Έτσι ξεκινά η παράδοση της συνεχούς υπαγωγής της Σίδης στον εκάστοτε μητροπολίτη ή διοικούντα τη μητρόπολη Ατταλείας, αν και η επαρχία Σίδης διατηρεί τυπικά την υπόστασή της και δεν συγχωνεύεται με τη μητρόπολη Ατταλείας σε αντίθεση με την επαρχία Πέργης παλαιότερα.

5. Μητρόπολη Ατταλείας

Η μητρόπολη Ατταλείας διοικούνταν από επιτόπου ευρισκόμενο μητροπολίτη, ο οποίος από απροσδιόριστο χρόνο προ του 1316 και επωφελούμενος της απουσίας αρχιερέων σε γειτονικές επαρχίες, όπως η Μύρων πιθανότατα και η Σίδης, επενέβαινε αντικανονικά στη διοίκησή τους, γεγονός για το οποίο ενημερώνεται το Μάιο του 1316 από τον Πατριάρχη ότι επικείμενης της αποστολής αρχιερέων στις επαρχίες αυτές ο ίδιος πρέπει να παύσει να αναμιγνύεται.20

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, γύρω στο 1317-1318, ο μητροπολίτης αυτός φτάνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέχει και στην Ιερά Σύνοδο.21 Παρουσιάζοντας την κατάσταση της επαρχίας, ο μητροπολίτης θέτει το πρόβλημα που έχει προκύψει στη μητρόπολη από την αυθαίρετη και καταχρηστική διαχείριση των ναών και μονών της επαρχίας εκ μέρους κληρικών και λαϊκών που ήταν επιφορτισμένοι με την επιμέλεια αυτών και από την οικειοποίηση των σχετικών πόρων που οδήγησε τους παραπάνω ναούς και τις μονές στην ερήμωση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά σε μονές, οι οποίες λόγω αυτών των συνθηκών εγκαταλείπονται από τους μοναχούς.22 Τα στοιχεία αυτά παρέχουν ακόμα ένα παράδειγμα της ουσιαστικής δυσλειτουργίας του εκκλησιαστικού μηχανισμού στον εκτός χριστιανικής εξουσίας μικρασιατικό χώρο. Επιπλέον, βάσει των ίδιων στοιχείων, φαίνεται ότι ο μητροπολίτης επρόκειτο να επιστρέψει στην Αττάλεια, αφού εφοδιάστηκε με εγκύκλιο συνιστώσα την αποκατάσταση της άμεσης διαχείρισης της μητρόπολης και την επιστροφή των οικειοποιηθέντων περιουσιακών στοιχείων.23

Έκτοτε και για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη μητρόπολη Ατταλείας, ενώ δεν είναι απόλυτα σίγουρο αν ο ενεργός το 1317-1318 μητροπολίτης επανήλθε όντως στην έδρα του μετά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Εν τω μεταξύ η μητρόπολη Ατταλείας συγχωνεύεται σταδιακά με τη μητροπόλη Πέργης και Συλλαίου, γεγονός του οποίου η πρώτη μνεία βρίσκεται σε notitia της εποχής του Ανδρονίκου Γ΄ (1328-1341) και επιβεβαιώνεται οριστικά από μαρτυρία του 1381, έτος κατά το οποίο καταγράφεται ως μητροπολίτης Πέργης και Ατταλείας κάποιος Θεόφιλος.24

Είναι αλήθεια ότι για μεγάλο διάστημα του 14ου αιώνα η επαρχία Ατταλείας ήταν αποίμαντη, γεγονός που είχε επιτρέψει το 1361 στο μητροπολίτη Γερμανικοπόλεωςτου κλίματος Αντιοχείας να τη διοικεί αυθαίρετα και αντικανονικά με την έγκριση του τοπικού εμίρη.25 Το ίδιο έγινε αργότερα με το μητροπολίτη Ικονίου, για τον οποίο πληροφορούμαστε ότι το 1385 είχε εγκαταλείψει την έδρα του και είχε εγκατασταθεί στην Αττάλεια, όπου χειροτονούσε και ιερουργούσε αντικανονικά, γεγονός για το οποίο ο Πατριάρχης τον παραπέμπει προς καθαίρεση, ενώ επίσης την ίδια εποχή στην επαρχία παρενέβαινε και ο μητροπολίτης Μύρων.26 Όσο για τον εκλεγμένο μητροπολίτη Πέργης και Ατταλείας Θεόφιλο, για τον οποίο πληροφορούμαστε από μαρτυρία του 1381, δεν είναι γνωστό αν είχε μεταβεί στην επαρχία του.27

Αυτός που όντως μετέβη ήταν ο επόμενος μητροπολίτης, ο Αθανάσιος, το 1386. Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος με σοβαρές δυσκολίες οικονομικής φύσεως, λόγω της αφαίρεσης των περιουσιακών στοιχείων της εκκλησίας από τον ηγεμόνα, για την αντιμετώπιση των οποίων ο Πατριάρχης ζήτησε από τον Μύρων Ματθαίο να παραχωρήσει στον Ατταλείας ορισμένες τοποθεσίες από τη δική του διοίκηση.28 Τελικά ο Αθανάσιος αποχώρησε από την Αττάλεια και μέχρι το Φεβρουάριο του 1389 είχε επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου και συμμετείχε στην Ιερά Σύνοδο στη διάρκεια του ίδιου έτους.29

Η αποχώρηση του Αθανασίου επέτρεψε την εκ νέου υπαγωγή της επαρχίας Ατταλείας στον Μύρων Ματθαίο, αυτή τη φορά με επίσημη πατριαρχική έγκριση, αν και η διοίκηση του τελευταίου στη συνέχεια δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Γύρω στο 1393-1394 ο μητροπολίτης Σελευκείας Θεόδοτος επιδίωξε να αναλάβει τη διοίκηση της επαρχίας Ατταλείας, αφαιρώντας τη από τον Μύρων με συνωμοτικό τρόπο. Ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη, κατηγόρησε τον Μύρων, μάλλον ψευδώς, ότι δεν είχε ποτέ μεταβεί στην Αττάλεια και ότι αδιαφορούσε για τους εκεί χριστιανούς. Έτσι, εφοδιασμένος με πατριαρχικό γράμμα εγκαθίσταται ο ίδιος στην Αττάλεια όπου αναλαμβάνει τα καθήκοντα του μητροπολίτη.

Την υπόθεση αυτή πληροφορούμαστε από επιστολή του Πατριάρχη στο Θεόδοτο, του Ιανουαρίου 1394, μέσω της οποίας, αφού καταδικάζεται η απάτη, του ζητείται με απειλή αφορισμού να επιστρέψει στη μητρόπολή του και να παραδώσει στον Μύρων τα άμφια που είχε οικειοποιηθεί και τις προσόδους που είχε συγκεντρώσει.30 Έτσι η διοίκηση της μητρόπολης Ατταλείας επανήλθε στον Μύρων, αλλά ήταν πλέον εμφανές ότι η ενασχόλησή του με τα θἐματα της μητρόπολης αυτής ήταν πλημμελής λόγω του εκτεταμένου γεωγραφικού χώρου που είχε υπό την επίβλεψή του. Σύντομα λοιπόν, το 1397, αποφασίστηκε η εκλογή νέου μητροπολίτη Ατταλείας, του ιερομόναχου Θεοφυλάκτου, ο οποίος αναλαμβάνοντας και τη διοίκηση της επαρχίας Σίδης εγκαταστάθηκε στην Αττάλεια, για να φύγει όμως σε μικρό χρονικό διάστημα και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, πριν από το Μάιο 1400, λόγω των πιέσεων εκ μέρους των τοπικών αρχών («…ἐκ τῆς λαχούσης αὐτὸν ἐκκλησίας τὰἐνταῦθα καταλαβὼν διὰ τὴν ἐκείσε τῶν ἀρχόντων ἀσεβῶν ὄντων θηριωδίαν καὶἀγριότητα»).31 Οπότε από το Μάιο του 1400 που ο Θεοφύλακτος εκλέχθηκε μητροπολίτης Σουγδαίας και Φούλλων, η μητρόπολη Ατταλείας βρέθηκε ξανά χωρίς αρχιερέα και ενδεχομένως επανήλθε υπό τη διοίκηση του μητροπολίτη Μύρων.

Σε όλες τις μεταγενέστερες αναφορές οι επαρχίες Ατταλείας, Μύρων και Σίδης βρίσκονται υπό ενιαία διοίκηση (με εξαίρεση την περίοδο 1785-1790 οπότε ενεργοποιείται αυτόνομη αρχιεπισκοπή Μύρων με χώρο αρμοδιότητας την κυρίως επαρχία Μύρων).

6. 15ος-18ος αιώνας

Από τις τέσσερις ενεργές επαρχίες, με παροδική παρουσία μητροπολίτη, που υφίσταντο κατά το 14ο αιώνα στο χώρο της μετέπειτα διευρυμένης μητρόπολης Πισιδίας, στις αρχές του επόμενου αιώνα έχουν μείνει ουσιαστικά δύο, η επαρχία Πισιδίας και μια διευρυμένη επαρχία με τις μητροπόλεις Ατταλείας, Σίδης και Μύρων υπό ενιαία διοίκηση. Τη διευρυμένη αυτή επαρχία ενδέχεται να διοικούσε στις αρχές του 15ου αιώνα ο μητροπολίτης Μύρων, αργότερα όμως, και όπως αποδεικνύεται από τα πατριαρχικά μπεράτια των ετών 1483 και 1525 που αναφέρουν ως έδρα μητροπολίτη την Αττάλεια, φαίνεται ότι η διευρυμένη επαρχία διοικούνταν από αρχιερέα με έδρα την τελευταία.32 Ποιος ήταν όμως ο μητροπολίτης αυτός; Το ερώτημα ανακύπτει από τη στιγμή που η αρχαιότερη notitia της εποχής της τουρκοκρατίας δε μνημονεύει μητροπολίτη Ατταλείας, Σίδης ή Μύρων. Από την άλλη, τα μπεράτια του 1483 και 1525 καταγράφουν την Αττάλεια ως έδρα μητροπολίτη, όπως και το Eğirdir. Πειστική απάντηση έχει δοθεί από τη Ζαχαριάδου, η οποία θεωρεί ότι στην Αττάλεια έδρευε ήδη από τότε ο μητροπολίτης Πισιδίας και ότι ο αναφερόμενος μητροπολίτης που είχε ως έδρα το Eğirdir ήταν ο Ικονίου.33 Παρατηρείται δηλαδή μετατόπιση της διοίκησης των δύο μητροπολιτών, Πισιδίας και Ικονίου, σε άλλη, αν και γειτονική, επαρχία από αυτή που δήλωνε ο τίτλος τους.

Στην περίοδο αυτή λοιπόν βρίσκονται οι απαρχές της σύνδεσης της Αττάλειας και της διευρυμένης επαρχίας της με τους φέροντες το αξίωμα του μητροπολίτη Πισιδίας, και είναι μάλλον ανακριβής η αναφορά σε πατριαρχικό σιγίλιο του 1651 ότι οι εξαρχίες Μύρων, Σίδης και Ατταλείας τέθηκαν για πρώτη φορά υπό τη διοίκηση του μητροπολίτη Πισιδίας επί της πρώτης πατριαρχίας του Μητροφάνη Γ΄ (1565-1572).34

Για την κατεξοχήν μητρόπολη Πισιδίας δε γνωρίζουμε για πόσο καιρό διήρκεσαν η ουσιαστική ενοποίησή της με τη μητρόπολη Ικονίου και η υπαγωγή της στον ιεράρχη της τελευταίας. Οι επόμενες σχετικές μαρτυρίες προέρχονται από τα μέσα του 17ου αιώνα και παρουσιάζουν τις παραπάνω επαρχίες διαχωρισμένες και έκαστη υπό το δικό της αρχιερέα, την Ικονίου και Τυάνων υπό τον Κλήμεντα (έως το 1655), την Πισιδίας υπό τους Ευθύμιο (έως το 1649) και Σίλβεστρο (1649-1661).35 Ο διαχωρισμός αυτός ενδέχεται να είχε συντελεστεί ήδη επί πατριαρχίας Μητροφάνη Γ΄, όταν αποφασίστηκε για πρώτη φορά η υπαγωγή τριών χωριών της Λυκαονίας στη μητρόπολη Πισιδίας, που ανανεώθηκε και από τους επόμενους πατριάρχες, διότι υπό καθεστώς ενιαίας διοίκησης των δύο μητροπόλεων τέτοιες ρυθμίσεις ήταν περιττές.36

Παράλληλα, η διοίκηση της διευρυμένης επαρχίας Ατταλείας περιέρχεται το 1646 σε νεοεκλεγέντα μητροπολίτη Μύρων, τον Ιερεμία Β΄, που αναλαμβάνει τη διοίκηση των εξαρχιών Ατταλείας, Αλάγιας, Καστελορίζου και Λιβισίου, αποσπώμενων από τη διοίκηση του μητροπολίτη Πισιδίας στον οποίο υπάγονταν έως τότε.37 Αυτή η ρύθμιση υπήρξε βραχύβια και το 1651 οι εξαρχίες αυτές τέθηκαν ξανά υπό το Σίλβεστρο Πισιδίας,38 γεγονός που σήμανε την οριστική ενσωμάτωσή τους στη μητρόπολη Πισιδίας και την οριστική διαμόρφωση του γεωγραφικού χώρου που εμπεριείχε στο εξής η μητρόπολη αυτή μέχρι και το 1923. Εξαίρεση αποτέλεσαν τα Μύρα, το Λιβίσι και το Καστελόριζο, που αποσπώνταν κατά καιρούς και αποτελούσαν πατριαρχική εξαρχία εκχωρούμενη σε αξιωματούχους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή μεταξύ των ετών 1785 και 1790, με μόνο αρχιερέα τον Ιωάννη το Ρόδιο.39

Με τις εξελίξεις του 1651 ο Σίλβεστρος Πισιδίας φαίνεται ότι αποκατέστησε ένα καθεστώς που πρέπει να επικρατούσε τουλάχιστον από το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα, πιθανότερη χρονολογία διαχωρισμού των επαρχιών Πισιδίας και Ικονίου, δηλαδή τη διοίκηση του μητροπολίτη Πισιδίας και στην κατεξοχήν επαρχία του και στην παλαιά διευρυμένη επαρχία Ατταλείας, κάτι που προσωρινά διακόπηκε με την τοποθέτηση μητροπολίτη Μύρων το 1646. Επιπλέον, ο Πισιδίας Σίλβεστρος πέτυχε να εξελιχθεί σε «υπερ-μητροπολίτη» το 1655, όταν ανέλαβε και τη διοίκηση της επαρχίας Ικονίου μετά την απομάκρυνση του μητροπολίτη αυτής Κλήμεντα.40

Χρονικά κοντινό στα γεγονότα αυτά είναι το μπεράτι του 1662 (επόμενο στη σειρά ύστερα από αυτά του 1483 και 1525 και γνωστό από ελληνική μετάφραση), το οποίο φωτίζει κάποιες λεπτομέρειες ως προς τη διοίκηση των επαρχιών αυτών, αλλά προκαλεί και κάποιες συγχύσεις. Στο χώρο της μητρόπολης Πισιδίας, όπως αυτός διαμορφώθηκε οριστικά το 1651, το μπεράτι αυτό αναφέρει δύο πόλεις ως έδρες μητροπολιτών, την Αττάλεια και το Elmalı (Ελμαλί).41 Ως προς την Αττάλεια, φαίνεται ότι από τους μητροπολίτες Πισιδίας, τον Σίλβεστρο ήδη και τους διαδόχους του Ιωακείμ και Μεθόδιο, χρησιμοποιήθηκε ως μόνιμη έδρα και όχι μόνο ως τόπος διακοπών και αναπαύσεως (όπως μνημονεύει η απόφαση εκχώρησής της στον Πισιδίας του 1651).42 Η συνεχής χρήση της Αττάλειας ως μόνης έδρας της μητρόπολης, τουλάχιστον έως το 1835, φαίνεται και από την αναφορά της στα μπεράτια του 18ου αιώνα και στη notitia του 1725 (η τελευταία περιέχει αναφορά στις έδρες των μητροπόλεων).43

Σύγχυση προκύπτει από την αναφορά και του Elmalı στο μπεράτι του 1662, της σημαντικότερης κωμόπολης της Λυκίας, όπου μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι βρισκόταν τότε εγκατεστημένος επίσκοπος ή μητροπολίτης. Αυτό βέβαια είναι απίθανο να συνέβαινε τότε και η πιθανότερη εξήγηση για την αναφορά του οικισμού αυτού είναι ότι εκεί είχε την έδρα του ο αρχιερέας της πρόσφατα, αν και για λίγο, ανασυσταθείσας μητρόπολης Μύρων (και Ατταλείας, Αλάγιας κτλ.). Παρόλο που η μητρόπολη ενεργοποιήθηκε μόνο κατά το διάστημα 1646-1651 και έκτοτε οι εξαρχίες της υπάγονταν στον Πισιδίας, η σχετικά κοντινή χρονική απόσταση έως τη σύνταξη του μπερατίου είχε σαν αποτέλεσμα την καταγραφή και του Elmalı (Ελμαλί), είτε λόγω έλλειψης ενημέρωσης, είτε, το πιθανότερο, επειδή ο πατριάρχης διατηρούσε το δικαίωμα να τοποθετήσει εκ νέου μητροπολίτη Μύρων αν αυτό κρινόταν απαραίτητο, δηλαδή το Elmalı θεωρείτο για μερικά χρόνια εν δυνάμει έδρα μητροπολίτη. Το γεγονός ότι ο μητροπολίτης Μύρων, της περιόδου 1646-1651, είχε ως έδρα το Elmalı και όχι τα ίδια τα Μύρα (Demre), όπως θα ανέμενε κανείς λόγω της εκεί ύπαρξης της παλαιάς και διάσημης μονής του Αγ. Νικολάου, εξηγείται από την ισχυρή πιθανότητα η μονή να ήταν τότε ανενεργή και χωρίς επάνδρωση, αφού κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας τα Μύρα φαίνεται πως δεν είχαν χριστιανικό πληθυσμό έως τον εποικισμό τους από Καστελοριζίους κατά το β΄ μισό του 18ου αιώνα.44 Επιπλέον, αν και απ’ ό,τι φαίνεται το Elmalı αποτέλεσε την επίσημη έδρα του μητροπολίτη Μύρων της περιόδου 1646-1651, το πιθανότερο είναι ότι αυτός θα βρισκόταν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της αρχιερατείας του στην Αττάλεια, που από πλευράς χριστιανικής παρουσίας ήταν το σημαντικότερο κέντρο από όσες πόλεις είχε υπό τη διοίκησή του.

Κύριο χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ιστορίας στα εδάφη της Λυκίας, Πισιδίας και Παμφυλίας κατά την περίοδο αυτή είναι προφανώς ο αγώνας για τη διατήρηση και συντήρηση των εκκλησιαστικών θεσμών αυτών καθ’ εαυτών και η στοιχειώδης ανταπόκριση στις ανάγκες διεξαγωγής των λατρευτικών πρακτικών και της εκκλησιαστικής διοίκησης του ορθόδοξου πληθυσμού της περιοχής. Οι παραπάνω διαδικασίες είναι ιδιαίτερα δύσκολες λόγω της αριθμητικής και κοινωνικής αδυναμίας του χριστιανικού πληθυσμού, ο οποίος μάλιστα συνεχώς εξασθενεί λόγω του εξισλαμισμού και άλλων παραγόντων φθοράς. Η τάση αυτή συρρίκνωσης και περιθωριοποίησης του χριστιανικού στοιχείου αρχίζει να ανατρέπεται σταδιακά εντός του 18ου αιώνα (και μάλλον σε προχωρημένη περίοδο αυτού), καθώς η ανάπτυξη του εμπορίου βελτιώνει την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των χριστιανών που ασχολούνται με αυτό και με τη βιοτεχνία και με τον καιρό δημιουργεί ευκατάστατες κοινότητες όχι μόνο στην Αττάλεια αλλά και στη Σπάρτη και σε άλλα κέντρα της επαρχίας.

Παράλληλα, στην ίδια περίοδο εντοπίζονται οι απαρχές του εποικισμού Καστελοριζίων σε διάφορα σημεία της Λυκίας και δημιουργούνται έτσι νέες ορθόδοξες κοινότητες σε μια περιοχή που είχε φτάσει σε σημείο σχεδόν πλήρους εξάλειψης του χριστιανικού στοιχείου. Είναι πιθανό ότι η βραχύβια ανασύσταση της αρχιεπισκοπής Μύρων το 1785 συντελέστηκε ακριβώς λόγω της επανεμφάνισης ορθόδοξου πληθυσμού στην περιοχή.

Έως τότε το μόνο κέντρο της περιοχής που παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα εκκλησιαστικά πράγματα είναι η Αττάλεια. Παραμένοντας σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο διατηρεί καθ’ όλη την περίοδο αυτή την οικονομική της σημασία και παρέχει προϋποθέσεις ανάπτυξης και στην όχι αμελητέα αριθμητικά ορθόδοξη κοινότητά της. Ως ενδιάμεσος σταθμός στη διαδρομή προς τους Αγίους Τόπους δέχεται και τους εκεί μεταβαίνοντες προσκυνητές (χατζήδες), πράγμα που αναδεικνύεται σε ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για όλους τους εμπλεκόμενους εκκλησιαστικούς φορείς.

Για μια τέτοια υπόθεση που συμβαίνει στην Αττάλεια των μέσων του 17ου αιώνα έχουμε την τύχη να πληροφορούμαστε από σωζόμενες μαρτυρίες. Περίπου στα μέσα του 17ου αιώνα υπήρχε στην Αττάλεια ναός των Αγ. Θεοδώρων, χορηγία και ιδιοκτησία του ντόπιου χριστιανού Χατζή Βασίλη. Αυτός γύρω στο 1660 αφιερώνει το ναό στην Αγιοταφίτικη αδελφότητα και παράλληλα δωρίζει παρακείμενο χώρο για την ανέγερση κελλιών και καταλυμάτων στα οποία θα διέμεναν οι Αγιοταφίτες πατέρες και οι μεταβαίνοντες για προσκύνημα. Έτσι οι Αγιοταφίτες, στο πλαίσιο της σταθερής πολιτικής τους να διαχειρίζονται οι ίδιοι την όλη διαδικασία του προσκυνήματος, αποκτούν μια χρησιμότατη προς τούτο βάση στην Αττάλεια. Επιπλέον, και προκειμένου να εξασφαλιστεί καλύτερα ο έλεγχος των Αγιοταφιτών στο συγκρότημα του ναού, ο δωρητής Χατζή Βασίλης πέτυχε το 1665 την αναγόρευση αυτού ως σταυροπηγιακού αλλά με τον όρο να το κατέχουν και να το διαχειρίζονται οι Αγιοταφίτες έναντι, συμβολικής όπως φαίνεται, προσόδου 6 οκάδων ζάχαρης προς το Πατριαρχείο και μνημόνευσης του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Όπως φαίνεται, ο ρόλος της Αττάλειας στη διαδικασία του προσκυνήματος ήταν τότε η σημαντικότερη τοπική εκκλησιαστική υπόθεση και, καθώς επρόκειτο για προσοδοφόρο διαδικασία, δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορο τον τοπικό αρχιερέα. Αυτό που φαίνεται ότι φοβόταν ο Χατζή Βασίλης και για το οποίο επιδίωξε και πέτυχε την ανακήρυξη του ναού ως σταυροπηγιακού, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατοχή του από τους Αγιοταφίτες, ήταν ενδεχόμενη επέμβαση του μητροπολίτη Πισιδίας προς οικειοποίηση της διαχείρισής του. Και αυτό όντως συνέβη, ώστε το 1673 εκδίδεται νέο πατριαρχικό σιγίλιο που επιβεβαιώνει τη σταυροπηγιακή αξία του ναού και την κατοχή και διαχείρισή του από τους Αγιοταφίτες, επιβεβαίωση που επήλθε κατόπιν ενεργειών των απογόνων του Χατζή Βασίλη λόγω προσπάθειας του μητροπολίτη Μεθοδίου να αναλάβει αυτός τη διαχείριση εκτοπίζοντας τους Αγιοταφίτες.45

Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που φωτίζεται από την παραπάνω υπόθεση είναι η πρακτική της χορηγίας. Ήδη από το 17ο αιώνα διαπιστώνεται στην Αττάλεια η παρουσία ευκατάστατων χριστιανών, όπως ο Χατζή Βασίλης, που υποστηρίζουν την εκκλησία με το χτίσιμο και τη συντήρηση ναών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πάτρωνας του ναού των Αγ. Θεοδώρων είναι και ο ίδιος χατζής, όπως και άλλη ομάδα Ατταλειατών χορηγών του 18ου αιώνα, που χρηματοδότησαν την έκδοση βιβλίου τού –επίσης Ατταλειάτη– μητροπολίτη Αγκύρας Σεραφείμ Πισίδιου το 1783.46

7. 19ος αιώνας-1923

Με την είσοδο στο 19ο αιώνα, τα δεδομένα ιστορικής προσέγγισης αναφορικά με την επαρχία Πισιδίας αλλάζουν. Δεν υπάρχουν πλέον σημαντικά κενά πληροφοριών πάνω σε βασικές ιστορικές παραμέτρους (π.χ. γεωγραφική έκταση, έδρα, αρχιερείς κτλ.) και η ιστορική προσέγγιση αυτής μπορεί να εστιαστεί σε ποιοτικά ζητήματα, όπως η διερεύνηση του ρόλου και της λειτουργίας της, σε μια εποχή που το ελληνορθόδοξο στοιχείο αναβαθμίζεται δημογραφικά, οικονομικά και πολιτικά. Κατά τους προηγούμενους αιώνες, η ουσιαστική προτεραιότητα των εκκλησιαστικών αρχών στο μικρασιατικό χώρο δεν ήταν άλλη από την επιβίωση και διατήρησή τους σε ενεργή λειτουργία, όπως και η κατά το δυνατό προστασία του ποιμνίου τους από παράγοντες φθοράς με σημαντικότερο τον εξισλαμισμό. Από τις πρώτες δεκαετίες όμως του 19ου αιώνα, έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί η δυναμική της οικονομικής και δημογραφικής αναβίωσης του μικρασιατικού ελληνορθόδοξου στοιχείου, γεγονός που συνεπάγεται το ξεπέρασμα της οικονομικής στενότητας για τις εκκλησιαστικές αρχές, που αποτελούν το σημαντικότερο κοινοτικό θεσμό. Επιπλέον, με τις μεταρρυθμίσεις του tanzimat, η ορθόδοξη εκκλησία αποκτά θεσμικά κατοχυρωμένο ρόλο στην πολιτική διαδικασία με την ενεργή συμμετοχή της σε κάθε βαθμίδα του διοικητικού μηχανισμού.

Οι εξελίξεις αυτές είναι εμφανείς στο χώρο αρμοδιότητας της επαρχίας Πισιδίας, όπου η οικονομική ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας της Σπάρτης μέσω της βιοτεχνίας και του εμπορίου, καθώς και η λειτουργία της πόλεως ως έδρας σαντζακίου, συντελούν στο να αναχθεί αυτή ως δεύτερη έδρα του μητροπολίτη μαζί με την Αττάλεια και ισότιμη αυτής, εξέλιξη που πρωτομαρτυρείται σε μπεράτι του 1835.47 Αργότερα, και με τη θεσμοθέτηση της σύνθεσης των επαρχιακών συμβουλίων, ο μητροπολίτης Πισιδίας μετέχει σε αμφότερα τα συμβούλια των σαντζακίων Σπάρτης και Ατταλείας.

Η ιστορία της μητροπόλεως Πισιδίας κατά την ύστερη αυτή περίοδο διακρίνεται από όλα τα τυπικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ρόλο και τη λειτουργία των εκκλησιαστικών αρχών στο μικρασιατικό χώρο, αλλά και από τοπικές ιδιαιτερότητες. Στα γενικά χαρακτηριστικά της δραστηριότητας των εκκλησιαστικών αρχών, τα οποία παρατηρούνται και στο χώρο της επαρχίας Πισιδίας, ανήκουν η κοινοτική διοίκηση και η αντιπροσώπευση του ορθόδοξου πληθυσμού στις επαρχιακές αρχές, η ανάπτυξη της λατρευτικής ζωής, και η ενίσχυση και διάδοση της ελληνικής εκπαίδευσης, των οποίων κύριοι φορείς υπήρξαν οι εκκλησιαστικές αρχές. Από την άλλη, οι ειδικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την εκκλησιαστική δραστηριότητα σε αυτή την περιοχή έχουν να κάνουν με την ετερογένεια του ορθόδοξου πληθυσμού και την ανάγκη άσκησης ειδικής πολιτικής αναφορικά με τις επιμέρους ομάδες αυτού.

Ειδικότερα, η ανάπτυξη της λατρευτικής ζωής δεικνύεται από το χτίσιμο εκκλησιών και την παρουσία ιερέων σε όλους τους οικισμούς με ορθόδοξη παρουσία, διαδικασία που ολοκληρώνεται έως το 1904-1905, οπότε δημοσιεύεται σχετικός στατιστικός πίνακας.48 Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, η επαρχία διέθετε 43 ιερείς σε σύνολο 37.998 ελληνορθόδοξου πληθυσμού (συμπεριλαμβανομένου του Καστελόριζου). Πρόβλημα και θέμα προς βελτίωση αποτελούσε τότε η σχετική απουσία μορφωμένων ιερέων, καθώς ως τέτοιοι χαρακτηρίζονται μόνο 7 σε σύνολο 43. Γνωρίζουμε ότι το ζήτημα αυτό είχε αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας του δραστήριου και διακεκριμένου μητροπολίτη Γεράσιμου Τανταλίδη (1894-1905, 1912-1922), ο οποίος είχε ήδη οργανώσει τους ιερείς της Σπάρτης σε ιερατικό σύνδεσμο, στα πλαίσια του οποίου όφειλαν να προβαίνουν σε αλληλοδιδασκαλία σε σκοπό την ανάπτυξη του ήθους και της διανοίας τους.49 Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας του μητροπολίτη ήταν να καταστεί η Σπάρτη η πόλη με τη μεγαλύτερη αναλογία μορφωμένων ιερέων στα πλαίσια της επαρχίας, καθώς 3 σε σύνολο 7 ιερέων χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι στην καταγραφή του 1904-1905.

Ως προς το χτίσιμο ναών, η δραστηριότητα αυτή αντικατοπτρίζει και τη διάθεση των εκκλησιαστικών αρχών για προαγωγή της λατρευτικής ζωής, αλλά και την οικονομική κατάσταση του ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Όπως είναι φυσικό, η δραστηριότητα αυτή είναι πλέον έντονη στο χώρο των πιο ευκατάστατων κοινοτήτων. Στη Σπάρτη, πλην των τεσσάρων κύριων ενοριακών ναών, είχαν οικοδομηθεί και ένας ή δύο επιπλέον σε κάθε ενορία με αποτέλεσμα να υπάρχουν συνολικά 11 ναοί έως το 1904, ορισμένοι από αυτούς ιδιαίτερα περίτεχνοι και μεγαλοπρεπείς, και με φυλασσόμενα κειμήλια συνολικής αξίας άνω των 120.000 χρυσών οθωμανικών λιρών.50

Στην Αττάλεια, το σύνολο των 5 ναών εντός της πόλης και των 2 εξοχικών ξωκλησιών, που υφίσταντο κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, αποτελούσαν σχετικά πρόσφατες κατασκευές, και είχαν όλα χτιστεί με δαπάνες είτε της κοινότητας είτε εύπορων ιδιωτών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μέλη της οικογένειας Δανιήλογλου.51 Είναι αξιοσημείωτο ότι, καθώς υπήρχε η δυνατότητα χτισίματος νέων ναών, δεν αναφέρονται πλέον κατά την πρόσφατη περίοδο ναοί υφιστάμενοι από προηγούμενους αιώνες, όπως αυτός των Αγίων Θεοδώρων που αναφέρεται κατά το β΄ μισό του 17ου αιώνα ως ελεγχόμενος από την Αγιοταφίτικη Αδελφότητα.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η πολιτική και γενικά η δραστηριότητα των εκκλησιαστικών αρχών στο χώρο της επαρχίας Πισιδίας καθοριζόταν και από ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, που προέκυπταν από την ετερογένεια του εκεί ορθόδοξου πληθυσμού. Καθώς ο πληθυσμός αυτός συνίστατο από τρεις διακριτές ομάδες ως προς την ομιλούμενη γλώσσα και την προέλευση, τους τουρκόφωνους ντόπιους της Αττάλειας, Αλάγιας και της κατεξοχήν Πισιδίας, τους ελληνόφωνους ντόπιους του Λιβισίου και της Μάκρης, καθώς και τους Καστελορίζιους με τους αποίκους αυτών στη Λυκία, οι εκκλησιαστικές αρχές όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες και τις επιδιώξεις των επιμέρους αυτών ομάδων.

Με την εξαίρεση στο χώρο αυτό των πλούσιων κοινοτήτων της Σπάρτης και της Αττάλειας, οι τουρκόφωνοι αποτελούν γενικά την πλέον δύσκολη ομάδα και τον αδύναμο κρίκο στη διαδικασία διάδοσης της ελληνικής εκπαίδευσης και εμπέδωσης του θρησκευτικού, αλλά κατά την πρόσφατη περίοδο και του εθνικού πλέον, φρονήματος. Η επέκταση των φορέων ελληνικής εκπαίδευσης συντελέστηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με την ίδρυση σχολείων αρρένων από κάθε κοινότητα της περιοχής, αν και μέχρι το τέλος του αιώνα η χρήση της ελληνικής εκ μέρους των τουρκοφώνων δε φαίνεται να είχε σημειώσει ιδιαίτερη πρόοδο. Το πρόβλημα αυτό θεωρήθηκε ότι θα επιλυόταν με τη διάδοση της ελληνικής εκπαίδευσης και στις γυναίκες μέσω της ίδρυσης σχολείων θηλέων.52 Έτσι, μέχρι το 1904 λειτουργούσαν πλέον σχολεία θηλέων στη Σπάρτη, στην Αττάλεια, στο Βουρδούρι και στην Αλάγια, πέραν ορισμένων άλλων σε οικισμούς με ελληνόφωνο πληθυσμό.53 Χαρακτηριστική περίπτωση της σημασίας που δινόταν στην εκπαίδευση των τουρκόφωνων κοριτσιών αποτελεί η μεταστέγαση του παρθεναγωγείου Ατταλείας στο νεόκτιστο και λαμπρό μέγαρο των Ελικωνιάδων το 1905, με ενέργειες του μητροπολίτη Γερασίμου Τανταλίδη, ενώ για τη γενικότερη προαγωγή της παιδείας στην πόλη ιδρύεται και βιβλιοθήκη.54

Πέραν του ζητήματος της γλώσσας, οι τουρκόφωνοι πληθυσμοί ήταν γενικά πιο ευάλωτοι στις προσηλυτιστικές δραστηριότητες των προτεσταντικών αποστολών, που αποτελούσαν τότε ένα από τα σοβαρά ζητήματα που αντιμετώπιζαν οι αρχές της ορθόδοξης εκκλησίας. Στο χώρο αρμοδιότητας της μητρόπολης Πισιδίας το πρόβλημα αυτό δεν ήταν έντονο, αφού το αρμενικό στοιχείο, εντός του οποίου κυρίως είχε διαδοθεί ο προτεσταντισμός και διαμέσου του οποίου δρούσαν οι προσηλυτιστές, ήταν πολύ αδύναμο. Μία μόνο περίπτωση προσηλυτιστικής δράσης είναι γνωστή, όταν Αρμένιος εγκατεστημένος στο Βουρδούρι από το 1883 προσέλκυσε στον προτεσταντισμό μερικούς Αρμενίους και ορθοδόξους της πόλης, στην περίπτωση των τελευταίων πρόσωπα που για προσωπικούς λόγους ήταν δυσαρεστημένοι με τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές.55

Εκτός από τις ιδιαίτερες ανάγκες των τουρκόφωνων πληθυσμών, το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που λόγω ειδικών τοπικών συνθηκών αντιμετώπιζε η μητρόπολη Πισιδίας είχε να κάνει με το χειρισμό των θεμάτων των σχετικών με τους Καστελορίζιους και τις ηπειρωτικές παροικίες αυτών στη Λυκία (Φοίνικας, Καλαμάκι, Μύρα, Αντίφελλος), που επίσης εντάσσονταν στο χώρο αρμοδιότητάς της. Αποτελώντας ένα ανθρώπινο σύνολο διαφορετικό, και ως προς την ομιλούμενη γλώσσα και ως προς την ιστορική διαμόρφωσή του, από τον υπόλοιπο πληθυσμό τον υπαγόμενο στη μητρόπολη Πισιδίας, οι Καστελορίζιοι και οι άποικοί τους στη Λυκία εξελίχθηκαν σε σημαντικό παράγοντα των υποθέσεων της επαρχίας. Με την ισχύ τους να οφείλεται και στην πληθυσμιακή δυναμική τους, καθώς το Καστελόριζο αυτό καθ’ εαυτό καταγράφεται στις ελληνικές στατιστικές του 1904-1905 με 9.100 κατοίκους, σε σύνολο 37.998 ολόκληρης της επαρχίας Πισιδίας, της οποίας αποτελεί τη μεγαλύτερη κοινότητα, αλλά και σε πολιτικούς παράγοντες, αφού ασκούσαν σημαντική επιρροή στις ηπειρωτικές αποικίες τους για συναισθηματικούς αλλά και οικονομικούς λόγους, επεδίωκαν να διατηρούν αυτόνομη στάση έναντι του μητροπολίτη Πισιδίας. Αυτή η διάθεση αυτονομίας οφείλεται και σε ψυχολογικούς παράγοντες, αφού ως νησιώτες ήταν φυσικό να αισθάνονταν απομακρυσμένοι από τις αρχές του ηπειρωτικού χώρου, αλλά και στο γεγονός ότι μετά τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και τη διαμόρφωση των επαρχιακών συμβουλίων το νησί τους υπαγόταν στο βιλαέτι των νήσων του Αιγαίου. Έτσι η διοικητική τους υπαγωγή δεν ταυτιζόταν με την εκκλησιαστική και οι Καστελορίζιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να τους αντιπροσωπεύει ο μητροπολίτης τους στην επαρχιακή διοίκηση, άρα δεν είχαν ιδιαίτερες προσδοκίες από αυτόν.

Παραδείγματα εντάσεων στις σχέσεις της κοινότητας των Καστελοριζίων με το μητροπολίτη Πισιδίας μαρτυρούνται κατά το έτος 1869, όταν η κοινότητα Καστελορίζου φέρεται να μην κατέβαλε την αρχιερατική πρόσοδο προς τη μητρόπολη,56 αλλά κυρίως από την επιτυχή μέχρι το 1876 προσπάθεια της δημογεροντίας Καστελορίζου να διατηρεί τη μονή Αγίου Νικολάου Μύρων υπό την επιτροπεία της, ερχόμενη ενίοτε σε διένεξη με το μητροπολίτη Πισιδίας για το λόγο αυτό, όπως στην περίπτωση της ρωσικής εμπλοκής για έλεγχο της μονής μεταξύ των ετών 1856 και 1876 που κατέληξε σε κήρυξη της μονής σε σταυροπηγιακή.57

Αυτή η έντονη ανάπτυξη του ελληνορθόδοξου στοιχείου σταματά απότομα στο χώρο της επαρχίας Πισιδίας, όπως και σε όλη τη Μικρά Ασία, με την πολεμική κατάσταση, που υφίσταται από το 1914 και εξής, και με την πολιτική εθνοτικών εκκαθαρίσεων που ακολούθησε. Καθώς ο ορθόδοξος πληθυσμός της περιοχής διαβιώνει στο εξής κάτω από συνθήκες περιορισμού και εκτοπίσεων, κύριος ρόλος της εκκλησίας καθίσταται η ανακούφιση του πληθυσμού και η μεσολάβηση προς τις αρχές για την ασφάλεια αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο μητροπολίτης Γεράσιμος Τανταλίδης παραμένει στο χώρο της επαρχίας του έως το 1919, οπότε καλείται στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός, για να παραιτηθεί τελικά από το αξίωμα του μητροπολίτη το 1922. Το μητροπολίτη αντικαθιστά επί τόπου ο τιτουλάριος επίσκοπος Πατάρων Μελέτιος, που σύντομα εκτοπίζεται από τις κεμαλικές αρχές, κάτι που δεν εμποδίζει την εκλογή του ως τελευταίου μητροπολίτη Πισιδίας μετά την παραίτηση του Γερασίμου. Εν τω μεταξύ η θέση των χριστιανών της περιοχής επιδεινώνεται σοβαρά λόγω της δράσης τσετών και της εκτόπισης του ανδρικού πληθυσμού ενεργούς ηλικίας, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο ουσιαστική την προσπάθεια της εκκλησίας προς ανακούφισή του. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας διακρίνονται ιδιαίτερα ο ιερέας και αρχιερατικός επίτροπος της Σπάρτης Ιωακείμ Πεσματζόγλου, που πέτυχε την ασφαλή μετάβαση των εναπομεινάντων χριστιανών της Σπάρτης και λοιπής Πισιδίας, γύρω στις 7.000 γυναικόπαιδα, στην Αττάλεια ώστε να αναχωρήσουν για την Ελλάδα.58

1. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. XVII, σελ. 34-35, αρ. ΧΧΙ, σελ. 39-41.

2. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. LV, σελ. 98, 99, αρ. LVII, σελ. 102, 105, 109, αρ. LVIII, σελ. 111, αρ. LXIII, σελ. 132, 135, αρ. LXIX, σελ. 149, αρ. LXX, σελ. 151, 157, αρ. LXXIII, σελ. 164, αρ. LXXVII, σελ. 178, αρ. LXXXIX, σελ. 193, αρ. XC, σελ. 195, αρ. CVI, σελ. 237.

3. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. CVIΙΙ, σελ. 242-243.

4. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. CVIΙΙ, σελ. 243. Ο Βρυώνης θεωρεί ότι πρόκειται για τη Σωζόπολη της Πισιδίας (Uluborlu), παλαιά επισκοπή της μητροπόλεως Πισιδίας. Βλ. Βρυώνης, Σ., Η Παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η Διαδικασία του Εξισλαμισμού (11ος - 15ος αιώνας) (Αθήνα 1996), σελ. 283. Αυτή η εκτίμηση δε γίνεται δεκτή εδώ, γιατί είναι μάλλον απίθανο να υφίστατο επισκοπή Σωζοπόλεως στην Πισιδία το 14ο αιώνα (σε εποχή που ήταν προβληματική η κάλυψη της θέσης ακόμα και του μητροπολίτη). Είναι λογικότερο να θεωρήσουμε ότι ο αναφερόμενος επίσκοπος Σωζοπόλεως είναι αυτός της ομώνυμης πόλης της Βουλγαρίας.

5. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana Ι (Βιέννη 1860), αρ. CCLIII, σελ. 509, αρ. CCLIV, σελ. 509. Τα Μίσθεια, που αναφέρονται κατά τη Νεότερη περίοδο ως χωριό υπαγόμενο στη μητρόπολη Ικονίου, διατήρησαν αμιγώς ορθόδοξο πληθυσμό καθ’ όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. - 1919: Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 229, 259.

6. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana Ι (Βιέννη 1860), αρ. ΧΙΧ, σελ. 37-38, αρ. XXXII, σελ. 58.

7. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. ΧΧΧΙ, σελ. 57, αρ. XXV, σελ. 45, αρ. XXVII, σελ. 49.

8. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. CXCVII, σελ. 454, αρ. CCII, σελ. 456, αρ. CCIII, σελ. 459, αρ. CCV, σελ. 461, αρ. CCXX, σελ. 476, αρ. CCXXI, σελ. 477, αρ. CCXXVIII, σελ. 488, τόμ. ΙΙ, αρ. CCCLX, σελ. 48, αρ. CCCLXI, σελ. 51, αρ. CCCCLI, σελ. 198.

9. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. CCCXCVIII, σελ. 106-108, αρ. CCCCLI, σελ. 197-199.

10. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. CCCLXXXVIII, σελ. 92-94, αρ. CCCLXXXIX, σελ. 94-95, αρ. CCCCII, σελ. 115, αρ. CCCCLX, σελ. 205-206, αρ. DXIII, σελ. 276-277, αρ. DXVII, σελ. 285-286.

11. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. DLXXIV, σελ. 389-390.

12. Γαλάνης, Ε., Η Πέργη της Παμφυλίας: συμβολή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της αρχαίας πόλεως (Θεσσαλονίκη 1983), σελ. 111.

13. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. XVII, σελ. 34-35, αρ. XXI, σελ. 39-41, αρ. XXXII, σελ. 57.

14. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. LXXXI, σελ. 182-183, αρ. XCIX, σελ. 227, αρ. CVI, σελ. 237.

15. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. CLXXV, σελ. 399-404, αρ. CLXXVI, σελ. 404-407.

16. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. CLXVI, σελ. 367.

17. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. CVIII, σελ. 242-243.

18. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. CCXII, σελ. 471, αρ. CCIX, σελ. 511, αρ. CCCXXV, σελ. 587, 588.

19. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. DXIII, σελ. 276-77, αρ. DXVII, σελ. 285-86, αρ. DXVIII, σελ. 287, 291, αρ. DLXXIV, σελ. 389-390.

20. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. XXXI, σελ. 57.

21. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. XLI, σελ. 76, αρ. XLV, σελ. 82.

22. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. XLII, σελ. 76-79.

23. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. XLII, σελ. 76-79.

24. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. CCCLIII, σελ. 38, 39· Γαλάνης, Ε., Η Πέργη της Παμφυλίας: συμβολή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της αρχαίας πόλεως (Θεσσαλονίκη 1983), σελ. 101, 103. Οι μητροπόλεις Πέργης και Συλαίου είχαν συγχωνευτεί με έδρα της ενοποιημένης μητρόπολης το Σύλαιο ήδη από τις αρχές του 9ου αιώνα, βλ. Γαλάνης, Ε., ό.π., σελ. 100-101.

25. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. CLXXVIII, σελ. 412.

26. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. CCCLXXXIV, σελ. 89, αρ. CCCLXXXVIII, σελ. 92-94, αρ. CCCLXXXIX, σελ. 94-95.

27. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. CCCLIII, σελ. 38, 39.

28. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. CCCLXXXVIII, σελ. 92-94, αρ. CCCLXXXIX, σελ. 94-95. Επρόκειτο για τους οικισμούς Φοίνικα, Στενό, Ορυκαντός και Βαθύς Ποταμός.

29. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. CCCCII, σελ. 115, αρ. CCCCIII, σελ. 115, αρ. CCCCIV, σελ. 127, 129, αρ. CCCCV, σελ. 130, αρ. CCCCVI, σελ. 133.

30. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. CCCCLX, σελ. 205-206.

31. Miklosich, F. - Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Βιέννη 1862), αρ. DXIII, σελ. 276-277, αρ. DXVII, σελ. 285-286, αρ. DXVIII, σελ. 287, 291, αρ. DLXXIV, σελ. 389-390.

32. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 115, 157, 175.

33. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 134-136.

34. Γαλάνης, Ε., Η Πέργη της Παμφυλίας: συμβολή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της αρχαίας πόλεως (Θεσσαλονίκη 1983), σελ. 112.

35. Σάθας, Κ.Ν., «Περίληψις Πατριαρχικών Εγγράφων (1538-1684)», Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη Γ' (Βενετία 1872), σελ. 583, 591, 595· Γαλάνης, Ε., Η Πέργη της Παμφυλίας: συμβολή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της αρχαίας πόλεως (Θεσσαλονίκη 1983), σελ. 113. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. - Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου, μία Πηγή και ένα Τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 209.

36. Σάθας, Κ.Ν., «Περίληψις Πατριαρχικών Εγγράφων (1538-1684)», Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη Γ' (Βενετία 1872), σελ. 552. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. - Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου, μία Πηγή και ένα Τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 349, 366-367. Πρόκειται για τα χωριά Νιτήρι, Πέρματα και Μόνος.

37. Σάθας, Κ.Ν., «Περίληψις Πατριαρχικών Εγγράφων (1538-1684)», Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη Γ' (Βενετία 1872), σελ. 577, 580. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικαί Εφημερίδες: Ειδήσεις εκ της Ημετέρας Εκκλησιαστικής Ιστορίας 1500-1912 Α΄ (Αθήναι 1936), σελ. 106· Γαλάνης, Ε., Η Πέργη της Παμφυλίας: συμβολή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της αρχαίας πόλεως (Θεσσαλονίκη 1983), σελ. 112. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. - Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου, μία Πηγή και ένα Τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 192, 290. Παλαιότερα είχαν εκλεγεί και τιτουλάριοι μητροπολίτες Μύρων, οι Ματθαίος Β' (1605-1633), Ιερεμίας Α' Μπορής (1633-1638), Ζαχαρίας (προ του 1642) και Σίδης, οι Ιάκωβος (έως 1637), Καλλίνικος (1637 κ.ε.) και Ιερόθεος (προ του 1709). Σάθας, ό.π., σελ. 554, 569, 572, 573· Γεδεών, ό.π., σελ. 80, 99, 101. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. - Μιχαηλάρης, Π.Δ., ό.π., σελ. 172, 238-39, 404-405, 417, 418. Δελικάνης, Κ., Τα εν τοις Κώδιξι του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου Σωζόμενα Επίσημα Έγγραφα τα Αφορώντα εις τας Σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τας Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Κύπρου (1574-1863) (Κωνσταντινούπολη 1904).

38. Σάθας, Κ.Ν., «Περίληψις Πατριαρχικών Εγγράφων (1538-1684)», Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τομ. Γ' (Βενετία 1872) σελ. 585. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. - Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου, μία Πηγή και ένα Τεκμήριο (Αθήνα 1987) σελ. 212-13.

39. Είναι γνωστό ότι το 1729 το Λιβίσι και το Καστελλόριζο αποτελούσαν πατριαρχική εξαρχία που είχε εκχωρηθεί στο μέγα χαρτοφύλακα του πατριαρχείου. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα προ του 1785, οπότε τα Μύρα, που εν τω μεταξύ είχαν ήδη εποικιστεί με τη μονή του Αγ. Νικολάου να ενεργοποιείται ξανά, το Λιβίσι και το Καστελλόριζο είχαν εκχωρηθεί στον γνωστό από τη χρονογραφία του Αθανάσιο Κομνηνό Υψηλάντη. Με την ανακήρυξη των περιοχών αυτών σε αρχιεπισκοπή το 1785, ο Κομνηνός Υψηλάντης αποζημιώθηκε λαμβάνοντας το ποσό των χιλίων γροσίων που του κατέβαλε ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης. Κομνηνός Υψηλάντης, Αθ., Τα Μετά την Άλωσιν (1453-1789) (Κωνσταντινούπολη 1870) σελ. 643-44. Γεδεών, Μ.Ι., «Αποσημείωμα περί των Αρχιερέων Πισιδείας», Εκκλησιαστική Αλήθεια 10 (1890) σελ. 46. Γεδεών, Μ.Ι., «Εξαρχίαι Πατριαρχικαί προ 180 ετών», Εκκλησιαστική Αλήθεια 32 (1912) σελ. 68. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο: Βεράτια για τους Προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος - αρχές 20ου αιώνα) (Αθήνα 1998) σελ. 244-45.

40. Σάθας, Κ.Ν., «Περίληψις Πατριαρχικών Εγγράφων (1538-1684)», Μεσαιώνικη Βιβλιοθήκη Γ' (Βενετία 1872), σελ. 591.

41. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο: Βεράτια για τους Προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος - αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 232-233.

42. Γαλάνης, Ε., Η Πέργη της Παμφυλίας: συμβολή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της αρχαίας πόλεως (Θεσσαλονίκη 1983), σελ. 113.

43. Για τα μπεράτια, βλ. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο: Βεράτια για τους Προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος - αρχές 20ού αιώνα), σελ. 237, 244-245, 254.

44. Είναι επίσης άγνωστο το πού ακριβώς είχαν την έδρα τους οι παλαιότεροι μητροπολίτες Μύρων του 14ου αιώνα.

45. Σάθας, Κ.Ν., «Περίληψις Πατριαρχικών Εγγράφων (1538-1684), Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη Γ΄ (Βενετία 1872), σελ. 597, 599. Δελικάνης, Κ., Τα εν τοις Κώδιξι του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου Σωζόμενα Επίσημα Έγγραφα τα Αφορώντα εις τας Σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τας Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Κύπρου (1574-1863) (Κωνσταντινούπολη 1904), σελ. 368-369, 390. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. - Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου, μία Πηγή και ένα Τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 143-144, 151.

46. Salaville, S. - Dallegio, E., Karamanlidika: bibliographie analytique d’ ouvrages en langue turque imprimés en caractères grecs. I.: 1584-1850 (Αθήνα 1958), σελ. 76-81.

47. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο: Βεράτια για τους Προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος - αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 254, 256. Ως προς την έδρα της επαρχίας Πισιδίας, σώζεται και μαρτυρία του β΄ μισού του 19ου αιώνα ότι αυτή βρισκόταν για κάποιο διάστημα στο Afyon Karahisar. Βλ. Hale, C.-R., A List of the Bishops of the Holy Orthodox Church of the East (New York 1872). Προφανώς πρόκειται για λάθος, αφού το Afyon Karahisar δεν είχε τότε ορθόδοξο πληθυσμό, οπότε είναι αδύνατο να αποτελούσε την έδρα οποιασδήποτε εκκλησιαστικής επαρχίας. Αργότερα, όταν μικρός αριθμός ορθοδόξων εγκαταστάθηκε στην πόλη, αυτοί υπήχθησαν στην αρμοδιότητα της επαρχίας Φιλαδελφείας. Βλ. Ξενοφάνης 2 (1904-1905), σελ. 321, 431. Φαίνεται ότι ο Hale βρέθηκε σε σύγχυση και εξέλαβε τη Σπάρτη για το Afyon Karahisar.

48. Ανώνυμος, «Στατιστική της Θρησκευτικής και Εκπαιδευτικής Καταστάσεως των Ομογενών εν Μικρά Ασία Κοινοτήτων: Επαρχία Πισιδίας», Ξενοφάνης 2 (1904-1905), σελ. 44-45. Ο μόνος οικισμός στον οποίο δε μαρτυρείται ύπαρξη εκκλησίας και παρουσία ιερέα είναι το Στανόζ, όπου υφίστατο ολιγάριθμος ορθόδοξος πληθυσμός, μάλλον πρόσφατα εγκατεστημένος.

49. Σακκάρης, Γ., «Η Σπάρτη της Πισιδίας», Ξενοφάνης 1 (1896), σελ. 358.

50. Σακκάρης, Γ., «Η Σπάρτη της Πισιδίας», Ξενοφάνης 1 (1896), σελ. 358· Ανώνυμος, «Στατιστική της Θρησκευτικής και Εκπαιδευτικής Καταστάσεως των Ομογενών εν Μικρά Ασία Κοινοτήτων: Επαρχία Πισιδίας», Ξενοφάνης 2 (1904-1905), σελ. 44-45· Βογιατζόγλου, Β.Η., Η Πισιδία της Μ. Ασίας: Η διαδρομή του Ελληνισμού της από τους προϊστορικούς χρόνους έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα 1978), σελ. 121-22. Ο Τσενέογλου ανεβάζει τον αριθμό των υφιστάμενων έως το 1922 ναών σε δώδεκα και διευκρινίζει ότι τρεις από αυτούς ήταν ξωκλήσια εκτός της πόλης, Τσενέογλου-Νικολαΐδης, Φ., Ιστορία της Σπάρτης της Μ. Ασίας κατά τον Τελευταίον Αιώνα (1822-1922) (Αθήνα 1958), σελ. 13-14.

51. Ανώνυμος, «Περιγραφή της Πόλεως Ατταλείας», Ξενοφάνης 5 (1907), σελ. 253-54· Πεχλιβανίδης, Γ.Π., Αττάλεια και Ατταλειώτες, Παμφυλία, Λυκία, Πισιδία, Κιλικία Α' (Αθήνα 1989), σελ. 229-231.

52. Σακκάρης, Γ., «Η Σπάρτη της Πισιδίας», Ξενοφάνης 1 (1896), σελ. 362.

53. Ανώνυμος, «Στατιστική της Θρησκευτικής και Εκπαιδευτικής Καταστάσεως των Ομογενών εν Μικρά Ασία Κοινοτήτων: Επαρχία Πισιδίας», Ξενοφάνης 2 (1904-1905), σελ. 44-45.

54. Ανώνυμος, «Περιγραφή της Πόλεως Ατταλείας», Ξενοφάνης 5 (1907), σελ. 254, 256.

55. Παρασκευαΐδης, Ι., «Ο εν Πισιδία Προσηλυτισμός», Ξενοφάνης 2 (1904-1905), σελ. 223-229.

56. Διαμαντάρας, Α., «Παράπλους Λυκίας από Μεγίστης (Καστελλορίζου) εις Μύρα», Ξενοφάνης 4 (1906), σελ. 141-142.

57. Διαμαντάρας, Α., «Παράπλους Λυκίας από Μεγίστης (Καστελλορίζου) εις Μύρα», Ξενοφάνης 4 (1906), σελ. 90-93, 137-142, 180-185.

58. Βογιατζόγλου, Β.Η., Η Πισιδία της Μ. Ασίας: Η διαδρομή του Ελληνισμού της από τους προϊστορικούς χρόνους έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα 1978), σελ. 144-150.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>