aedicula, η
Μικρός αετωματικός ναΐσκος, άλλοτε αυτόνομος και άλλοτε μέρος πρόσοψης.
|
scaenae frons, η
Η μνημειακή και πολυώροφη διαμόρφωση της πρόσοψης της σκηνής του ρωμαϊκού θεάτρου, που φέρει πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο.
|
αέτωμα, το
Τριγωνικό αρχιτεκτονικό μέλος που βρίσκεται πάνω από το οριζόντιο γείσο της πρόσοψης των οικοδομημάτων. Επιστέφεται από το καταιέτιο γείσο, ενώ το βάθος του κλείνεται από τύμπανο. Διακοσμείται συνήθως με συνθέσεις γλυπτών, ανάγλυφων ή με γραπτό διάκοσμο.
|
επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.
|
ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.
|
θλαστός θριγκός, ο
Θριγκός που προεξέχει και εισέχει ανά διαστήματα σχηματίζοντας έτσι ένα χαρακτηριστικά τεθλασμένο περίγραμμα. Εμφανίζεται κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και υιοθετείται κυρίως στις εντυπωσιακές προσόψεις θεατρικών σκηνών και νυμφαίων.
|
ιωνικός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός που γεννήθηκε στην Ιωνία και αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία και τα νησιά κατά τον 6ο αι. π.Χ. Ο κίονάς του έχει σύνθετη βάση, οι ραβδώσεις του κορμού απολήγουν σε ταινία, το κιονόκρανο είναι ορθογώνιο και χαρακτηρίζεται από τις έλικες, κύριο γνώρισμα του ρυθμού. Ο θριγκός του αποτελείται από τριταινιωτό επιστύλιο, ενιαία ζωφόρο, που συχνά φέρει ανάγλυφες παραστάσεις, και γείσο. Ο ιωνικός ρυθμός χαρακτηρίζεται για τη ραδινότητα των αναλογιών του σε σχέση με το δωρικό.
|
κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
|
κορινθιακός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πιο διακοσμητικός από τους αρχαίους ρυθμούς. Αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.Χ. στην κυρίως Ελλάδα και αποτέλεσε τον πιο διαδεδομένο ρυθμό κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Διαφέρει ελάχιστα από τον ιωνικό, διατηρώντας παραπλήσιες αναλογίες με αυτόν. Ο κίονάς του εμφανίζει τις ίδιες ραβδώσεις, στέφεται όμως από εντελώς διαφορετικό κιονόκρανο, το οποίο αποτελείται από κάλαθο επενδεδυμένη εξωτερικά με τρεις σειρές πλαστικού φυτικού διάκοσμου. Οι δύο κατώτερες επάλληλες σειρές αναπαριστούν φύλλα ακάνθου, ενώ η ανώτερη σειρά περιλαμβάνει τέσσερις έλικες, τοποθετημένες συμμετρικά ανά δύο. Από αυτές, οι δύο ακραίες έχουν μεγαλύτερο ύψος, προεξέχουν κατά τη διαγώνιο και υποστηρίζουν την προέχουσα γωνία του άβακα, ενώ οι μεσαίες κάμπτονται προς τον κεντρικό άξονα του κίονα. Ο θριγκός στον κορινθιακό ρυθμό είναι όμοιος με τον ιωνικό.
|
παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.
|
σύνθετος ρυθμός, ο
Ρυθμός που επικράτησε κατά τους Όψιμους Αυτοκρατορικούς χρόνους και χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό ιωνικών και κορινθιακών στοιχείων. Συγκεκριμένα η άνω ζώνη του απλού κορινθιακού κιονόκρανου αντικαθίσταται από πλήρες ιωνικό κιονόκρανο χωρίς προσκεφάλαια, αλλά με έλικες και στις τέσσερις πλευρές του. Τα σύνθετα κιονόκρανα συνδυάζονται με κίονες αράβδωτους και φέρουν ιωνικό θριγκό.
|