opus quadratum, το
Σύστημα τοιχοποιίας που αντιστοιχεί στο ισόδομο σύστημα. Αποτελείται από ισοϋψείς δόμους, δηλαδή στρώσεις λαξευμένων λίθων με τις ίδιες διαστάσεις.
|
terminus ante quem (λατ.)
Xρονικό όριο πριν από το οποίο συνέβη κάτι (ορολογία των ιστορικών επιστημών).
|
βάθρο, το
Βάση για τη στήριξη προτομής, στήλης ή αγάλματος.
|
επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.
|
θερμός οίκος, ο (λατ. caldarium, το)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου caldarium, που προέρχεται από το ρήμα caleo (= ζεσταίνω). Στα ελληνικά είναι δόκιμος και ο όρος «ένδον οίκος». Πρόκειται για το κύριο δωμάτιο των λουτρών των ρωμαϊκών θερμών για ένα ζεστό μπάνιο και για μπάνιο με ατμό λόγω της υψηλής υγρασίας.
|
θόλος, ο
Ημισφαιρική οροφή.
|
θριγκός, ο
Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο.
|
ιμάτιο, το
Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες.
|
κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
|
ορθομαρμάρωση, η
Η επένδυση των τοίχων ενός ναού με μαρμάρινες πλάκες. Η επένδυση ξεκινούσε από το δάπεδο και έφτανε έως το ύψος της γένεσης των τόξων.
|
παλαίστρα, η
Τμήμα του ελληνικού γυμνασίου ή ανεξάρτητο αρχιτεκτόνημα. Ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι αθλητές στην πάλη. Αποτελούνταν από μία ορθογώνια αυλή η οποία περιβαλλόταν από αίθουσες ποικίλων χρήσεων για τους αθλητές, όπως αποδυτήρια, αίθουσες άθλησης, λουτρά και εξέδρες για τις ομιλίες.
|
περιστύλιο, το
Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο.
|
πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.
|
πρόπυλο, το
Μνημειακή αρχιτεκτονική διαμόρφωση στην είσοδο ενός ιερού ή ενός οικοδομικού συγκροτήματος.
|
στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.
|
τοιχοποιία λογάδην, η (opus incertum, ουδ.)
Ακανόνιστη λιθοδομή, τοιχοποιία που χρησιμοποιεί μικρές πέτρες ακανόνιστου σχήματος και μεγέθους για πρόσοψη τοίχου με γέμισμα από κονίαμα.
|
φορμηδόν
Σταυρωτά, σταυροειδώς.
|
χλιαινόμενος οίκος, ο (λατ. tepidarium, το)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου tepidarium, που προέρχεται από το ρήμα tepeo (= χλιαίνω). Aποτελεί την αίθουσα χλιαρού λουτρού των ρωμαϊκών θερμών. Ονομαζόταν επίσης «μέσος οίκος». Βρισκόταν συνήθως μεταξύ του caldarium και του frigidarium. Η κυριότερη λειτουργία του ήταν ο εγκλιματισμός του λουομένου μεταξύ του frigidarium/αποδυτήριο και του caldarium/sudatorium. Εδώ κάποιος μπορούσε να παραμείνει ώσπου να συνηθίσει στη διαφορά θερμοκρασίας. Το tepidarium χρησιμοποιούνταν και για να επαλείφεται ο επισκέπτης πριν ή μετά το ζεστό λουτρό, αν και υπήρχε συγκεκριμένο δωμάτιο γι’ αυτή τη χρήση, το unctorium (αλειπτήριο).
|
ψυχρός οίκος, ο (λατ. frigidarium, το)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα frigeo, που σημαίνει κρυώνω. Πρόκειται για την κύρια ψυχρή αίθουσα των ρωμαϊκών θερμών. Συχνά διέθετε μία ή περισσότερες μεγάλες ψυχρές πισίνες. Κανονικά χρησιμοποιούνταν μετά την επίσκεψη στα θερμά δωμάτια ή έπειτα από την προπόνηση στην παλαίστρα. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος χώρος των θερμών, συχνά λειτουργούσε και ως αίθουσα για κοινωνικές εκδηλώσεις ή επικοινωνία.
|