ασιάρχης, ο
Ο ανώτατος ιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας και προεδρεύων του Κοινού της Ασίας κατά την Αυτοκρατορική περίοδο.
|
αττικoϊωνική βάση, η
Βάση του ιωνικού κίονα που περιλαμβάνει δύο κυρτές σε διατομή σπείρες εκατέρωθεν ενός κοίλου τροχίλου (σκοτίας).
|
επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.
|
ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.
|
θλαστός θριγκός, ο
Θριγκός που προεξέχει και εισέχει ανά διαστήματα σχηματίζοντας έτσι ένα χαρακτηριστικά τεθλασμένο περίγραμμα. Εμφανίζεται κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και υιοθετείται κυρίως στις εντυπωσιακές προσόψεις θεατρικών σκηνών και νυμφαίων.
|
κορινθιακός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πιο διακοσμητικός από τους αρχαίους ρυθμούς. Αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.Χ. στην κυρίως Ελλάδα και αποτέλεσε τον πιο διαδεδομένο ρυθμό κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Διαφέρει ελάχιστα από τον ιωνικό, διατηρώντας παραπλήσιες αναλογίες με αυτόν. Ο κίονάς του εμφανίζει τις ίδιες ραβδώσεις, στέφεται όμως από εντελώς διαφορετικό κιονόκρανο, το οποίο αποτελείται από κάλαθο επενδεδυμένη εξωτερικά με τρεις σειρές πλαστικού φυτικού διάκοσμου. Οι δύο κατώτερες επάλληλες σειρές αναπαριστούν φύλλα ακάνθου, ενώ η ανώτερη σειρά περιλαμβάνει τέσσερις έλικες, τοποθετημένες συμμετρικά ανά δύο. Από αυτές, οι δύο ακραίες έχουν μεγαλύτερο ύψος, προεξέχουν κατά τη διαγώνιο και υποστηρίζουν την προέχουσα γωνία του άβακα, ενώ οι μεσαίες κάμπτονται προς τον κεντρικό άξονα του κίονα. Ο θριγκός στον κορινθιακό ρυθμό είναι όμοιος με τον ιωνικό.
|
μετακιόνιο διάστημα, το
Το διάστημα μεταξύ δύο κιόνων.
|
νεωκόρος, ο/η
Ο όρος νεωκόρος (ναός/νεώς + κείρομαι) σημαίνει κατά λέξη αυτός που φροντίζει το ναό. Μετά την εφαρμογή της αυτοκρατορικής λατρείας στις πόλεις της Μικράς Ασίας ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως τιμητικός τίτλος από τους αυτοκράτορες, οι οποίοι κάθε φορά επέλεγαν να τον δώσουν σε μία από τις μικρασιατικές πόλεις ως ειδική τιμή.
|
νυμφαίο, το
Ιερά αφιερωμένα στη λατρεία των Νυμφών, που συνήθως σχετίζονταν με την ύπαρξη κάποιας πηγής. Αρχικά επρόκειτο για σπήλαια χωρίς αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο εξελίχθηκαν σε μνημειακές, λαμπρά διακοσμημένες δημόσιες κρήνες, δωρεές πλούσιων ιδιωτών. Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο τα νυμφαία αποτελούσαν σύνηθες διακοσμητικό στοιχείο των αγορών (fora) και άλλων υπαίθριων χώρων.
|
παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.
|
πρύτανης, ο
Στην κλασική Αθήνα πρυτάνεις ονομάζονταν οι αντιπρόσωποι των φυλών (50 από κάθε φυλή) που αποτελούσαν το σώμα εκείνο που προετοίμαζε τις συνεδριάσεις της Βουλής και είχε την έδρα του στο πρυτανείο. Ο θεσμός διατηρήθηκε και στις λοιπές ελληνικές πόλεις, αν και από τα Ελληνιστικά χρόνια πήρε περισσότερο τιμητικό χαρακτήρα.
|
σύνθετος ρυθμός, ο
Ρυθμός που επικράτησε κατά τους Όψιμους Αυτοκρατορικούς χρόνους και χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό ιωνικών και κορινθιακών στοιχείων. Συγκεκριμένα η άνω ζώνη του απλού κορινθιακού κιονόκρανου αντικαθίσταται από πλήρες ιωνικό κιονόκρανο χωρίς προσκεφάλαια, αλλά με έλικες και στις τέσσερις πλευρές του. Τα σύνθετα κιονόκρανα συνδυάζονται με κίονες αράβδωτους και φέρουν ιωνικό θριγκό.
|
χυτή τοιχοποιία, η (opus caementicium, το)
Τρόπος δόμησης με τη χρήση ξυλότυπων, κονιάματος ως συνδετικού υλικού και αργών λίθων. Στο ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους διαδόθηκε από το 50 π.Χ. και μετά.
|