atrium, αίθριο, το
O σημαντικότερος χώρος της ρωμαϊκής οικίας, με ορθογώνιο άνοιγμα στο κέντρο του (compluvium). H στέγη του κλίνει προς τα έσω και το νερό συγκεντρώνεται σε μια μικρή δεξαμενή (impluvium).
|
άνδηρο, το
Eπίπεδη επιφάνεια, πλάτωμα, που κατασκευάζεται από επιχώσεις σε επικλινές έδαφος (π.χ. πλαγιές βουνών ή λόφων) και συγκρατείται με τη βοήθεια αναλημματικών κατασκευών (π.χ. τοίχων και αντηρίδων), με σκοπό τη δημιουργία χώρου κατάλληλου για την ανέγερση οικοδομημάτων.
|
εξέδρα, η
1. Ημικυκλική κατασκευή υπαίθρια ή στεγασμένη, η οποία διέθετε χαμηλά θρανία ή καθίσματα, που αναπτύσσονταν περιμετρικά. 2. Τύπος αίθουσας της παλαίστρας με πλευρά ανοιχτή προς την κεντρική αυλή, η οποία διαμορφώνεται με κιονοστοιχία. Οι εξέδρες στα γυμνάσια και τις παλαίστρες εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες. Τέτοιας μορφής αίθουσα ήταν συχνά το εφηβείον.
|
περιστύλιο, το
Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο.
|
τρικλίνιο, το (triclinium)
Aίθουσα συμποσίων που αντικατέστησε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τον παραδοσιακά ελληνικό ανδρώνα. Στην όψιμη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική είναι ο κύριος χώρος δεξιώσεων και υποδοχής του σπιτιού ή του ανακτόρου (ο όρος διατηρείται και στους Βυζαντινούς χρόνους).
|
φάτνωμα, το
Κοίλες εσοχές, τετράγωνης ή πολυγωνικής μορφής, με διακοσμητικό χαρακτήρα, που διαμορφώνονται στην οροφή των κτηρίων. Στο εσωτερικό τους έφεραν ανάγλυφη ή γραπτή διακόσμηση. Συνήθως διακοσμούνταν με φυτικά μοτίβα.
|