ανθύπατος, ο (proconsul)
Υψηλό αξίωμα της Ρωμαϊκής και της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Ο ανθύπατος (proconsul, vir spectabilis στη συγκλητική ιεραρχία) ήταν κατά κανόνα κυβερνήτης επαρχίας. Ανθυπατικές ήταν μόνο οι αρχαίες αυτοκρατορικές επαρχίες (στη Μικρά Ασία μόνο η επαρχία Ασίας και για μικρό χρονικό διάστημα η επαρχία Καππαδοκίας), ο δε ανθύπατος ήταν κατώτερος μόνο από το δομέστικο των σχολών και το στρατηλάτη της Ανατολής. Από τον 9ο αιώνα αναφέρεται ως τιμητικός τίτλος και παύει να χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.
|
αργολιθοδομή, η (opus incertum)
Τοιχοποιία από ακατέργαστους (αργούς) λίθους, ακανόνιστα τοποθετημένους με κονίαμα και μικρότερες πέτρες ή βήσαλα στους αρμούς.
|
αψίδα, η
Γενικά, καμπύλη ή τοξοειδής απόληξη ή διαμόρφωση τοίχου. Επίσης, τοξοειδής κατασκευή μνημειακού ή μη χαρακτήρα. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αψίδα ονομάζεται η κόγχη του Ιερού Βήματος, η κάτοψη της οποίας μπορεί να είναι ημικυκλική, πεταλόμορφη, ορθογώνια ή και πολυγωνική εξωτερικά. Η αψίδα συνήθως προεξέχει στο ανατολικό άκρο του ναού. Στο εσωτερικό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Αψίδες που εξέχουν ανατολικά του ναού μπορούσαν να έχουν και τα διαμερίσματα εκατέρωθεν του Ιερού (παραβήματα), συνήθως μικρότερες από την κεντρική αψίδα.
|
θερμός οίκος, ο (λατ. caldarium, το)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου caldarium, που προέρχεται από το ρήμα caleo (= ζεσταίνω). Στα ελληνικά είναι δόκιμος και ο όρος «ένδον οίκος». Πρόκειται για το κύριο δωμάτιο των λουτρών των ρωμαϊκών θερμών για ένα ζεστό μπάνιο και για μπάνιο με ατμό λόγω της υψηλής υγρασίας.
|
κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
|
λουτρό εφιδρώσεως, το (λατ. sudatorium, ουδ.)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου sudatorium, που προέρχεται από το ρήμα sudo (= ιδρώνω) και δηλώνει το χώρο εφίδρωσης των ρωμαϊκών θερμών. Ήταν ένα μικρό ορθογώνιο ή τετράγωνο δωμάτιο υγρής εφίδρωσης, διαφορετικό από την «ξηρή εφίδρωση» του laconicum. Τα κυκλικά sudatoria ήταν συνηθισμένα στην Πρώιμη Ρωμαϊκή εποχή (1ος-2ος αι.μ.Χ.). Ήταν κατά κανόνα θολοσκεπή και βρίσκονταν μεταξύ του caldarium και του tepidarium. Ήταν επίσης θερμαινόμενα με δικό τους praefurnium και εξοπλισμένα με υπόκαυστα.
|
μεικτή τοιχοποιία, η
Τοιχοποιία από μικρούς λίθους και άφθονο κονίαμα, στην οποία κατά αποστάσεις παρεμβάλλονται διπλές οριζόντιες σειρές τούβλων.
|
νάρθηκας, ο
Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική νάρθηκας ονομάζεται ο εγκάρσιος προθάλαμος στη δυτική πλευρά ενός ναού. Σε αυτόν παρέμεναν οι κατηχούμενοι και εκεί εκτελούνταν ορισμένες πράξεις της λειτουργίας. Ο προθάλαμος τοποθετείται μπροστά από το μεσαίο και τα πλάγια κλίτη ως εσωνάρθηκας ή μπροστά από την πρόσοψη της εκκλησίας ως εξωνάρθηκας. O εξωνάρθηκας μπορεί να έχει τη μορφή ανοιχτής κιονοστήρικτης στοάς.
|
πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.
|
στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.
|
σύνθρονο, το
Διάταξη από μια σειρά υπερκείμενων εδράνων, ημικυκλικά τοποθετημένων κατά την εσωτερική περίμετρο της αψίδας του ναού (θυμίζουν μικρό κοίλο θεάτρου), στα οποία κάθονταν οι ιερείς κατά τη διάρκεια των ιεροπραξιών, όταν δε συμμετείχαν στα δρώμενα. Στο κέντρο του ανώτερου εδράνου υπήρχε συνήθως μαρμάρινος θρόνος, όπου καθόταν ο επίσκοπος (όταν ήταν παρών) ή, ενδεχομένως, ο ηγούμενος (όταν επρόκειτο για μοναστηριακό ναό).
|
τοξοστοιχία, η
Στην αρχιτεκτονική τόξο ονομάζεται το άνοιγμα που δημιουργείται μεταξύ δύο κιόνων ή πεσσών οι οποίοι γεφυρώνονται με μία ημικυκλική δομή. Οι σειρές από δύο ή περισσότερα τέτοια ανοίγματα ονομάζονται τοξοστοιχίες.
|
ψυχρός οίκος, ο (λατ. frigidarium, το)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα frigeo, που σημαίνει κρυώνω. Πρόκειται για την κύρια ψυχρή αίθουσα των ρωμαϊκών θερμών. Συχνά διέθετε μία ή περισσότερες μεγάλες ψυχρές πισίνες. Κανονικά χρησιμοποιούνταν μετά την επίσκεψη στα θερμά δωμάτια ή έπειτα από την προπόνηση στην παλαίστρα. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος χώρος των θερμών, συχνά λειτουργούσε και ως αίθουσα για κοινωνικές εκδηλώσεις ή επικοινωνία.
|