Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω
->

Κοινό των Βοιωτών

Συγγραφή : Βλαχογιάννη Έλενα (12/1/2012)

Για παραπομπή: Βλαχογιάννη Έλενα, «Κοινό των Βοιωτών», 2012,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12760>

Κοινό των Βοιωτών (8/4/2011 v.1) Boeotian Confederacy (8/4/2011 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αμφικτιονία, η
Ένωση γειτονικών πόλεων υπό την προστασία ενός θεού με ναό κοινής λατρείας, αρχικά θρησκευτικού και αργότερα πολιτικού χαρακτήρα.

ανθύπατος, ο (proconsul)
Υψηλό αξίωμα της Ρωμαϊκής και της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Ο ανθύπατος (proconsul, vir spectabilis στη συγκλητική ιεραρχία) ήταν κατά κανόνα κυβερνήτης επαρχίας. Ανθυπατικές ήταν μόνο οι αρχαίες αυτοκρατορικές επαρχίες (στη Μικρά Ασία μόνο η επαρχία Ασίας και για μικρό χρονικό διάστημα η επαρχία Καππαδοκίας), ο δε ανθύπατος ήταν κατώτερος μόνο από το δομέστικο των σχολών και το στρατηλάτη της Ανατολής. Από τον 9ο αιώνα αναφέρεται ως τιμητικός τίτλος και παύει να χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.

Αχαϊκή Συμπολιτεία, η
Ομοσπονδιακή οργάνωση των δώδεκα αχαϊκών πόλεων, με επίκεντρο τη λατρεία του Διός Αμαρίου. Η συμπολιτεία, που μαρτυρείται πρώτη φορά το 453 π.Χ., ανανεώθηκε το 281/280 π.Χ. και επεκτάθηκε σύντομα πέρα από την Αχαΐα. Με επικεφαλής τον Άρατο το Σικυώνιο ανέπτυξε επεκτατική αντιμακεδονική πολιτική περίπου από το 250 π.Χ., για να συνθηκολογήσει με τη Μακεδονία το 224 π.Χ. και να συμπλεύσει με την πολιτική της έως το 198 π.Χ.

ίππαρχος, ο
Α. επικεφαλής του μακεδονικού ιππικού. Β. στρατιωτικό αξίωμα που αφορά τον υπεύθυνο για το ιππικό της πόλης.

πραίτωρ, ο (praetor)
Πολιτικός και δικαστικός αξιωματούχος κατά τους τελευταίους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το αξίωμα του πραίτορα ήταν ενεργό κατά διαστήματα και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Εμφανίστηκε πάλι στα μέσα του 9ου αιώνα και δήλωνε τον αξιωματούχο διοικητικής ενότητας της αυτοκρατορίας. Ιεραρχικά τοποθετείται κάτω από το αξίωμα του στρατηγού του θέματος. Στο τέλος του 10ου αιώνα εμφανίζεται ως συνώνυμο του κριτή και προσδιορίζει τον πολιτικό διοικητή. Το αξίωμα του πραίτορα άρχισε να φθίνει μετά το 1204.

στατήρας, ο
Ο όρος στατήρας χρησιμοποιήθηκε σε αρκετά μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου για να δηλώσει είτε μια σταθερή μονάδα βάρους είτε το σημαντικότερο νόμισμα σε πολύτιμο μέταλλο (χρυσός, άργυρος, ήλεκτρο) ενός συστήματος. Το ακριβές βάρος και συνακόλουθα η τιμή του στατήρα διέφεραν σημαντικά από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με το σταθμητικό κανόνα που ίσχυε. Για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητο κάθε στατήρας να προσδιορίζεται με το όνομα της αρχής που τον εξέδωσε (π.χ. αιγινητικός, αττικός, βοιωτικός, κορινθιακός).

στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>