Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ανατολικών Θέμα

Συγγραφή : Γυφτοπούλου Σοφία (11/5/2003)

Για παραπομπή: Γυφτοπούλου Σοφία, «Ανατολικών Θέμα», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3587>

Ανατολικών Θέμα (20/7/2009 v.1) Theme of Anatolikon - προς ανάθεση 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

magister militum per Orientem, ο
Διοικητής των βυζαντινών στρατευμάτων τα οποία στάθμευαν στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.

terminus post quem (λατ.)
Xρονικό όριο μετά το οποίο συνέβη κάτι (ορολογία των ιστορικών επιστημών).

άπληκτον, το / φοσσάτον, το
Ως άπληκτον (< applicitum) προσδιορίζεται το στρατόπεδο γενικά από την Ύστερη Αρχαιότητα και εξής, ενώ και ο όρος φοσσάτον (< φόσσα, δηλαδή τάφρος) σήμαινε επίσης στρατόπεδο. Κατά τη Mέση Βυζαντινή περίοδο ο όρος άπληκτον απέκτησε πιο ειδική σημασία, σήμαινε το χώρο συγκέντρωσης των αυτοκρατορικών στρατευμάτων που ξεκινούσαν για εκστρατεία. Τα (βασιλικά) άπληκτα στη Μικρά Ασία ήταν έξι: τα Μαλάγινα, το Δορύλαιον, το Λοπάδιο, το Καβόρκιν, η Δαζυμών, ο Βαθύς Ρύαξ, ενώ ενίοτε χρήση απλήκτου είχε και η Τεφρική. O κατάλογος των απλήκτων της αυτοκρατορίας σώζεται υπό τη μορφή σύντομης πραγματείας με τίτλο Υπόθεσις των βασιλικών ταξειδίων και υπόμνησις των απλήκτων, η οποία είναι ενσωματωμένη στο πληρέστερο χειρόγραφο του έργου του Kωνσταντίνου Z΄ Πορφυρογέννητου (944-959), De ceremoniis aulae byzantinae (Περί βασιλείου τάξεως), στον κώδικα της Λειψίας, που χρονολογείται στο 12ο αιώνα.

αυγούστα, η
Ισόβιος τιμητικός τίτλος που απονεμόταν από τον αυτοκράτορα στη σύζυγό του, την αυτοκράτειρα, συνήθως μετά τη γέννηση του γιου και διαδόχου. Πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο τίτλος δινόταν και σε εξέχουσες προσωπικότητες του στενού οικογενειακού κύκλου του αυτοκράτορα.

βάνδον, το
Βυζαντινός στρατιωτικός και διοικητικός όρος. Αρχικά, σήμαινε σημαία ή διακριτικό σύμβολο στρατιωτικής μονάδας. Στη συνέχεια, δήλωνε τμήμα της τούρμας και μικρή στρατιωτική μονάδα (50-100 για ιππικό στρατό και 200-400 για πεζικό). Σταδιακά, ο όρος απέκτησε και διοικητική σημασία: αποτέλεσε υποδιαίρεση του θέματος και η περιφέρεια κάθε βάνδου ονομαζόταν τοποτηρησία. Αργότερα, στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επιβίωσε ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας.

δομέστικος των σχολών, ο
Διοικητής του τάγματος των σχολών. Ο πρώτος γνωστός αξιωματούχος εμφανίστηκε το 767/768. Το 10ο αιώνα απέκτησε μεγάλη δύναμη στο στρατό των θεμάτων. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα το αξίωμα του δομέστικου των σχολών χωρίστηκε σε δύο: στο δομέστικο των σχολών της Ανατολής και στο δομέστικο των σχολών της Δύσης, τον ανώτατο δηλαδή στρατιωτικό διοικητή του στρατού των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών αντίστοιχα.

δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.

δρούγγος, ο
Καταρχάς ο δρούγγος ήταν ένας στρατιωτικός σχηματισμός, ενδεδειγμένος για επιχειρήσεις αιφνιδιασμού. Στη συνέχεια, βυζαντινός διοικητικός και στρατιωτικός όρος. Έχει τρεις σημασίες: 1. Στρατιωτικό σώμα και υποδιαίρεση στο θεματικό στρατό μικρότερο από την τούρμα και μεγαλύτερο από το βάνδο. Αρχικά αριθμούσε περίπου 1.000 και αργότερα γύρω στους 100 στρατιώτες. 2. Από το 12ο αιώνα ο όρος αναφέρεται σε ορεινά περάσματα της Αττικής, Λακωνίας και Ηπείρου. Έχει παρόμοια χρήση με τον όρο ζυγός. 3. Κατά τα Όψιμα Βυζαντινά χρόνια (13ος-14ος αιώνας) σημαίνει στρατιωτικό σώμα σε ορεινή περιοχή.

εκκλησιαστικό τακτικό, το (notitia episcopatuum)
Τα εκκλησιαστικά τακτικά είναι επίσημα κείμενα των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας που αποτυπώνουν την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών («κλήσις των επισκόπων»). Σε αυτά αναγράφονται περιοδικά οι έδρες ανά εκκλησιαστική επαρχία και με τη σειρά που έχουν κάθε φορά στην εκκλησιαστική διοίκηση.

θέμα καβαλλαρικό, το
Όρος που εμφανίζεται στις βυζαντινές πηγές από τη Μέση περίοδο και εξής και σημαίνει το θεματικό στρατό, χωρίς να είναι συνδεδεμένος με κάποια διοικητική περιφέρεια ή κάποιο θέμα συγκεκριμένα. Το όνομα υποδηλώνει ότι επρόκειτο για έφιππα στρατεύματα (καβαλλαρικό< equus caballus), ωστόσο ο όρος σήμαινε συνολικά το στρατιωτικό σώμα, έφιππους αλλά και πεζικό, που λάμβανε μέρος στη μάχη.

θέμα πλώιμο, το
Κάθε ναυτική δύναμη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τη Μέση και την Ύστερη περίοδο με πεδίο επιχειρήσεων τη Μεσόγειο θάλασσα. Τα πλώιμα θέματα αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό τον αυτοκρατορικό στόλο, το πλώιμον που από τον 8ο αιώνα και στο εξής επιχειρούσε στον Εύξεινο Πόντο.

κλεισούρα, η (clausura)
Βυζαντινός στρατιωτικός όρος. Η κλεισούρα, αρχικά ορεινό πέρασμα, από τον 7ο αιώνα και εξής είναι η στρατιωτική μονάδα που ασχολείται με την άμυνα του περάσματος. Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται για μικρότερη (από το θέμα) διοικητική-στρατιωτική ενότητα. Η μόνιμη έδρα της βρισκόταν σε δύσβατη συνοριακή περιοχή και μπορούσε να είναι οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη από το στρατηγό του θέματος. Θεωρείται εξέλιξη της τούρμας.

κουβικουλάριος, ο
(απο το λατ. cubicularius) Όρος που χρησιμοποιείται για τους ευνούχους του παλατιού που υπηρετούσαν το Βυζαντινό αυτοκράτορα. Εκτός από τα ειδικά τους καθήκοντα στην αυλή, συχνά καταλάμβαναν θέσεις στρατιωτικών διοικητών και αναλάμβαναν διπλωματικές αποστολές.

κουροπαλάτης, ο
Ο κουροπαλάτης (< κουράτωρ και παλάτιον) ήταν ανώτερος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα απονεμόταν κυρίως σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά από την εποχή του Ιουστίνου Β΄ (565-578) και εξής και σε ξένους πρίγκιπες. Κατά τον 11ο αιώνα δόθηκε σε αρκετούς στρατηγούς εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας.

κριτής, ο
Βυζαντινό δικαστικό αξίωμα. Από το τέλος του 10ου αιώνα είχε και αρμοδιότητες δημοσιονομικού χαρακτήρα.

λογοθέσιο του στρατιωτικού, το
Κεντρική υπηρεσία που είχε γενικές ευθύνες και αρμοδιότητες για το στρατό ξηράς με επικεφαλής τον αντίστοιχο λογoθέτη. Διαμορφώθηκε κατά τον 7ο αιώνα και αντικατέστησε την Praefectura Praetorio. Κατά τα τέλη του 11ου αιώνα ο λογοθέτης του στρατιωτικού έχασε βαθμιαία τις αρμοδιότητές του.

παραφύλαξ, καστροφύλαξ, ο
Στη διοίκηση της Μέσης Βυζαντινής περιόδου ο παραφύλαξ ήταν άπρατος, δεν είχε αρμοδιότητες. Κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο ο όρος αφορά χαμηλόβαθμο αξιωματούχο επιφορτισμένο με τη φύλαξη των πόλεων-κάστρων, ο οποίος εμφανίζεται με την ονομασία «καστροφύλαξ».

πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.

πρωτονοτάριος, ο
Υψηλό βυζαντινό αξίωμα. Ο πρωτονοτάριος ήταν επικεφαλής των νοταρίων και υπηρετούσε στην αυτοκρατορική αυλή ή σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες (σεκρέτα). Το αξίωμα δημιουργήθηκε πιθανόν στο πλαίσιο του συστήματος των λογοθεσίων και ήταν σε χρήση από τον 9ο έως το 12ο αιώνα. Κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο οι πρωτονοτάριοι διατελούσαν χρέη γραμματέα του αυτοκράτορα.

πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.

ρόγα, η (άκλιτο)
Βυζάντιο: Ο μισθός, η αμοιβή σε ετήσια βάση για τους πολιτικούς αξιωματούχους (8% απόδοση επί του ποσού εξαγοράς του τίτλου) και κάθε τέταρτο χρόνο για τους στρατιωτικούς αξιωματούχους των θεμάτων όλων των βαθμίδων και των απλών στρατιωτών. Ρόγα λεγόταν ενίοτε και κάθε βασιλική δωρεά, χρηματική, προς πρόσωπα.

σπαθάριος, ο
Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος: Αξίωμα και αργότερα τιμητικός τίτλος. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο σπαθάριοι ονομάζονται οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα ή των ανώτερων αξιωματούχων. Από την εποχή του Θεοδοσίου Β΄ οι αυτοκρατορικοί σπαθάριοι ανήκαν στο σώμα των κουβικουλαρίων και ήταν ευνούχοι. Μέση Βυζαντινή περίοδος: Από τις αρχές του 8ου αιώνα πιθανόν έγινε τιμητικός τίτλος. Κατά τον 9ο αιώνα ο τίτλος άρχισε να χάνει την ισχύ του. Από τον 11ο αιώνα απαντά σπάνια στις πηγές, ενώ κατά το 12ο αιώνα δηλώνει πλέον ασήμαντα πρόσωπα. Ως ενεργός αξιωματούχος ο σπαθάριος συμμετείχε στη διοίκηση του κράτους, αλλά και στη λειτουργία της αυλής. Ως τιμητικός τίτλος απονεμόταν σε αυλικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς, μέλη επιφανών οικογενειών ακόμα και σε κληρικούς.

στρατεία, η
Στο Βυζάντιο: 1. Η υποχρέωση της στρατιωτικής υπηρεσίας αλλά και κάθε αγγαρείας (καστροκτησία, οδοποιία). 2. Η κτηματική περιουσία που κάλυπτε τα πάγια έξοδα του στρατιώτη γεωργού (τον οπλισμό και τον ίππο), η οποία κληροδοτούνταν στο άρρεν μέλος του οίκου που θα αναλάμβανε και την υποχρέωση να στρατευτεί.

στρατοπεδάρχης, ο
1. Στρατοπεδάρχης: κάθε επικεφαλής στρατιωτικού σώματος (1ος-2ος αι.), ο στρατηγός (5ος-9ος αι.). 2. Στρατοπεδάρχης της Ανατολής και στρατοπεδάρχης της Δύσης: αυτόνομο αξίωμα (10ος αι.), πιθανόν ο ευνούχος δομέστικος των σχολών, και στη συνέχεια (11ος -12ος αι.) τίτλος του στρατηγού. 3. Ο μέγας στρατοπεδάρχης (13ος-14ος αι.) είναι καταρχάς υψηλόβαθμος αξιωματούχος με αρμοδιότητες επί της επιμελητείας και στη συνέχεια τίτλος υψηλόβαθμων στρατιωτικών αξιωματούχων.

τάγματα, τα
Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ήταν οι στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Τα κυριότερα ήταν των Σχολών, των Εξκουβιτών (προερχόμενα από αντίστοιχες μονάδες της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου και συγκροτημένα σε αυτοκρατορική φρουρά και κεντρικό στρατό κρούσης από τον Κωνσταντίνο Ε΄), της Βίγλας (ιδρύθηκε από την Ειρήνη την Αθηναία) και των Ικανάτων (ιδρύθηκε από το Νικηφόρο Α΄). Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο τα τάγματα τα συγκροτούσαν κατά κανόνα μισθοφόροι με επικεφαλής τον άρχοντα, δηλαδή αξιωματικό επιφορτισμένο με κάποιο από τα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα.

τούρμα, η
Διοικητική υποδιαίρεση του θέματος κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο, υποδιαιρούμενη με τη σειρά της σε δρούγγους και βάνδα (από το λατ. turma = ίλη ιππικού).

τουρμάρχης, ο
Πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής τούρμας, υποδιαίρεσης του θέματος.

Φοιδεράτοι, οι
Ύστερη Αρχαιότητα: Βαρβαρικής καταγωγής αρχικά σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, στους οποίους επιτρεπόταν η εγκατάσταση σε ρωμαϊκά εδάφη με την προϋπόθεση να παρέχουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Στη συνέχεια, από τον 6ο αιώνα, αποτελούν επίλεκτη στρατιωτική μονάδα.Βυζάντιο: Από τον 7ο αιώνα το όνομα Φοιδεράτοι το έφερε η αρχαιότερη τούρμα του θέματος των Ανατολικών (από το λατ. foederati = σύμμαχοι).

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>