πορτάρης (οστιάριος, πυλωρός)
Εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν συνήθως σε ψάλτες ή αναγνώστες και σπανιότερα σε διακόνους ή πρεσβυτέρους. Ο πορτάρης είχε υποχρέωση να εκδιώκει τους άπιστους από το ναό, να χωρίζει τους πιστούς από τους κατηχούμενους και να κρατά τη ράβδο του αρχιερέα.
|
πρωτοσύγκελλος, ο
Σύμβουλος του Πατριάρχη ή των αρχιεπισκόπων και συχνά διάδοχός τους, ως πρόσωπο με ιδιαίτερη επιρροή. Μέχρι τον 5ο αιώνα υπήρχε μόνον ο τίτλος του σύγκελλου, που δήλωνε ακριβώς το ίδιο αξίωμα. Με την πάροδο του χρόνου ο τίτλος αυτός διευρύνεται και προκύπτουν οι τίτλοι του πρωτοσύγκελλου και του μεγάλου πρωτοσύγκελλου, που την εποχή των Παλαιολόγων δηλώνει πλέον τον πρωτοσύγκελλο του Πατριάρχη.
|
τοποτηρητής, ο
Εκπρόσωπος μητροπολίτη ή επισκόπου σε συνόδους ή σε αποστολές για εκκλησιαστικά ζητήματα. Τοποτηρητές μπορούσαν να είναι επίσκοποι ή και κατώτεροι κληρικοί. Σε περίπτωση χηρείας πατριαρχικού ή αρχιεπισκοπικού θρόνου, ο τοποτηρητής εκλέγεται από τη σύνοδο των μητροπολιτών ή ορίζεται τοποτηρητής ο αρχαιότερος επίσκοπος. Όταν χηρεύει επισκοπικός ή μητροπολιτικός θρόνος, τοποτηρητής ορίζεται συνήθως ο πρωτοσύγκελος της συγκεκριμένης εκκλησιαστικής επαρχίας, ή σπανιότερα κάποιος άλλος ιερωμένος.
|