Αγία Τράπεζα, η
«Το τραπέζι του Θεού», τράπεζα πάνω στην οποία τελείται η Θεία Ευχαριστία, συχνά επενδεδυμένη με πολύτιμα υλικά. Η Αγία Τράπεζα τοποθετείται μπροστά ή μέσα στο ημικύκλιο της κόγχης του Ιερού Βήματος. Αρχικά ήταν ξύλινη και κινητή, ενώ από τον 4ο αιώνα ήταν ακίνητη, λίθινη ή μαρμάρινη, αλλά και λαξευτή. Υπάρχουν τράπεζες κιβωτιόσχημες ή και με ακαθόριστο αριθμό κιονίσκων. Κάτω από την Αγία Τράπεζα τοποθετούνται άγια λείψανα κατά την τελετή των εγκαινίων.
|
άμβων, ο
Το επίσημο βήμα σε ένα ναό για την ανάγνωση των Γραφών, την εκφώνηση του κηρύγματος κτλ.
|
απλός οκταγωνικός ναός, ο
Μονόχωρος τύπος τρουλαίου ναού με τετράγωνη κάτοψη και οκταγωνική στήριξη του τρούλου. Το οκτάγωνο της ανωδομής σχηματίζεται από τέσσερα μετωπιαία τόξα, που διαμορφώνονται στις πλευρές, και τέσσερα ημιχώνια με ελαφρώς μικρότερα τόξα μετώπου, τα οποία γεφυρώνουν τις γωνίες του τετραγώνου.
|
αψίδα, η
Γενικά, καμπύλη ή τοξοειδής απόληξη ή διαμόρφωση τοίχου. Επίσης, τοξοειδής κατασκευή μνημειακού ή μη χαρακτήρα. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αψίδα ονομάζεται η κόγχη του Ιερού Βήματος, η κάτοψη της οποίας μπορεί να είναι ημικυκλική, πεταλόμορφη, ορθογώνια ή και πολυγωνική εξωτερικά. Η αψίδα συνήθως προεξέχει στο ανατολικό άκρο του ναού. Στο εσωτερικό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Αψίδες που εξέχουν ανατολικά του ναού μπορούσαν να έχουν και τα διαμερίσματα εκατέρωθεν του Ιερού (παραβήματα), συνήθως μικρότερες από την κεντρική αψίδα.
|
βαπτιστήριο, το
Ο χώρος ή το κτήριο όπου πραγματοποιείται το μυστήριο της βάπτισης. Σε κάθε βαπτιστήριο απαντάται μια δεξαμενή, η οποία πολλές φορές έχει το σχήμα του σταυρού. Τα βαπτιστήρια των εκκλησιών μετά τον 6ο αιώνα αποτελούν ξεχωριστά οικοδομήματα –οκταγωνικά, κυκλικά, σταυρόσχημα κτλ.– είτε προσαρτημένα στο ναό είτε στον περίβολό του.
|
διακονικό, το
Βοηθητικό δωμάτιο του ναού, ενίοτε αναφέρεται και ως σκευοφυλάκιο, ιδίως σε πρωιμότερες περιόδους, κατά τις οποίες μπορούσε να είναι και ξεχωριστό κτήριο. Χρησιμοποιείται για τη φύλαξη των ιερών σκευών, των προσφορών των πιστών, αλλά και ως αρχείο, βεστιάριο ή βιβλιοθήκη. Στη βυζαντινή ναοδομία καταλαμβάνει τη θέση συμμετρικά της πρόθεσης, στα νότια του βήματος του ναού, σχηματίζοντας το τριμερές ιερό. Συνήθως έχει αψίδα που προβάλλει στα ανατολικά.
|
κλίτος, το
Επιμήκης χώρος στο εσωτερικό κτηρίου ή ναού που δημιουργείται από την ύπαρξη κιονοστοιχίας.
|
κονίαμα, το
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.
|
μαρμαροθέτημα, το (opus sectile)
Τεχνική εντοίχιας ή επιδαπέδιας διακόσμησης. Προκύπτει από έγκοπτη εργασία ή συναρμογή μαρμάρινων ή λίθινων πλακών μικρού πάχους, έτσι ώστε να αποδίδεται κάποιο διακοσμητικό μοτίβο. Όταν χρησιμοποιείται γυαλί, ονομάζεται υαλοθέτημα.
|
μαρτύριο, το
Χώρος λατρείας αυτών που η Εκκλησία είχε ανακηρύξει μάρτυρες. Συνήθως χτιζόταν πάνω στον τάφο του μάρτυρα. Οι πρώτοι χριστιανοί τελούσαν εκεί τις αγάπες, δηλαδή τα ομαδικά δείπνα προς τιμήν του νεκρού μάρτυρα την ημέρα της μνήμης του.
|
παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.
|
περίκεντρα κτήρια, τα
Πρόκειται για οικοδομήματα, όπου τονίζεται ο κατακόρυφος άξονας γύρω από τον οποίο οργανώνεται συμμετρικά ο χώρος. Χρησιμοποιήθηκαν πολύ κατά την Παλαιοχριστιανική εποχή. Ανάλογα με τη μορφή της κάτοψης διακρίνονται σε κυκλικά (ροτόντες), πολυγωνικά (εξάγωνα ή οκτάγωνα), τρίκογχα, τετράκογχα και σταυρόσχημα.
|
πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.
|
πρόθεση, η (αρχιτ.)
Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική είναι ο χώρος στα βόρεια του Ιερού Βήματος των ναών, συνήθως με αψίδα που προβάλλει στα ανατολικά, όπου αποθέτουν τα Τίμια Δώρα πριν από την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Στο χώρο της πρόθεσης τελείται η ακολουθία της προσκομιδής.
|
πρόπυλο, το
Μνημειακή αρχιτεκτονική διαμόρφωση στην είσοδο ενός ιερού ή ενός οικοδομικού συγκροτήματος.
|
σαρκοφάγος, η
Η λάρνακα που περιέχει τη σορό του νεκρού. Συνήθως κατασκευάζεται από λίθο, αλλά και από ψημένο πηλό ή σπανιότερα από ξύλο ή μέταλλο.
|
στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.
|
τόξο, το
Ημικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα στην τοιχοποιία και είναι ικανή να φέρει το βάρος των υπερκείμενων όγκων και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια. Συχνά έχει διακοσμητικό ρόλο.
|
τρίκλιτη βασιλική, η
Δρομικός (επιμήκης) τύπος ναού που υποδιαιρείται εσωτερικά σε τρία κλίτη: το μεσαίο και δύο πλάγια. Συχνά το μεσαίο κλίτος φωτίζεται από έναν υπερυψωμένο φωταγωγό. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες διαστάσεις του.
|