Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Αρμενιάκων Θέμα

Συγγραφή : Γυφτοπούλου Σοφία (20/5/2003)

Για παραπομπή: Γυφτοπούλου Σοφία, «Αρμενιάκων Θέμα», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3752>

Αρμενιάκων Θέμα - δεν έχει ακόμη εκδοθεί Theme of Armeniakon - προς ανάθεση 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

al thughur
O αραβικός όρος al thughur, που αποδίδεται στις ελληνόφωνες πηγές ως στόμιο, δηλαδή μέτωπο, αναφέρεται σε μια εκτεταμένη άοικη περιοχή της Συρίας και της Mεσοποταμίας με στρατηγική σημασία, η οποία υποστήριζε επιχειρησιακά τη συνοριακή ζώνη των κάστρων (al΄awasim).

magister militum per Armeniam
Στρατιωτικός διοικητής των βυζαντινών στρατευμάτων που υπερασπίζονταν τα αρμενικά και τα ποντικά εδάφη της αυτοκρατορίας. Το αξίωμα δημιουργήθηκε από τον Ιουστινιανό Α΄.

ανθύπατος, ο (proconsul)
Υψηλό αξίωμα της Ρωμαϊκής και της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Ο ανθύπατος (proconsul, vir spectabilis στη συγκλητική ιεραρχία) ήταν κατά κανόνα κυβερνήτης επαρχίας. Ανθυπατικές ήταν μόνο οι αρχαίες αυτοκρατορικές επαρχίες (στη Μικρά Ασία μόνο η επαρχία Ασίας και για μικρό χρονικό διάστημα η επαρχία Καππαδοκίας), ο δε ανθύπατος ήταν κατώτερος μόνο από το δομέστικο των σχολών και το στρατηλάτη της Ανατολής. Από τον 9ο αιώνα αναφέρεται ως τιμητικός τίτλος και παύει να χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.

άπληκτον, το / φοσσάτον, το
Ως άπληκτον (< applicitum) προσδιορίζεται το στρατόπεδο γενικά από την Ύστερη Αρχαιότητα και εξής, ενώ και ο όρος φοσσάτον (< φόσσα, δηλαδή τάφρος) σήμαινε επίσης στρατόπεδο. Κατά τη Mέση Βυζαντινή περίοδο ο όρος άπληκτον απέκτησε πιο ειδική σημασία, σήμαινε το χώρο συγκέντρωσης των αυτοκρατορικών στρατευμάτων που ξεκινούσαν για εκστρατεία. Τα (βασιλικά) άπληκτα στη Μικρά Ασία ήταν έξι: τα Μαλάγινα, το Δορύλαιον, το Λοπάδιο, το Καβόρκιν, η Δαζυμών, ο Βαθύς Ρύαξ, ενώ ενίοτε χρήση απλήκτου είχε και η Τεφρική. O κατάλογος των απλήκτων της αυτοκρατορίας σώζεται υπό τη μορφή σύντομης πραγματείας με τίτλο Υπόθεσις των βασιλικών ταξειδίων και υπόμνησις των απλήκτων, η οποία είναι ενσωματωμένη στο πληρέστερο χειρόγραφο του έργου του Kωνσταντίνου Z΄ Πορφυρογέννητου (944-959), De ceremoniis aulae byzantinae (Περί βασιλείου τάξεως), στον κώδικα της Λειψίας, που χρονολογείται στο 12ο αιώνα.

αποθήκη (horreum), η
1. horreum, ὡρεῖον, σιτοφυλακεῖον, ἀποθήκη: Αρχικά επρόκειτο για αποθηκευτικό χώρο καρπών και δη δημητριακών, αλλά σταδιακά ο όρος αφορούσε όλους τους χώρους όπου διασφαλιζόταν η αποθήκευση αγαθών. Οι δημόσιες αποθήκες κατά την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν κτήρια όπου οι ιδιώτες αποθήκευαν κινητά περιουσιακά στοιχεία ή οικοδομήματα στα οποία το κράτος αποθήκευε δημητριακά. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο οι αποθήκες (horrea) υπό ορειάριο βρίσκονταν εντός των ορίων γαιοκτησιών του θρόνου και προορίζονταν για την αποθήκευση της παραγωγής.2. Παράλληλα, από τον ύστερο 7ο αιώνα και εξής λειτουργούσαν κρατικές αποθήκες διοικητικών ενοτήτων ή και θέσεων με ειδική εμπορική σημασία, προς εξυπηρέτηση της διακίνησης όλων των εμπορεύσιμων αγαθών, με την ευθύνη κομμερκιαρίων υπό την εποπτεία συνήθως των στρατηγών των θεμάτων. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτές οι αποθήκες εξελίχθηκαν σε βασιλικά κομμέρκια.

αυγούστα, η
Ισόβιος τιμητικός τίτλος που απονεμόταν από τον αυτοκράτορα στη σύζυγό του, την αυτοκράτειρα, συνήθως μετά τη γέννηση του γιου και διαδόχου. Πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο τίτλος δινόταν και σε εξέχουσες προσωπικότητες του στενού οικογενειακού κύκλου του αυτοκράτορα.

βάνδον, το
Βυζαντινός στρατιωτικός και διοικητικός όρος. Αρχικά, σήμαινε σημαία ή διακριτικό σύμβολο στρατιωτικής μονάδας. Στη συνέχεια, δήλωνε τμήμα της τούρμας και μικρή στρατιωτική μονάδα (50-100 για ιππικό στρατό και 200-400 για πεζικό). Σταδιακά, ο όρος απέκτησε και διοικητική σημασία: αποτέλεσε υποδιαίρεση του θέματος και η περιφέρεια κάθε βάνδου ονομαζόταν τοποτηρησία. Αργότερα, στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επιβίωσε ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας.

δομέστικος των σχολών, ο
Διοικητής του τάγματος των σχολών. Ο πρώτος γνωστός αξιωματούχος εμφανίστηκε το 767/768. Το 10ο αιώνα απέκτησε μεγάλη δύναμη στο στρατό των θεμάτων. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα το αξίωμα του δομέστικου των σχολών χωρίστηκε σε δύο: στο δομέστικο των σχολών της Ανατολής και στο δομέστικο των σχολών της Δύσης, τον ανώτατο δηλαδή στρατιωτικό διοικητή του στρατού των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών αντίστοιχα.

δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.

εκκλησιαστικό τακτικό, το (notitia episcopatuum)
Τα εκκλησιαστικά τακτικά είναι επίσημα κείμενα των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας που αποτυπώνουν την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών («κλήσις των επισκόπων»). Σε αυτά αναγράφονται περιοδικά οι έδρες ανά εκκλησιαστική επαρχία και με τη σειρά που έχουν κάθε φορά στην εκκλησιαστική διοίκηση.

εμίρης, ο
Αραβικός τίτλος (amir = αρχηγός) ο οποίος δηλώνει το στρατιωτικό αρχηγό μιας περιοχής (του εμιράτου). Την Πρώιμη Ισλαμική περίοδο αποδιδόταν σε αρχηγούς στρατευμάτων, ενώ αργότερα και σε πρόσωπα με διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες. Την περίοδο της κυριαρχίας των Σελτζούκων δινόταν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς και νεαρούς πρίγκιπες. Στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα αποδιδόταν σε Τουρκομάνους ηγεμόνες μικρότερων κρατιδίων που διαδέχθηκαν το σουλτανάτο του Ικονίου.

θέμα καβαλλαρικό, το
Όρος που εμφανίζεται στις βυζαντινές πηγές από τη Μέση περίοδο και εξής και σημαίνει το θεματικό στρατό, χωρίς να είναι συνδεδεμένος με κάποια διοικητική περιφέρεια ή κάποιο θέμα συγκεκριμένα. Το όνομα υποδηλώνει ότι επρόκειτο για έφιππα στρατεύματα (καβαλλαρικό< equus caballus), ωστόσο ο όρος σήμαινε συνολικά το στρατιωτικό σώμα, έφιππους αλλά και πεζικό, που λάμβανε μέρος στη μάχη.

κλεισούρα, η (clausura)
Βυζαντινός στρατιωτικός όρος. Η κλεισούρα, αρχικά ορεινό πέρασμα, από τον 7ο αιώνα και εξής είναι η στρατιωτική μονάδα που ασχολείται με την άμυνα του περάσματος. Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται για μικρότερη (από το θέμα) διοικητική-στρατιωτική ενότητα. Η μόνιμη έδρα της βρισκόταν σε δύσβατη συνοριακή περιοχή και μπορούσε να είναι οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη από το στρατηγό του θέματος. Θεωρείται εξέλιξη της τούρμας.

κομμερκιάριος, ο
Αξιωματούχος επιφορτισμένος με την είσπραξη της δεκάτης, του δασμού (κομμερκίου) 10% που βάρυνε τη μετακίνηση και την πώληση των εμπορευμάτων. Η δικαιοδοσία του περιλάμβανε είτε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα με έντονη εμπορική ζωή (οι πόλεις αυτές πολλαπλασιάζονται τον 8ο και 9ο αιώνα) είτε μια εκτεταμένη περιοχή της αυτοκρατορίας. Εφόσον είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα, ονομαζόταν βασιλικός κομμερκιάριος. Κατά την Ύστερη περίοδο, ο κομμερκιάριος ήταν επιχειρηματίας που εμπορευόταν μετάξι για δικό του λογαριασμό.

κριτής, ο
Βυζαντινό δικαστικό αξίωμα. Από το τέλος του 10ου αιώνα είχε και αρμοδιότητες δημοσιονομικού χαρακτήρα.

πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.

πρωτονοτάριος, ο
Υψηλό βυζαντινό αξίωμα. Ο πρωτονοτάριος ήταν επικεφαλής των νοταρίων και υπηρετούσε στην αυτοκρατορική αυλή ή σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες (σεκρέτα). Το αξίωμα δημιουργήθηκε πιθανόν στο πλαίσιο του συστήματος των λογοθεσίων και ήταν σε χρήση από τον 9ο έως το 12ο αιώνα. Κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο οι πρωτονοτάριοι διατελούσαν χρέη γραμματέα του αυτοκράτορα.

πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.

ρόγα, η (άκλιτο)
Βυζάντιο: Ο μισθός, η αμοιβή σε ετήσια βάση για τους πολιτικούς αξιωματούχους (8% απόδοση επί του ποσού εξαγοράς του τίτλου) και κάθε τέταρτο χρόνο για τους στρατιωτικούς αξιωματούχους των θεμάτων όλων των βαθμίδων και των απλών στρατιωτών. Ρόγα λεγόταν ενίοτε και κάθε βασιλική δωρεά, χρηματική, προς πρόσωπα.

σπαθάριος, ο
Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος: Αξίωμα και αργότερα τιμητικός τίτλος. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο σπαθάριοι ονομάζονται οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα ή των ανώτερων αξιωματούχων. Από την εποχή του Θεοδοσίου Β΄ οι αυτοκρατορικοί σπαθάριοι ανήκαν στο σώμα των κουβικουλαρίων και ήταν ευνούχοι. Μέση Βυζαντινή περίοδος: Από τις αρχές του 8ου αιώνα πιθανόν έγινε τιμητικός τίτλος. Κατά τον 9ο αιώνα ο τίτλος άρχισε να χάνει την ισχύ του. Από τον 11ο αιώνα απαντά σπάνια στις πηγές, ενώ κατά το 12ο αιώνα δηλώνει πλέον ασήμαντα πρόσωπα. Ως ενεργός αξιωματούχος ο σπαθάριος συμμετείχε στη διοίκηση του κράτους, αλλά και στη λειτουργία της αυλής. Ως τιμητικός τίτλος απονεμόταν σε αυλικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς, μέλη επιφανών οικογενειών ακόμα και σε κληρικούς.

τάγματα, τα
Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ήταν οι στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Τα κυριότερα ήταν των Σχολών, των Εξκουβιτών (προερχόμενα από αντίστοιχες μονάδες της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου και συγκροτημένα σε αυτοκρατορική φρουρά και κεντρικό στρατό κρούσης από τον Κωνσταντίνο Ε΄), της Βίγλας (ιδρύθηκε από την Ειρήνη την Αθηναία) και των Ικανάτων (ιδρύθηκε από το Νικηφόρο Α΄). Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο τα τάγματα τα συγκροτούσαν κατά κανόνα μισθοφόροι με επικεφαλής τον άρχοντα, δηλαδή αξιωματικό επιφορτισμένο με κάποιο από τα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα.

τούρμα, η
Διοικητική υποδιαίρεση του θέματος κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο, υποδιαιρούμενη με τη σειρά της σε δρούγγους και βάνδα (από το λατ. turma = ίλη ιππικού).

τουρμάρχης, ο
Πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής τούρμας, υποδιαίρεσης του θέματος.

χαρτουλάριος, ο
Από τη λέξη «χάρτης», με τη σημασία του επίσημου εγγράφου. 1. Βυζαντινό διοικητικό αξίωμα με ποικίλες κατά περιόδους αρμοδιότητες. Στην πρώιμη εποχή οι χαρτουλάριοι υπηρετούν στις μεγάλες διοικητικές υπηρεσίες, όπως του επάρχου του πραιτορίου, και είναι υπεύθυνοι για την τήρηση του αρχείου. Στα Mεσοβυζαντινά χρόνια αναλαμβάνουν διάφορα πόστα στην κεντρική ή την επαρχιακή διοίκηση. Εμφανίζεται και το αξίωμα του μεγάλου χαρτουλαρίου ως επικεφαλής σεκρέτων. Από το 12ο αιώνα αναφέρονται και με στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ το 13ο αιώνα ο μέγας χαρτουλάριος είναι ένα από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην αυλή. 2. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση του αρχείου, εμφανίζει πολλά κοινά και πολλές φορές συγχέεται ως προς την αρμοδιότητά του με το χαρτοφύλακα.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>