Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Άσπενδος (Αρχαιότητα), Αγορά

Συγγραφή : Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα (17/2/2003)

Για παραπομπή: Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα , «Άσπενδος (Αρχαιότητα), Αγορά», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3813>

Άσπενδος (Αρχαιότητα), Αγορά (10/4/2008 v.1) Aspendus (Antiquity), Agora (10/12/2008 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αντηρίδα, η
Οι αντηρίδες είναι λίθινα ή ξύλινα στηρίγματα συνήθως σε τοίχους, αντερείσματα.

διάτονοι λίθοι, οι
Λίθοι που καταλαμβάνουν όλο το πλάτος του τοίχου.

εκκλησιαστήριον, το
Ειδικό οικοδόμημα που χρησίμευε για τις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου. Μικρό θέατρο.

εξέδρα, η
1. Ημικυκλική κατασκευή υπαίθρια ή στεγασμένη, η οποία διέθετε χαμηλά θρανία ή καθίσματα, που αναπτύσσονταν περιμετρικά. 2. Τύπος αίθουσας της παλαίστρας με πλευρά ανοιχτή προς την κεντρική αυλή, η οποία διαμορφώνεται με κιονοστοιχία. Οι εξέδρες στα γυμνάσια και τις παλαίστρες εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες. Τέτοιας μορφής αίθουσα ήταν συχνά το εφηβείον.

θριγκός, ο
Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο.

κιλλίβαντας, ο
Αρχιτεκτονικό στέλεχος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που προεξέχει από τον τοίχο και αποσκοπεί στη στήριξη των υπερκείμενων αρχιτεκτονικών προεξοχών, όπως είναι οι εξώστες, ή διακοσμητικών στοιχείων, όπως τα γείσα. Συνήθως διακοσμείται με σπείρες ή έλικες. Ονομάζεται επίσης κονσόλα ή φουρούσι.

κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.

κονίαμα, το
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.

κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το
Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες.

ορχήστρα, η
Χώρος ανάμεσα στη σκηνή και το κοίλο του αρχαίου θεάτρου, όπου διεξάγονται τα θεατρικά δρώμενα. Είναι συνήθως ημικυκλικού σχήματος και σπανιότερα κυκλικού.

περιστύλιο, το
Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο.

στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.

τόξο, το
Ημικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα στην τοιχοποιία και είναι ικανή να φέρει το βάρος των υπερκείμενων όγκων και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια. Συχνά έχει διακοσμητικό ρόλο.

ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών.

ψευδοτόξο, το
Τόξο διακοσμητικού χαρακτήρα που σχηματίζεται με κατάλληλη λάξευση των προεξεχόντων λίθων της τοιχοποιίας του ανοίγματος, σε αντίθεση με τα αληθινά φέροντα τόξα που κατασκευάζονται από λαξευμένες σφηνοειδείς πέτρες.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>