λογοθέτης, ο
Όρος που στη Βυζαντινή περίοδο δήλωνε υψηλόβαθμους υπαλλήλους, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς, με οικονομικού κυρίως χαρακτήρα αρμοδιότητες. Το αξίωμα του λογοθέτη του Πατριαρχείου απέκτησε ιδιαίτερη σημασία μετά το 12ο αιώνα. Οι λογοθέτες των μητροπόλεων, τέλος, φαίνεται ότι είχαν και δικαστικές αρμοδιότητες.
|
ρεφερενδάριος, ο
Eκκλησιαστικός αξιωματούχος, εκπρόσωπος πατριάρχη ή επσκόπου.
|
σκευοφύλαξ, ο
Εκκλησιαστικό αξίωμα. Αποδιδόταν σε κληρικό, διάκονο ή πρεσβύτερο. Ο σκευοφύλαξ είχε καθήκον τη φύλαξη και την επιμέλεια των ιερών σκευών και κειμηλίων που φυλάσσονταν στο σκευοφυλάκιο κάθε ναού. Ήταν επίσης υπεύθυνος για την ευταξία κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών. Στους ναούς στους οποίους υπήρχαν περισσότεροι του ενός σκευοφύλακες, ο πρεσβύτερος έφερε τιμητικά τον τίτλο του μεγάλου σκευοφύλακα. Ο μέγας σκευοφύλαξ της Αγίας Σοφίας οριζόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα έως τον 11ο αιώνα.
|