δούκας, ο (λατ. dux, -cis)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος που σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα, ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μιας μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα, οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.
|
εμίρης, ο
Αραβικός τίτλος (amir = αρχηγός) ο οποίος δηλώνει το στρατιωτικό αρχηγό μιας περιοχής (του εμιράτου). Την Πρώιμη Ισλαμική περίοδο αποδιδόταν σε αρχηγούς στρατευμάτων, ενώ αργότερα και σε πρόσωπα με διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες. Την περίοδο της κυριαρχίας των Σελτζούκων δινόταν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς και νεαρούς πρίγκιπες. Στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα αποδιδόταν σε Τουρκομάνους ηγεμόνες μικρότερων κρατιδίων που διαδέχθηκαν το σουλτανάτο του Ικονίου.
|
θαλασσοκράτωρ, ο
Λογοτεχνικός όρος για το δούκα ή τον κατεπάνω του βυζαντινού στόλου. Πρόκειται για ανώτερο αξιωματικό του ναυτικού ο οποίος ηγούνταν στις επιχειρήσεις και επόπτευε τη στρατολόγηση και τη χρηματοδότηση του ναυτικού. Υφιστάμενοί του ήταν οι στρατηγοί του ναυτικού.
|
καίσαρας, ο
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο τίτλος του καίσαρα απονεμόταν στον αυτοκράτορα. Επί Διοκλητιανού (284-305) και μετέπειτα, καίσαρας αναγορευόταν ο νεαρός συναυτοκράτορας. Ήταν ο υψηλότερος τίτλος στην ιεραρχία της βυζαντινής αυλής, με διάσημα ένα στέμμα και ένα σταυρό. Τον 8ο αιώνα το αξίωμα του καίσαρα αποδιδόταν συνήθως στο διάδοχο του θρόνου. Τον ύστερο 11ο αιώνα, με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ο καίσαρας υποβαθμίστηκε, έγινε ο τρίτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα και το σεβαστοκράτορα. Από το 14ο αιώνα το αξίωμα αποδιδόταν κυρίως σε ξένους πρίγκιπες.
|
πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.
|
πρόεδρος, ο
Ανώτατο αυλικό αξίωμα που εμφανίζεται πρώτη φορά επί Νικηφόρου Β' Φωκά. Οι αρμοδιότητες του προέδρου δε φαίνονται σαφώς καθορισμένες. Τον 11ο αιώνα ο τίτλος αποδίδεται όλο και συχνότερα, αλλά δεν απαντά πια μετά τα μέσα του 12ου αιώνα. Ως εκκλησιαστικό αξίωμα ο πρόεδρος ήταν ισότιμος του μητροπολίτη και αποδιδόταν στον εποπτεύοντα μητροπολίτη επισκοπικής ή μητροπολιτικής έδρας μέχρι να διευθετηθεί η εκλογή ιεράρχη.
|
στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.
|