δίφρος, ο
Eίδος καθίσματος χωρίς ερεισίνωτο και βραχίονες.
|
θησαυρός, ο (1. αρχιτεκτονική, 2. νομισματική)
1. Ναόσχημο οικοδόμημα αναθηματικού χαρακτήρα, που το ανήγειραν οι διάφορες πόλεις σε μεγάλα ιερά (Δελφοί, Ολυμπία, Δήλος), το οποίο προοριζόταν για τη φύλαξη των πολύτιμων αφιερωμάτων των πόλεων και των μικρών αναθημάτων των πολιτών τους.2. Κλειστό σύνολο ευρημάτων, συνήθως νομισμάτων ή μεταλλικών αντικειμένων.
|
ιμάτιο, το
Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες.
|
καρυάτις, η
Γυναικείο άγαλμα που χρησιμοποιούνταν αντί του κίονα για την υποστήριξη του θριγκού ενός οικοδομήματος.
|
κόρη, η
Συμβατικός όρος που χρησιμοποιείται από τη σύγχρονη έρευνα για τα αρχαϊκά αγάλματα ακίνητων, ντυμένων νεαρών γυναικών.
|
κούρος, ο
Συμβατικός όρος που χρησιμοποιείται από τη σύγχρονη έρευνα για τα αρχαϊκά αγάλματα γυμνών, ακίνητων νεαρών ανδρών.
|
μανιερισμός, ο
Από την ιταλική λέξη maniera, «τρόπος», «τεχνοτροπία». Καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ιταλία, το 16ο αιώνα ως αντίδραση ενάντια στον αρμονικό κλασικισμό και τον εξιδανικευμένο νατουραλισμό της Αναγέννησης. Ο όρος χρησιμοποιείται στην ιστορία της τέχνης για να περιγράψει την υπερβολική και εξεζητημένη απόδοση. Οι μορφές στα μανιεριστικά έργα έχουν συνήθως χαριτωμένα αλλά παραδόξως επιμήκη μέλη, μικρά κεφάλια και τυποποιημένα χαρακτηριστικά προσώπου, ενώ οι στάσεις τους μοιάζουν δύσκολες ή αφύσικες.
|
παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.
|
πρόσταση, η
1. Προστώο, ανοιχτή στοά στην είσοδο του οικοδομήματος. 2. Το τμήμα μπροστά από την είσοδο του σηκού του ναού.
|
χιτών, ο
Τύπος ενδύματος που αποτελείται από τετράγωνο μάλλινο ύφασμα το οποίο ράβεται στις δύο πλευρές του.
|