Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Έφεσος (Αρχαιότητα), Θέατρο

Συγγραφή : Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα , Αριστοδήμου Γεωργία (11/2/2007)

Για παραπομπή: Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα , Αριστοδήμου Γεωργία, «Έφεσος (Αρχαιότητα), Θέατρο», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4345>

Έφεσος (Αρχαιότητα), Θέατρο (6/2/2006 v.1) Ephesus (Antiquity), Theatre (15/2/2006 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

aedicula, η
Μικρός αετωματικός ναΐσκος, άλλοτε αυτόνομος και άλλοτε μέρος πρόσοψης.

scaenae frons, η
Η μνημειακή και πολυώροφη διαμόρφωση της πρόσοψης της σκηνής του ρωμαϊκού θεάτρου, που φέρει πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο.

αέτωμα, το
Τριγωνικό αρχιτεκτονικό μέλος που βρίσκεται πάνω από το οριζόντιο γείσο της πρόσοψης των οικοδομημάτων. Επιστέφεται από το καταιέτιο γείσο, ενώ το βάθος του κλείνεται από τύμπανο. Διακοσμείται συνήθως με συνθέσεις γλυπτών, ανάγλυφων ή με γραπτό διάκοσμο.

γιρλάντες, οι
Διακοσμητικό μοτίβο που παριστάνει μπουκέτα από λουλούδια και πλεγμένους μίσχους φυτών.

διάζωμα, το (λατ. praecinctio)
Ο οριζόντιος περιμετρικός διάδρομος που χωρίζει το κοίλο των αρχαίων θεάτρων σε άνω και κάτω τμήμα.

εδώλιο, το
1. Πάγκος, κάθισμα, έδρανο ξύλινο ή λίθινο. 2. Το κάθισμα του θεάτρου ή το σύνολο των καθισμάτων του κοίλου.

ελληνικού τύπου θέατρο, το
Το θεατρικό οικοδόμημα όπως αυτό διαμορφώθηκε στον ελλαδικό χώρο κατά την Ελληνιστική περίοδο. Αποτελείται από τρία ξεχωριστά τμήματα που δε συνδέονται μεταξύ τους: το κοίλον, την ορχήστρα και τη σκηνή. Το κοίλον είναι μεγαλύτερο του ημικυκλίου, χτίζεται συνήθως στη φυσική πλαγιά ενός λόφου και ορίζεται πλευρικά από αναλημματικούς τοίχους. Η ορχήστρα είναι κυκλική ή πεταλόσχημη και η σκηνή έχει ορθογώνιο σχήμα και διαθέτει παρασκήνια στις πλευρές.

εύριπος, ο
Ο αγωγός συγκέντρωσης και απομάκρυνσης των όμβριων υδάτων.

ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.

θλαστός θριγκός, ο
Θριγκός που προεξέχει και εισέχει ανά διαστήματα σχηματίζοντας έτσι ένα χαρακτηριστικά τεθλασμένο περίγραμμα. Εμφανίζεται κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και υιοθετείται κυρίως στις εντυπωσιακές προσόψεις θεατρικών σκηνών και νυμφαίων.

κοίλο, το (cavea)
Το ομόκεντρο, συνήθως ημικυκλικό, πρανές του αρχαίου θεάτρου, όπου κάθονται οι θεατές.

κορινθιακός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πιο διακοσμητικός από τους αρχαίους ρυθμούς. Αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.Χ. στην κυρίως Ελλάδα και αποτέλεσε τον πιο διαδεδομένο ρυθμό κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Διαφέρει ελάχιστα από τον ιωνικό, διατηρώντας παραπλήσιες αναλογίες με αυτόν. Ο κίονάς του εμφανίζει τις ίδιες ραβδώσεις, στέφεται όμως από εντελώς διαφορετικό κιονόκρανο, το οποίο αποτελείται από κάλαθο επενδεδυμένη εξωτερικά με τρεις σειρές πλαστικού φυτικού διάκοσμου. Οι δύο κατώτερες επάλληλες σειρές αναπαριστούν φύλλα ακάνθου, ενώ η ανώτερη σειρά περιλαμβάνει τέσσερις έλικες, τοποθετημένες συμμετρικά ανά δύο. Από αυτές, οι δύο ακραίες έχουν μεγαλύτερο ύψος, προεξέχουν κατά τη διαγώνιο και υποστηρίζουν την προέχουσα γωνία του άβακα, ενώ οι μεσαίες κάμπτονται προς τον κεντρικό άξονα του κίονα. Ο θριγκός στον κορινθιακό ρυθμό είναι όμοιος με τον ιωνικό.

λογείον, το (pulpitum, ουδ.)
Το επίμηκες βάθρο του σκηνικού οικοδομήματος του ρωμαϊκού θεάτρου, όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί.

ορχήστρα, η
Χώρος ανάμεσα στη σκηνή και το κοίλο του αρχαίου θεάτρου, όπου διεξάγονται τα θεατρικά δρώμενα. Είναι συνήθως ημικυκλικού σχήματος και σπανιότερα κυκλικού.

πάροδος, η
Διάδρομος μεταξύ της σκηνής και των πλευρικών αναλημματικών τοίχων του κοίλου, από όπου έμπαινε ο χορός στην ορχήστρα του θεάτρου.

πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.

προσκήνιον, το (proscaenium)
Κιονοστοιχία που προστέθηκε μπροστά από τον τοίχο της σκηνής του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Τα διαστήματα μεταξύ των κιόνων ενίοτε κλείνονταν με θυρώματα ή γραπτούς πίνακες. Στα ρωμαϊκά θέατρα το προσκήνιο χαμηλώνει και φέρει αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο.

ρωμαϊκού-μικρασιατικού τύπου θέατρο, το
Το θεατρικό οικοδόμημα όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο στο μικρασιατικό χώρο. Αποτελεί συνδυασμό του ελληνικού και του ρωμαϊκού τύπου με κοίλο μεγαλύτερο του ημικυκλίου και μνημειώδη σκηνή πολλών ορόφων, η οποία συχνά εφάπτεται στα άκρα του πετάλου των κερκίδων και κλείνει το οικοδόμημα.

σκηνή, η (scaena)
Αρχικά το μέρος όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Αργότερα αποτέλεσε το μόνιμο κτίσμα που έκλεινε τη μία πλευρά του θεάτρου και διέθετε βοηθητικούς χώρους για την προετοιμασία των ηθοποιών και τη φύλαξη των μηχανημάτων.

σύνθετος ρυθμός, ο
Ρυθμός που επικράτησε κατά τους Όψιμους Αυτοκρατορικούς χρόνους και χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό ιωνικών και κορινθιακών στοιχείων. Συγκεκριμένα η άνω ζώνη του απλού κορινθιακού κιονόκρανου αντικαθίσταται από πλήρες ιωνικό κιονόκρανο χωρίς προσκεφάλαια, αλλά με έλικες και στις τέσσερις πλευρές του. Τα σύνθετα κιονόκρανα συνδυάζονται με κίονες αράβδωτους και φέρουν ιωνικό θριγκό.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>