άδυτον ή άβατον, το
Ο ιερότερος χώρος στο βάθος ενός ναού, η πρόσβαση στον οποίο επιτρεπόταν μόνο σε ιερείς.
|
αέτωμα, το
Τριγωνικό αρχιτεκτονικό μέλος που βρίσκεται πάνω από το οριζόντιο γείσο της πρόσοψης των οικοδομημάτων. Επιστέφεται από το καταιέτιο γείσο, ενώ το βάθος του κλείνεται από τύμπανο. Διακοσμείται συνήθως με συνθέσεις γλυπτών, ανάγλυφων ή με γραπτό διάκοσμο.
|
ανθέμιο, το
Διακοσμητικό στοιχείο με τη μορφή άνθους ή μπουμπουκιού (λατ. palmetta).
|
Βιτρούβιος (Vitruvius Pollio)
Ρωμαίος αρχιτέκτονας, μηχανικός και συγγραφέας της περίφημης πραγματείας De Architectura (Περί Αρχιτεκτονικής). Έζησε τον 1ο αι. π.Χ. Το έργο του βασίζεται τόσο στην προσωπική του πείρα, όσο και στις θεωρητικές εργασίες φημισμένων Ελλήνων αρχιτεκτόνων.
|
γείσο, το
1. (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) Αρχιτεκτονικό προεξέχον μέρος του επιστυλίου και γενικά του θριγκού στην ανωδομή ενός κτηρίου ή ναού. Ως οριζόντιο μέρος απαντάται ενίοτε και σε τοίχους. Το γείσο συχνά αποτελεί προεξέχον μέρος της στέγης με την έννοια ότι προστατεύει το κτήριο από τη βροχή. 2. (Βυζ. αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό μέρος ταυτόσημο με τον «κοσμήτη». Χωρίζει οργανικά τις επιφάνειες των εκκλησιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και τονίζει τη μετάβαση από τους κάθετους τοίχους προς τις θολωτές κατασκευές. Κατά κανόνα φέρει γραπτό ή γλυπτό διάκοσμο με φυτικά ή γεωμετρικά θέματα.
|
δίπτερος ναός, ο
Nαός με διπλή περιμετρική κιονοστοιχία ή περίσταση
|
επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.
|
θριγκός, ο
Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο.
|
κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το
Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες.
|
κυμάτιο, το
Διακοσμητικό μέλος μιας επιφάνειας με καμπύλη διατομή. Το κυμάτιο προορίζεται να χωρίσει ή να τονίσει δύο επιφάνειες. Στην αρχιτεκτονική της Αρχαιότητας ανάλογα με τη διατομή και τη διακόσμησή τους τα κυμάτια διακρίνονται σε δωρικά, ιωνικά και λέσβια.
|
μετακιόνιο διάστημα, το
Το διάστημα μεταξύ δύο κιόνων.
|
ναός εν παραστάσι, ο
Τύπος ναού με δύο ή περισσότερους κίονες ανάμεσα σε παραστάδες στον πρόναο.
|
οδόντες, οι
Σειρά από μικρές, περίπου κυβικές, προεξοχές που μιμούνται παλαιότερη ξύλινη κατασκευή, πιθανότατα τις απολήξεις των δοκών που σχημάτιζαν την οροφή. Αποκαλούνται επίσης και γεισίποδες.
|
οπισθόδομος, ο
Ο ιδιαίτερος χώρος στο πίσω τμήμα ενός αρχαίου ναού, πίσω από το σηκό, που χρησίμευε και ως θησαυροφυλάκιο.
|
παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.
|
περίπτερος (ναός), ο
Ναός που περιβάλλεται στις 4 πλευρές από κιονοστοιχίες (πτερό).
|
πρόδομος, πρόναος, ο
Ο προθάλαμος του κυρίως ναού (σηκού).
|
ράβδωση, η
Κατακόρυφη λάξευση ή αυλάκωση των κιόνων. Οι ραβδώσεις των δωρικών κιόνων είναι αβαθείς και συναντώνται σε οξείες ακμές, των ιωνικών και κορινθιακών έχουν ταινίες μεταξύ των αυλάκων.
|
σεβαστείο, το
Ναός, άλλου τύπου κτήριο ή δωμάτιο κτηρίου που ήταν αφιερωμένο στη λατρεία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και της οικογένειάς τους.
|
σηκός, ο (λατ. cella)
Εσωτερικό περίκλειστο τμήμα –πυρήνας– ναού ή άλλου ναόσχημου οικοδομήματος.
|
σίμη ή σίμα, η
Αρχιτεκτονικό πήλινο ή μαρμάρινο μέλος με επιμελημένη όψη και διακοσμητικό χαρακτήρα που επιστέφει το γείσο. Έχει ημικυκλική τομή και χρησιμεύει στη διοχέτευση των υδάτων.
|
στερεοβάτης, ο
Τα θεμέλια του ναού, το τμήμα δηλαδή που βρίσκεται ανάμεσα στην κρηπίδα και στο στερεό έδαφος ή το φυσικό βράχο.
|
στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.
|
στυλοβάτης, ο
Το ανώτατο τμήμα της κρηπίδας, όπου εδράζονται οι κίονες ή οι πεσσοί (δηλαδή οι στύλοι) του οικοδομήματος.
|
σφόνδυλος (σπόνδυλος), ο
Τα κυλινδρικά τμήματα από τα οποία αποτελείται ο κορμός του κίονα.
|