δόμος, ο
η οριζόντια στρώση λίθων ή πλίνθων. Λέγεται επίσης στοίχος.
|
δωρικός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός που αναπτύχθηκε στην κυρίως Ελλάδα και στις δωρικές αποικίες, ειδικότερα στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία, κατά τον 6ο αι. π.Χ. Στο δωρικό ρυθμό ο κίονας εδράζεται απευθείας στο στυλοβάτη, οι ραβδώσεις του κορμού είναι αβαθείς και σχηματίζουν οξείες ακμές, το κιονόκρανο αποτελείται από τον άβακα, τον εχίνο και το υποτραχήλιο, το επιστύλιο έχει αδιάρθρωτη επιφάνεια και η ζωφόρος αποτελείται από δύο εναλλασσόμενα μέλη: τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Ο δωρικός ρυθμός χαρακτηρίζεται από τις αναλογίες των κιόνων που είναι βαριές σε σχέση με εκείνες του ιωνικού ρυθμού.
|
θριγκός, ο
Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο.
|
κίονας, ο
Κατακόρυφο στήριγμα κυκλικής διατομής που αποτελείται κατά κανόνα από τρία μέρη: βάση, κορμό και κιονόκρανο. Υποβαστάζει το θριγκό ενός οικοδομήματος. Ο δωρικός κίονας δεν έχει βάση, σε αντίθεση με τον ιωνικό και τον κορινθιακό.
|
κονίαμα, το
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.
|
ορθογώνια λιθοδομή, η
Σύστημα τοιχοποιίας που αποτελείται από ορθογωνισμένους παραλληλεπίπεδους λίθους, τοποθετημένους επιμελημένα σε οριζόντιες στρώσεις ίδιου ή διαφορετικού ύψους.
|
περιστύλιο, το
Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο.
|
στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.
|
σύνθετος ρυθμός, ο
Ρυθμός που επικράτησε κατά τους Όψιμους Αυτοκρατορικούς χρόνους και χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό ιωνικών και κορινθιακών στοιχείων. Συγκεκριμένα η άνω ζώνη του απλού κορινθιακού κιονόκρανου αντικαθίσταται από πλήρες ιωνικό κιονόκρανο χωρίς προσκεφάλαια, αλλά με έλικες και στις τέσσερις πλευρές του. Τα σύνθετα κιονόκρανα συνδυάζονται με κίονες αράβδωτους και φέρουν ιωνικό θριγκό.
|
σφόνδυλος (σπόνδυλος), ο
Τα κυλινδρικά τμήματα από τα οποία αποτελείται ο κορμός του κίονα.
|
ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών.
|