Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Θαυμαστόν Όρος, Μονή Αγίου Συμεών του Νέου

Συγγραφή : Μπάκου Ελένη (4/2/2003)

Για παραπομπή: Μπάκου Ελένη, «Θαυμαστόν Όρος, Μονή Αγίου Συμεών του Νέου», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4473>

Θαυμαστόν Όρος, Μονή Αγίου Συμεών του Νέου - δεν έχει ακόμη εκδοθεί Wondrous Mountain, Monastery of St. Symeon - προς ανάθεση 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

Αγία Τράπεζα, η
«Το τραπέζι του Θεού», τράπεζα πάνω στην οποία τελείται η Θεία Ευχαριστία, συχνά επενδεδυμένη με πολύτιμα υλικά. Η Αγία Τράπεζα τοποθετείται μπροστά ή μέσα στο ημικύκλιο της κόγχης του Ιερού Βήματος. Αρχικά ήταν ξύλινη και κινητή, ενώ από τον 4ο αιώνα ήταν ακίνητη, λίθινη ή μαρμάρινη, αλλά και λαξευτή. Υπάρχουν τράπεζες κιβωτιόσχημες ή και με ακαθόριστο αριθμό κιονίσκων. Κάτω από την Αγία Τράπεζα τοποθετούνται άγια λείψανα κατά την τελετή των εγκαινίων.

άμβων, ο
Το επίσημο βήμα σε ένα ναό για την ανάγνωση των Γραφών, την εκφώνηση του κηρύγματος κτλ.

αψίδα, η
Γενικά, καμπύλη ή τοξοειδής απόληξη ή διαμόρφωση τοίχου. Επίσης, τοξοειδής κατασκευή μνημειακού ή μη χαρακτήρα. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αψίδα ονομάζεται η κόγχη του Ιερού Βήματος, η κάτοψη της οποίας μπορεί να είναι ημικυκλική, πεταλόμορφη, ορθογώνια ή και πολυγωνική εξωτερικά. Η αψίδα συνήθως προεξέχει στο ανατολικό άκρο του ναού. Στο εσωτερικό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Αψίδες που εξέχουν ανατολικά του ναού μπορούσαν να έχουν και τα διαμερίσματα εκατέρωθεν του Ιερού (παραβήματα), συνήθως μικρότερες από την κεντρική αψίδα.

βαπτιστήριο, το
Ο χώρος ή το κτήριο όπου πραγματοποιείται το μυστήριο της βάπτισης. Σε κάθε βαπτιστήριο απαντάται μια δεξαμενή, η οποία πολλές φορές έχει το σχήμα του σταυρού. Τα βαπτιστήρια των εκκλησιών μετά τον 6ο αιώνα αποτελούν ξεχωριστά οικοδομήματα –οκταγωνικά, κυκλικά, σταυρόσχημα κτλ.– είτε προσαρτημένα στο ναό είτε στον περίβολό του.

βασιλική, η
Σημαντικός τύπος δημόσιου κτηρίου της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής που χρησίμευε ως δικαστική αίθουσα και χώρος εμπορικών συναλλαγών και χρηματιστηριακών πράξεων ή απλώς ως τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων και ακροάσεων. Στα χριστιανικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας και μετεξελίχθηκε σε ναό, ο δε τύπος των ναών που ονομάζονται βασιλικές είναι λιτές δρομικές, δηλαδή επιμήκεις, δομές.

έλικα, η
α) Η περιστρεφόμενη ταινία γύρω από τον οφθαλμό του ιωνικού κιονοκράνου, β) το ελικοειδές ή κυματοειδές κόσμημα.

εξέδρα, η
1. Ημικυκλική κατασκευή υπαίθρια ή στεγασμένη, η οποία διέθετε χαμηλά θρανία ή καθίσματα, που αναπτύσσονταν περιμετρικά. 2. Τύπος αίθουσας της παλαίστρας με πλευρά ανοιχτή προς την κεντρική αυλή, η οποία διαμορφώνεται με κιονοστοιχία. Οι εξέδρες στα γυμνάσια και τις παλαίστρες εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες. Τέτοιας μορφής αίθουσα ήταν συχνά το εφηβείον.

επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.

θόλος, ο
Ημισφαιρική οροφή.

κάλαθος, η
Το σώμα του κιονόκρανου που είναι τοποθετημένο κάτω από τον άβακα.

κιβώριο, το
Ημισφαιρικός θόλος ή πυραμιδοειδής στέγη που σχημάτιζε ένα μεγαλοπρεπές κάλυμμα πάνω από την Αγία Τράπεζα. Στηριζόταν σε τέσσερις ή σπάνια έξι κιονίσκους που ενώνονταν μεταξύ τους με τόξα.

κιονόκρανο, το
Το επιστέφον στοιχείο ενός κίονα, που αποτελεί τη μετάβαση μεταξύ του κατακόρυφου στηρίγματος και του οριζόντιου στοιχείου του επιστυλίου. Κατά την Αρχαιότητα η διακόσμηση του κιονόκρανου αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ρυθμού. Το δωρικό κιονόκρανο φέρει άβακα και εχίνο, το ιωνικό επιπλέον έλικες και προσκεφάλαιο, ενώ το κορινθιακό φέρει άβακα και κάλαθο με φύλλα ακάνθου.

κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.

κονίαμα, το
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.

λιθόπλινθος, ο
Λίθινο παραλληλεπίπεδο στοιχείο που προκύπτει από συνήθη κοπή και παρουσιάζει αναλογίες αντίστοιχες με την πλίνθο. Οι λιθόπλινθοι με όμοια ή ποικίλα μεγέθη χρησιμοποιούνται κυρίως στο ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας.

μαρμαροθέτημα, το (opus sectile)
Τεχνική εντοίχιας ή επιδαπέδιας διακόσμησης. Προκύπτει από έγκοπτη εργασία ή συναρμογή μαρμάρινων ή λίθινων πλακών μικρού πάχους, έτσι ώστε να αποδίδεται κάποιο διακοσμητικό μοτίβο. Όταν χρησιμοποιείται γυαλί, ονομάζεται υαλοθέτημα.

μαρτύριο, το
Χώρος λατρείας αυτών που η Εκκλησία είχε ανακηρύξει μάρτυρες. Συνήθως χτιζόταν πάνω στον τάφο του μάρτυρα. Οι πρώτοι χριστιανοί τελούσαν εκεί τις αγάπες, δηλαδή τα ομαδικά δείπνα προς τιμήν του νεκρού μάρτυρα την ημέρα της μνήμης του.

παρεκκλήσιο, το (λατ. martirium)
Πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναό ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση.

παστοφόριο (παράβημα), το
Παστοφόρια ή παραβήματα ονομάζονται οι δύο χώροι που πλαισιώνουν ως βοηθητικά δωμάτια την αψίδα με το Ιερό Βήμα των παλαιοχριστιανικών ή βυζαντινών εκκλησιών. Το βόρειο ή το αριστερό παστοφόριο λέγεται πρόθεση, ενώ το νότιο ή δεξί διακονικό (και αργότερα σκευοφυλάκιο).

πρόπυλο, το
Μνημειακή αρχιτεκτονική διαμόρφωση στην είσοδο ενός ιερού ή ενός οικοδομικού συγκροτήματος.

σύνθρονο, το
Διάταξη από μια σειρά υπερκείμενων εδράνων, ημικυκλικά τοποθετημένων κατά την εσωτερική περίμετρο της αψίδας του ναού (θυμίζουν μικρό κοίλο θεάτρου), στα οποία κάθονταν οι ιερείς κατά τη διάρκεια των ιεροπραξιών, όταν δε συμμετείχαν στα δρώμενα. Στο κέντρο του ανώτερου εδράνου υπήρχε συνήθως μαρμάρινος θρόνος, όπου καθόταν ο επίσκοπος (όταν ήταν παρών) ή, ενδεχομένως, ο ηγούμενος (όταν επρόκειτο για μοναστηριακό ναό).

τόξο ανακουφιστικό, το (σφενδόνιον)
Με τον όρο ανακουφιστικά τόξα ή σφενδόνια χαρακτηρίζονται τα αψιδώματα πάνω από ανοίγματα στους τοίχους ή, στην οχυρωματική αρχιτεκτονική, στην εσωτερική πλευρά του τείχους, τα οποία φέρουν μέρος του βάρους της ανωδομής και βελτιώνουν τη στατικότητα του κτηρίου.

τόξο, το
Ημικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα στην τοιχοποιία και είναι ικανή να φέρει το βάρος των υπερκείμενων όγκων και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια. Συχνά έχει διακοσμητικό ρόλο.

τρίκλιτη βασιλική, η
Δρομικός (επιμήκης) τύπος ναού που υποδιαιρείται εσωτερικά σε τρία κλίτη: το μεσαίο και δύο πλάγια. Συχνά το μεσαίο κλίτος φωτίζεται από έναν υπερυψωμένο φωταγωγό. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες διαστάσεις του.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>