Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κοπές Νομισμάτων Πόλεων στη Μ. Ασία κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο

Συγγραφή : Παναγοπούλου Κατερίνα (11/3/2002)

Για παραπομπή: Παναγοπούλου Κατερίνα, «Κοπές Νομισμάτων Πόλεων στη Μ. Ασία κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4889>

Κοπές Νομισμάτων Πόλεων στη Μ. Ασία κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο (15/2/2011 v.1) Issues of Asia Minor cities during the Roman period - προς ανάθεση 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

conventus, ο (αρσ.)
(σύνοδος ή συναγωγή): Στις επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο όρος αναφερόταν στις συναντήσεις των κατοίκων σε συγκεκριμένα μέρη με σκοπό την απόδοση δικαιοσύνης. Τα μέρη αυτά ορίζονταν από τον πραίτορα (praetor) ή τον ανθύπατο (proconsul) κάθε επαρχίας. Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία, η επαρχία διαιρούνταν σε περιφέρειες, καθεμία από τις οποίες ονομαζόταν conventus, forum ή jurisdictio. Οι Ρωμαίοι πολίτες που διέμεναν σε μια επαρχία υπό τη δικαιοδοσία του ανθύπατου, και εφόσον είχαν υποθέσεις να διευθετήσουν σε conventus, έπρεπε να παρουσιαστούν εκεί.

γερουσία, η, (γερουσιαστής, ο)
Πολιτικό σώμα που απαντά σε ορισμένες πόλεις της Μικράς Ασίας και απαρτίζεται από τους σημαντικότερους πολίτες (τους γερουσιαστές).

εμπροσθότυπος, ο
Η όψη του νομίσματος που φέρει την πιο σημαντική απεικόνιση. Λόγω αμφιβολιών, πολλοί νομισματολόγοι προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο για την όψη που τυπώθηκε από την κάτω μήτρα.

νεωκόρος, ο/η
Ο όρος νεωκόρος (ναός/νεώς + κείρομαι) σημαίνει κατά λέξη αυτός που φροντίζει το ναό. Μετά την εφαρμογή της αυτοκρατορικής λατρείας στις πόλεις της Μικράς Ασίας ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως τιμητικός τίτλος από τους αυτοκράτορες, οι οποίοι κάθε φορά επέλεγαν να τον δώσουν σε μία από τις μικρασιατικές πόλεις ως ειδική τιμή.

οπισθότυπος, ο
Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος, στην οποία συνήθως χαράσσεται και το όνομα της εκδότριας αρχής.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>