άρχων, ο
Ο όρος δηλώνει γενικά τον κυβερνήτη. Πολλές φορές ωστόσο δεν έχει τεχνικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται για μέλη αριστοκρατικών οικογενειών ή συνηθέστερα αξιωματούχους, αλλά και για ανεξάρτητους ηγεμόνες.
|
κεφαλή, η/κεφαλατικεύων, ο
Βυζαντινός όρος που δήλωνε κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο τον ανώτατο αξιωματικό της επαρχιακής διοίκησης. Από τα μέσα του 13ου αιώνα το αξίωμα σταδιακά αντικατέστησε το αξίωμα του δούκα. Από το 14ο αιώνα η κεφαλή ασκούσε την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση καπετανικίου, μιας επαρχιακής διοικητικής μονάδας μικρότερης από το θέμα, ή και κάστρου. Στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ο αξιωματούχος ονομαζόταν και κεφαλατικεύων. Στις βυζαντινές πηγές ο όρος "κεφαλή" χρησιμοποιείται επίσης και για τους αρχηγούς και τους επικεφαλής ορισμένων ομάδων στη θεματική οργάνωση και αργότερα, ενώ "κεφαλατικεύοντες" επιφορτίζονται ορισμένες διοικητικές εξουσίες στις πόλεις κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο.
|
μέγας δουξ/δούκας, ο
Ο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου από το 1092 και μετά. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, ο τίτλος του μεγάλου δούκα απονεμόταν στους πλέον υψηλόβαθμους πολιτικούς/στρατιωτικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας.
|
μέγας στρατοπεδάρχης, ο
Υψηλό στρατιωτικό αξίωμα που δημιουργήθηκε επί Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως και αφορούσε κυρίως τον εξοπλισμό και τις προμήθειες των στρατιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Με το αξίωμα αυτό τιμήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 13ου αιώνα ο Γεώργιος Μουζάλων. Το 14ο και 15ο αιώνα ο μέγας στρατοπεδάρχης ήταν επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων. Στην Aυτοκρατορία της Τραπεζούντας δήλωνε τον αρχηγό των πεζικών δυνάμεων.
|
πιγκέρνης, ο
Επίσης πικέρνης ή επικέρνης. Οινοχόος των ανακτόρων. Αξιωματούχος στην προσωπική υπηρεσία του αυτοκράτορα [πιθανώς από το λατινικό pincerna ή παράγωγο του επι-κεράννυμι, αναμειγνύω (κρασί)]. Στο ύστερο Βυζάντιο ο πιγκέρνης ήταν υψηλός τιμητικός τίτλος, ενώ το 14ο αιώνα αποδόθηκε σε εξαιρετικά σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Αλέξιος Φιλανθρωπηνός.
|
πρωτοβεστιάριος, ο (και πρωτοβεστιαρίτης)
Ανώτερος αυλικός, υπεύθυνος του βασιλικού βεστιαρίου, της βασιλικής ιματιοθήκης. Το αξίωμα απονεμόταν σε ανώτατους αξιωματούχους και μελλοντικούς αυτοκράτορες. Αρχικά ο πρωτοβεστιάριος ήταν υπεύθυνος για το αυτοκρατορικό ιματιοφυλάκιο. Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, οπότε το αξίωμα εξελίσσεται σε τιμητικό τίτλο, ο ρόλος του πρωτοβεστιαρίου μεταβάλλεται: εμφανίζεται πλέον ως επικεφαλής στρατευμάτων, ως υπεύθυνος για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με σκοπό την υπογραφή ειρήνης, καθώς και για τη διερεύνηση υποθέσεων συνωμοσίας κατά του αυτοκράτορα. Το 14ο αιώνα ο τίτλος παραχωρείται ιεραρχικά ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τα υψηλότερα αξιώματα.
|