δεσπότης, ο
Τίτλος που εμφανίστηκε το 12ο αιώνα. Στη διοικητική ιεραρχία το αξίωμα του δεσπότη βρισκόταν κάτω από εκείνα του αυτοκράτορα και του συναυτοκράτορα. Από το 14ο αιώνα και εξής τον τίτλο φέρουν οι ηγεμόνες επιμέρους περιοχών, όπως της Πελοποννήσου και της Ηπείρου.
|
επί της τραπέζης, ο
Αυτοκρατορικός αξιωματούχος, έφερε την ευθύνη της προετοιμασίας της βασιλικής τράπεζας και της εξυπηρέτησης των αυτοκρατορικών συνδαιτημόνων στις επίσημες περιστάσεις. Το αξίωμα θεωρούνταν ιδιαίτερα σημαντικό και απονεμόταν σε γόνους της αριστοκρατίας.
|
μέγας δομέστικος, ο
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής. Το αξίωμα του μεγάλου δομεστίκου αντικατέστησε σε απροσδιόριστο χρόνο το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου. Κατά τον 11ο-12ο αιώνα ο μέγας δομέστικος διοικούσε τα ξεχωριστά στρατεύματα της Ανατολής και της Δύσης. Το 13ο αιώνα, ωστόσο, ο διαχωρισμός αυτός είχε εκλείψει. Ιεραρχικά τοποθετείται μετά τον πρωτοβεστιάριο και το μέγα στρατοπεδάρχη, ενώ το 14ο αιώνα μετά τον καίσαρα. Ως ανώτατος τίτλος δινόταν επίσης σε στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα.
|
πρωτοστράτωρ, ο
Βυζαντινό στρατιωτικό αξίωμα που αποδιδόταν στον επικεφαλής των αυτοκρατορικών στρατόρων, δηλαδή των ιπποκόμων. Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αιώνα. Τον 9ο και 10ο αιώνα κύρια αρμοδιότητά του ήταν η συνοδεία του αυτοκράτορα, ενώ από το 12ο αιώνα συγκαταλέγεται στους ανώτερους αξιωματούχους της βυζαντινής αυλής και ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση στρατιωτικών μονάδων.
|