γρύπας, ο
Μυθικό ον ανατολικής προέλευσης. Συνήθως –όχι πάντα– έχει κεφάλι και φτερά αετού, μυτερά αυτιά και σώμα λιονταριού.
|
δαρικός, ο
Το χρυσό νόμισμα του περσικού βασιλείου. Η ονομασία προήλθε πιθανότατα από το Δαρείο Α΄ (522-486 π.Χ.).
|
εμπροσθότυπος, ο
Η όψη του νομίσματος που φέρει την πιο σημαντική απεικόνιση. Λόγω αμφιβολιών, πολλοί νομισματολόγοι προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο για την όψη που τυπώθηκε από την κάτω μήτρα.
|
θησαυρός, ο (1. αρχιτεκτονική, 2. νομισματική)
1. Ναόσχημο οικοδόμημα αναθηματικού χαρακτήρα, που το ανήγειραν οι διάφορες πόλεις σε μεγάλα ιερά (Δελφοί, Ολυμπία, Δήλος), το οποίο προοριζόταν για τη φύλαξη των πολύτιμων αφιερωμάτων των πόλεων και των μικρών αναθημάτων των πολιτών τους.2. Κλειστό σύνολο ευρημάτων, συνήθως νομισμάτων ή μεταλλικών αντικειμένων.
|
οπισθότυπος, ο
Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος, στην οποία συνήθως χαράσσεται και το όνομα της εκδότριας αρχής.
|
σατράπης, ο
Ο τίτλος είχε την έννοια του αντιπροσώπου του Πέρση βασιλιά και στην περσική γλώσσα χρησιμοποιούνταν ευρύτατα. Στους αρχαίους συγγραφείς ο όρος προσδιορίζει συνήθως έναν αξιωματούχο του περσικού κράτους που έχει την ανώτατη πολιτική και στρατιωτική εξουσία στη διοικητική του περιφέρεια, τη σατραπεία. Στα Ελληνιστικά χρόνια ο Μέγας Αλέξανδρος εισήγαγε το θεσμό στην οργάνωση της αυτοκρατορίας του στην Ανατολή. Τη Ρωμαϊκή περίοδο με τον ίδιο όρο δηλώνεται το κληρονομικό αξίωμα του Aρμένιου ευγενή, κυβερνήτη αρμενικού κλίματος (καντόνι, ιστορικογεωγραφική ενότητα), που στις αρμενικές περιοχές εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ασκούσε περιορισμένη εξουσία υπό την επικυριαρχία του Ρωμαίου αυτοκράτορα.
|
στατήρας, ο
Ο όρος στατήρας χρησιμοποιήθηκε σε αρκετά μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου για να δηλώσει είτε μια σταθερή μονάδα βάρους είτε το σημαντικότερο νόμισμα σε πολύτιμο μέταλλο (χρυσός, άργυρος, ήλεκτρο) ενός συστήματος. Το ακριβές βάρος και συνακόλουθα η τιμή του στατήρα διέφεραν σημαντικά από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με το σταθμητικό κανόνα που ίσχυε. Για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητο κάθε στατήρας να προσδιορίζεται με το όνομα της αρχής που τον εξέδωσε (π.χ. αιγινητικός, αττικός, βοιωτικός, κορινθιακός).
|
τιάρα
Είδος καλύμματος κεφαλής που έφεραν κατά κύριο λόγο οι βασιλείς της Περσίας, Μηδίας, Αρμενίας, Χαλδείας και Ασσυρίας. Στην Περσία οι βασιλείς το φορούσαν όρθιο ενώ οι αξιωματούχοι λοξό. Πιθανώς ταυτίζεται με την κυρβασία και την κίδαρη. Έναν άλλο τύπο τιάρας αποτελούσε και ο φρυγικός πίλος.
|
τύραννος, ο
Αρχικά ο όρος σήμαινε τον ευγενικής καταγωγής ανώτατο άρχοντα. Στη συνέχεια όμως δήλωνε το σφετεριστή της εξουσίας και αυτόν που διακυβερνούσε με απόλυτο τρόπο, αποσκοπώντας φαινομενικά στην ευημερία του λαού.
|