ήλεκτρο, το
Κράμα χρυσού και αργύρου.
|
θησαυρός, ο (1. αρχιτεκτονική, 2. νομισματική)
1. Ναόσχημο οικοδόμημα αναθηματικού χαρακτήρα, που το ανήγειραν οι διάφορες πόλεις σε μεγάλα ιερά (Δελφοί, Ολυμπία, Δήλος), το οποίο προοριζόταν για τη φύλαξη των πολύτιμων αφιερωμάτων των πόλεων και των μικρών αναθημάτων των πολιτών τους.2. Κλειστό σύνολο ευρημάτων, συνήθως νομισμάτων ή μεταλλικών αντικειμένων.
|
ινδικτιών, η
Κύκλος 15 ημερολογιακών ετών, που χρησιμοποιούνταν για τον προσδιορισμό του έτους στο Μεσαίωνα. Αρχικά σήμαινε έναν έκτακτο αγροτικό φόρο, ενώ στη συνέχεια ένα φόρο του οποίου το ύψος παρέμενε σταθερό για έναν κύκλο 15 ετών (επί Κωνσταντίνου Α΄). Σταδιακά απέκτησε και χρονολογικό χαρακτήρα, τον οποίο διατήρησε και αφότου ο φόρος έπαψε να υφίσταται. Το σύστημα χρονολόγησης με ινδικτιώνες επισημοποιήθηκε επί Ιουστινιανού Α΄. Δεν ήταν απολύτως ακριβές σύστημα, καθώς αυτό που προσδιορίζεται είναι η εσωτερική αρίθμηση των ετών κάθε ινδικτιώνας (πρώτης, δεύτερης έως δέκατης πέμπτης), ενώ η αρίθμηση των ινδικτιώνων δεν είναι πάντα σαφής.
|
ιστάμενο ή στάμενο, το
Γνωστό και ως από κράμα τραχύ. Κοιλόκυρτο νόμισμα, πρώτα από κράμα αργύρου και χαλκού (billon) και αργότερα από χαλκό, που εισήχθη από τον Αλέξιο Α΄ το 1092. Η αρχική του αξία ήταν 1/48 του υπερπύρου.
|
σίγγλο, το
Γράμμα ή σύμβολο πάνω στο νόμισμα, του οποίου η σημασία δεν είναι κατανοητή από το ευρύ κοινό και αποσκοπεί στον έλεγχο της παραγωγής από μέρους του νομισματοκοπείου.
|
τεταρτηρό, το
Αρχικά χρυσό νόμισμα μειωμένου βάρους που εισήχθη από το Νικηφόρο Β΄ (963-969). Από το 1092 και εξής χάλκινο επίπεδο νόμισμα μικρής αξίας (γνωστό και ως ταρτερόν).
|
τρικέφαλο, το
Γνωστό και ως από ήλεκτρο τραχύ. Κοιλόκυρτο νόμισμα, πρώτα από ήλεκτρο και αργότερα από άργυρο, που εισήχθη από τον Αλέξιο Α΄ το 1092. Η αρχική του αξία ήταν 1/3 του υπερπύρου.
|
υπέρπυρο, το
Βυζαντινό κοιλόκυρτο χρυσό νόμισμα 4,3 γραμμαρίων και 20,5 καρατιών, που εισήχθη το 1092 από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Διατηρήθηκε σε χρήση μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με μεγάλες αλλαγές στην περιεκτικότητα σε χρυσό.
|