Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Οδικό Δίκτυο στη Μ. Ασία (Βυζάντιο)

Συγγραφή : Δημητρούκας Ιωάννης (20/2/2003)

Για παραπομπή: Δημητρούκας Ιωάννης, «Οδικό Δίκτυο στη Μ. Ασία (Βυζάντιο)», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5617>

Οδικό Δίκτυο στη Μ. Ασία (Βυζάντιο) (15/12/2009 v.1) Byzantine Roads in Asia Minor (15/12/2011 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

ανάλημμα, το
1. Τοίχος (ή σύστημα τοίχων) που οικοδομείται με σκοπό τη συγκράτηση όγκου χώματος. 2. Κατακόρυφοι τοίχοι που ορίζουν τα δύο πέρατα του κοίλου προς την πλευρά των παρόδων του αρχαίου θεάτρου.

άπληκτον, το / φοσσάτον, το
Ως άπληκτον (< applicitum) προσδιορίζεται το στρατόπεδο γενικά από την Ύστερη Αρχαιότητα και εξής, ενώ και ο όρος φοσσάτον (< φόσσα, δηλαδή τάφρος) σήμαινε επίσης στρατόπεδο. Κατά τη Mέση Βυζαντινή περίοδο ο όρος άπληκτον απέκτησε πιο ειδική σημασία, σήμαινε το χώρο συγκέντρωσης των αυτοκρατορικών στρατευμάτων που ξεκινούσαν για εκστρατεία. Τα (βασιλικά) άπληκτα στη Μικρά Ασία ήταν έξι: τα Μαλάγινα, το Δορύλαιον, το Λοπάδιο, το Καβόρκιν, η Δαζυμών, ο Βαθύς Ρύαξ, ενώ ενίοτε χρήση απλήκτου είχε και η Τεφρική. O κατάλογος των απλήκτων της αυτοκρατορίας σώζεται υπό τη μορφή σύντομης πραγματείας με τίτλο Υπόθεσις των βασιλικών ταξειδίων και υπόμνησις των απλήκτων, η οποία είναι ενσωματωμένη στο πληρέστερο χειρόγραφο του έργου του Kωνσταντίνου Z΄ Πορφυρογέννητου (944-959), De ceremoniis aulae byzantinae (Περί βασιλείου τάξεως), στον κώδικα της Λειψίας, που χρονολογείται στο 12ο αιώνα.

εμπόριον, το (εμπορείον)
Τα εμπόρια (εμπορεία) ήταν εμπορικοί σταθμοί που εξυπηρετούσαν πρωτίστως τις ανάγκες του διαμετακομιστικού εμπορίου, αλλά ήταν και προς χρήση όλων των ταξιδιωτών. Σταδιακά κάποια από αυτά εξελίχθηκαν σε οικισμούς.

κλεισούρα, η (clausura)
Βυζαντινός στρατιωτικός όρος. Η κλεισούρα, αρχικά ορεινό πέρασμα, από τον 7ο αιώνα και εξής είναι η στρατιωτική μονάδα που ασχολείται με την άμυνα του περάσματος. Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται για μικρότερη (από το θέμα) διοικητική-στρατιωτική ενότητα. Η μόνιμη έδρα της βρισκόταν σε δύσβατη συνοριακή περιοχή και μπορούσε να είναι οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη από το στρατηγό του θέματος. Θεωρείται εξέλιξη της τούρμας.

κόμης, ο (λατ. comes, -is)
1. Κρατικός αξιωματούχος στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με ποικίλες πολιτικές αλλά κυρίως στρατιωτικές αρμοδιότητες (π.χ. ειδικά ο κόμης Ανατολής εκτελούσε χρέη βικαρίου κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, επί Ιουστινιανού Α΄ ο κόμης επικεφαλής των διευρυμένων επαρχιών είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ενώ κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο κόμης Οψικίου ήταν από τους ελάχιστους διοικητές θεμάτων που δεν έφεραν τον τίτλο του στρατηγού).2. Τίτλος ευγενείας στη μεσαιωνική Δύση.

κομμέρκιον, το (commercium)
1. Παραμεθόριος εμπορικός σταθμός ή πόλη στην Ύστερη Αρχαιότητα και ακολούθως το τελωνείο. 2. Έμμεσος τελωνειακός φόρος επί των εμπορευμάτων που εμφανίστηκε γύρω στο 800. Αρχικά αντιστοιχούσε στο 2% έως 10% της αξίας του εμπορεύματος, ανάλογα με την περίοδο και τις περιστάσεις. Το κομμέρκιον με διατίμηση 10% ονομαζόταν δεκάτη.

Οξύς δρόμος, cursus velox
Ο οξύς δρόμος, στα λατινικά cursus velox, ήταν αρχικά το τμήμα του δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, όπου κινούνταν τα ιππειδή (άλογα, ημίονοι). Στη συνέχεια ο όρος κατέληξε να ταυτίζεται με την υπηρεσία του δημοσίου ταχυδρομείου, του τμήματος που λειτουργούσε με ίππους, οι οποίοι λέγονταν επίσης βέρεδα ή παρίππια. Ο δρόμος αργής κυκλοφορίας λεγόταν πλατύς. Ο οξύς δρόμος ήταν σε χρήση μέχρι τον 12ο αι.

πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.

χαλίφης, ο
O ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των μουσουλμάνων, θεωρούμενος διάδοχος του Mωάμεθ (αραβ. khalifa = τοποτηρητής). Ήταν ο επικεφαλής του χαλιφάτου, του θρησκευτικού κράτους των Αράβων.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>