Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πέργαμον (Αρχαιότητα), Άνω Γυμνάσιο

Συγγραφή : Καζακίδη Ναταλία (19/9/2003)

Για παραπομπή: Καζακίδη Ναταλία, «Πέργαμον (Αρχαιότητα), Άνω Γυμνάσιο», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5750>

Πέργαμον (Αρχαιότητα), Άνω Γυμνάσιο (10/11/2008 v.1) Pergamon (Antiquity), Upper Gymnasium (1/4/2011 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αγαλματικό σύνταγμα, το
Ανάθημα περισσότερων του ενός αγαλμάτων που δεν ακουμπά το ένα το άλλο. Τα αγάλματα τοποθετούνταν συνήθως σε παράταξη πάνω σε επιμήκη παραλληλόγραμμη ή ημικυκλική βάση.

αέτωμα, το
Τριγωνικό αρχιτεκτονικό μέλος που βρίσκεται πάνω από το οριζόντιο γείσο της πρόσοψης των οικοδομημάτων. Επιστέφεται από το καταιέτιο γείσο, ενώ το βάθος του κλείνεται από τύμπανο. Διακοσμείται συνήθως με συνθέσεις γλυπτών, ανάγλυφων ή με γραπτό διάκοσμο.

ανδεσίτες, οι
Ομάδα πετρωμάτων που συναντάται συνήθως σε ηφαιστειογενείς περιοχές.

άνδηρο, το
Eπίπεδη επιφάνεια, πλάτωμα, που κατασκευάζεται από επιχώσεις σε επικλινές έδαφος (π.χ. πλαγιές βουνών ή λόφων) και συγκρατείται με τη βοήθεια αναλημματικών κατασκευών (π.χ. τοίχων και αντηρίδων), με σκοπό τη δημιουργία χώρου κατάλληλου για την ανέγερση οικοδομημάτων.

γυμνασίαρχος, ο
O υπεύθυνος για την επίβλεψη των νέων και των εφήβων που εκπαιδεύονταν στα γυμνάσια και στις παλαίστρες. Το αξίωμα αυτό, διαδεδομένο ευρύτατα σε όλες τις πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αποτελούσε δημόσιο λειτούργημα που απονεμόταν συνήθως στους πιο επιφανείς και πλούσιους πολίτες, καθώς απαιτούσε μεγάλες δαπάνες.

δωρικός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός που αναπτύχθηκε στην κυρίως Ελλάδα και στις δωρικές αποικίες, ειδικότερα στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία, κατά τον 6ο αι. π.Χ. Στο δωρικό ρυθμό ο κίονας εδράζεται απευθείας στο στυλοβάτη, οι ραβδώσεις του κορμού είναι αβαθείς και σχηματίζουν οξείες ακμές, το κιονόκρανο αποτελείται από τον άβακα, τον εχίνο και το υποτραχήλιο, το επιστύλιο έχει αδιάρθρωτη επιφάνεια και η ζωφόρος αποτελείται από δύο εναλλασσόμενα μέλη: τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Ο δωρικός ρυθμός χαρακτηρίζεται από τις αναλογίες των κιόνων που είναι βαριές σε σχέση με εκείνες του ιωνικού ρυθμού.

εξέδρα, η
1. Ημικυκλική κατασκευή υπαίθρια ή στεγασμένη, η οποία διέθετε χαμηλά θρανία ή καθίσματα, που αναπτύσσονταν περιμετρικά. 2. Τύπος αίθουσας της παλαίστρας με πλευρά ανοιχτή προς την κεντρική αυλή, η οποία διαμορφώνεται με κιονοστοιχία. Οι εξέδρες στα γυμνάσια και τις παλαίστρες εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες. Τέτοιας μορφής αίθουσα ήταν συχνά το εφηβείον.

επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.

ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.

θερμός οίκος, ο (λατ. caldarium, το)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου caldarium, που προέρχεται από το ρήμα caleo (= ζεσταίνω). Στα ελληνικά είναι δόκιμος και ο όρος «ένδον οίκος». Πρόκειται για το κύριο δωμάτιο των λουτρών των ρωμαϊκών θερμών για ένα ζεστό μπάνιο και για μπάνιο με ατμό λόγω της υψηλής υγρασίας.

θωράκιο, το
1. Αρχαιότητα: Άνοιγμα στον τοίχο της πρόσοψης του σκηνικού οικοδομήματος. Τα μεταξύ των θυρωμάτων διαστήματα διακοσμούνται με ζωγραφικούς πίνακες.2. Βυζάντιο: Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική τα θυρώματα αποτελούνται από κατακόρυφες πλάκες, συχνά μαρμάρινες, που τοποθετούνται σε σειρά και σχηματίζουν ένα είδος διαχωριστικού ή προστατευτικού κιγκλιδώματος. Στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές τα θωράκια συναπαρτίζουν το φράγμα του πρεσβυτερίου ή το στηθαίο του υπερώου.

ιωνικός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός που γεννήθηκε στην Ιωνία και αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία και τα νησιά κατά τον 6ο αι. π.Χ. Ο κίονάς του έχει σύνθετη βάση, οι ραβδώσεις του κορμού απολήγουν σε ταινία, το κιονόκρανο είναι ορθογώνιο και χαρακτηρίζεται από τις έλικες, κύριο γνώρισμα του ρυθμού. Ο θριγκός του αποτελείται από τριταινιωτό επιστύλιο, ενιαία ζωφόρο, που συχνά φέρει ανάγλυφες παραστάσεις, και γείσο. Ο ιωνικός ρυθμός χαρακτηρίζεται για τη ραδινότητα των αναλογιών του σε σχέση με το δωρικό.

κίονας, ο
Κατακόρυφο στήριγμα κυκλικής διατομής που αποτελείται κατά κανόνα από τρία μέρη: βάση, κορμό και κιονόκρανο. Υποβαστάζει το θριγκό ενός οικοδομήματος. Ο δωρικός κίονας δεν έχει βάση, σε αντίθεση με τον ιωνικό και τον κορινθιακό.

κλίβανος (λατ. praefurnium, ουδ.)
Ο όρος μπορεί να δηλώνει είτε αποκλειστικά την εστία είτε γενικότερα το χώρο όπου βρισκόταν η εστία, που προκειμένου για το σύστημα της υποκαύστου θέρμανσης των λουτρών τροφοδοτούνταν εξωτερικά και παρήγε τον καυτό αέρα που διοχετευόταν κάτω από το δάπεδο.

κοίλο, το (cavea)
Το ομόκεντρο, συνήθως ημικυκλικό, πρανές του αρχαίου θεάτρου, όπου κάθονται οι θεατές.

κορινθιακός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πιο διακοσμητικός από τους αρχαίους ρυθμούς. Αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.Χ. στην κυρίως Ελλάδα και αποτέλεσε τον πιο διαδεδομένο ρυθμό κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Διαφέρει ελάχιστα από τον ιωνικό, διατηρώντας παραπλήσιες αναλογίες με αυτόν. Ο κίονάς του εμφανίζει τις ίδιες ραβδώσεις, στέφεται όμως από εντελώς διαφορετικό κιονόκρανο, το οποίο αποτελείται από κάλαθο επενδεδυμένη εξωτερικά με τρεις σειρές πλαστικού φυτικού διάκοσμου. Οι δύο κατώτερες επάλληλες σειρές αναπαριστούν φύλλα ακάνθου, ενώ η ανώτερη σειρά περιλαμβάνει τέσσερις έλικες, τοποθετημένες συμμετρικά ανά δύο. Από αυτές, οι δύο ακραίες έχουν μεγαλύτερο ύψος, προεξέχουν κατά τη διαγώνιο και υποστηρίζουν την προέχουσα γωνία του άβακα, ενώ οι μεσαίες κάμπτονται προς τον κεντρικό άξονα του κίονα. Ο θριγκός στον κορινθιακό ρυθμό είναι όμοιος με τον ιωνικό.

λουτρό εφιδρώσεως, το (λατ. sudatorium, ουδ.)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου sudatorium, που προέρχεται από το ρήμα sudo (= ιδρώνω) και δηλώνει το χώρο εφίδρωσης των ρωμαϊκών θερμών. Ήταν ένα μικρό ορθογώνιο ή τετράγωνο δωμάτιο υγρής εφίδρωσης, διαφορετικό από την «ξηρή εφίδρωση» του laconicum. Τα κυκλικά sudatoria ήταν συνηθισμένα στην Πρώιμη Ρωμαϊκή εποχή (1ος-2ος αι.μ.Χ.). Ήταν κατά κανόνα θολοσκεπή και βρίσκονταν μεταξύ του caldarium και του tepidarium. Ήταν επίσης θερμαινόμενα με δικό τους praefurnium και εξοπλισμένα με υπόκαυστα.

ορθοστάτης, ο
Ορθογώνιος λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος του τοίχου ενός οικοδομήματος.

παλαίστρα, η
Τμήμα του ελληνικού γυμνασίου ή ανεξάρτητο αρχιτεκτόνημα. Ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι αθλητές στην πάλη. Αποτελούνταν από μία ορθογώνια αυλή η οποία περιβαλλόταν από αίθουσες ποικίλων χρήσεων για τους αθλητές, όπως αποδυτήρια, αίθουσες άθλησης, λουτρά και εξέδρες για τις ομιλίες.

παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.

πάροδος, η
Διάδρομος μεταξύ της σκηνής και των πλευρικών αναλημματικών τοίχων του κοίλου, από όπου έμπαινε ο χορός στην ορχήστρα του θεάτρου.

περιστύλιο, το
Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο.

πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.

πρόδομος, πρόναος, ο
Ο προθάλαμος του κυρίως ναού (σηκού).

πρόστυλος ναός, ο
Ναός με μια σειρά από κίονες στην πρόσοψή του.

σηκός, ο (λατ. cella)
Εσωτερικό περίκλειστο τμήμα –πυρήνας– ναού ή άλλου ναόσχημου οικοδομήματος.

σκηνή, η (scaena)
Αρχικά το μέρος όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Αργότερα αποτέλεσε το μόνιμο κτίσμα που έκλεινε τη μία πλευρά του θεάτρου και διέθετε βοηθητικούς χώρους για την προετοιμασία των ηθοποιών και τη φύλαξη των μηχανημάτων.

σπόλια, τα (λατ. spolium, ουδ.)
Από τη λατινική λέξη spolium = λάφυρο. Τμήματα αρχιτεκτονικών μελών κατεστραμμένων κτηρίων. Συχνά χρησιμοποιούνται ως οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση.

στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.

σφαιριστήριον, το
Αίθουσα προορισμένη για την προπόνηση των νέων στην πυγμή ή υπαίθριος χώρος για παιχνίδι με τόπι.

τραχείτης, ο
Ηφαιστειογενές πέτρωμα.

υδραυλικό κονίαμα, το
Επίχρισμα με υδρομονωτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται στους υγρούς χώρους (δεξαμενές, αποχωρητήρια, λουτρά).

χλιαινόμενος οίκος, ο (λατ. tepidarium, το)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου tepidarium, που προέρχεται από το ρήμα tepeo (= χλιαίνω). Aποτελεί την αίθουσα χλιαρού λουτρού των ρωμαϊκών θερμών. Ονομαζόταν επίσης «μέσος οίκος». Βρισκόταν συνήθως μεταξύ του caldarium και του frigidarium. Η κυριότερη λειτουργία του ήταν ο εγκλιματισμός του λουομένου μεταξύ του frigidarium/αποδυτήριο και του caldarium/sudatorium. Εδώ κάποιος μπορούσε να παραμείνει ώσπου να συνηθίσει στη διαφορά θερμοκρασίας. Το tepidarium χρησιμοποιούνταν και για να επαλείφεται ο επισκέπτης πριν ή μετά το ζεστό λουτρό, αν και υπήρχε συγκεκριμένο δωμάτιο γι’ αυτή τη χρήση, το unctorium (αλειπτήριο).

ψυχρός οίκος, ο (λατ. frigidarium, ουδ.)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου frigidarium, που προέρχεται από το ρήμα frigeo (= κρυώνω). Πρόκειται για την κύρια ψυχρή αίθουσα των ρωμαϊκών θερμών. Συχνά διέθετε μία ή περισσότερες μεγάλες ψυχρές πισίνες. Κανονικά χρησιμοποιούνταν μετά την επίσκεψη στα θερμά δωμάτια ή μετά την αθλητική προπόνηση στην παλαίστρα. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος χώρος των θερμών, συχνά λειτουργούσε και ως αίθουσα για κοινωνικές εκδηλώσεις ή επικοινωνία.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>