Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πόντος (Βυζάντιο), Ριζαίον, Φρουριακό Συγκρότημα

Συγγραφή : Κοντογιάννης Νίκος (2/6/2003)

Για παραπομπή: Κοντογιάννης Νίκος, «Πόντος (Βυζάντιο), Ριζαίον, Φρουριακό Συγκρότημα», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5898>

Πόντος (Βυζάντιο), Ριζαίον, Φρουριακό Συγκρότημα (15/8/2011 v.1) Pontos (Byzantium), Rizaion, Fortress complex (15/2/2011 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αργολιθοδομή, η (opus incertum)
Τοιχοποιία από ακατέργαστους (αργούς) λίθους, ακανόνιστα τοποθετημένους με κονίαμα και μικρότερες πέτρες ή βήσαλα στους αρμούς.

βάνδον, το
Βυζαντινός στρατιωτικός και διοικητικός όρος. Αρχικά, σήμαινε σημαία ή διακριτικό σύμβολο στρατιωτικής μονάδας. Στη συνέχεια, δήλωνε τμήμα της τούρμας και μικρή στρατιωτική μονάδα (50-100 για ιππικό στρατό και 200-400 για πεζικό). Σταδιακά, ο όρος απέκτησε και διοικητική σημασία: αποτέλεσε υποδιαίρεση του θέματος και η περιφέρεια κάθε βάνδου ονομαζόταν τοποτηρησία. Αργότερα, στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επιβίωσε ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας.

θόλος, ο
Ημισφαιρική οροφή.

περίδρομος, ο, περίπατος, ο, πεδατούρα, η
Διάδρομος κυκλοφορίας των αμυνομένων στο άνω τμήμα των τειχών, πίσω από τη ζώνη των επάλξεων.

πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.

προτείχισμα, το
Ένα χαμηλό τείχος εξωτερικά του κυρίως περιβόλου ονομαζόταν προτείχισμα και αποτελούσε την πρώτη γραμμή άμυνας, κυρίως σε οχυρώσεις που χτίζονταν σε επίπεδες επιφάνειες. Στόχος ήταν να παραμείνει ο εχθρός μακριά από το κατώτερο τμήμα των τειχών, ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή τους από τα τηλεβόλα όπλα ή τις υπόγειες σήραγγες (μίνες). Επίσης, με αυτόν τον τρόπο εξασφαλιζόταν μια δεύτερη χαμηλότερη γραμμή πυρός. Ως οχυρωματική μορφή, το προτείχισμα είναι ήδη γνωστό από τους Ρωμαϊκούς χρόνους, με αρτιότερο παράδειγμα τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης του 5ου αιώνα.

σαντζάκι, το (λιβάς, ο)
Μεσαίου μεγέθους μονάδα επαρχιακής διοίκησης του οθωμανικού κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Υποδιαίρεση του πρώιμου οθωμανικού εγιαλετιού (ή μπεϊλερμπεϊλικιού) και του ύστερου οθωμανικού βιλαετιού. Στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο είναι γνωστό και ως μουτεσαριφλίκι.

τόξο ανακουφιστικό, το (σφενδόνιον)
Με τον όρο ανακουφιστικά τόξα ή σφενδόνια χαρακτηρίζονται τα αψιδώματα πάνω από ανοίγματα στους τοίχους ή, στην οχυρωματική αρχιτεκτονική, στην εσωτερική πλευρά του τείχους, τα οποία φέρουν μέρος του βάρους της ανωδομής και βελτιώνουν τη στατικότητα του κτηρίου.

τόξο, το
Ημικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα στην τοιχοποιία και είναι ικανή να φέρει το βάρος των υπερκείμενων όγκων και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια. Συχνά έχει διακοσμητικό ρόλο.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>