Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σάρδεων Μητρόπολις

Συγγραφή : ΙΒΕ , Ράγια Έφη (10/9/2003)

Για παραπομπή: ΙΒΕ , Ράγια Έφη, «Σάρδεων Μητρόπολις», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6060>

Σάρδεων Μητρόπολις (15/2/2011 v.1) Metropolis of Sardis (9/12/2010 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

εκκλησιαστικό τακτικό, το (notitia episcopatuum)
Τα εκκλησιαστικά τακτικά είναι επίσημα κείμενα των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας που αποτυπώνουν την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών («κλήσις των επισκόπων»). Σε αυτά αναγράφονται περιοδικά οι έδρες ανά εκκλησιαστική επαρχία και με τη σειρά που έχουν κάθε φορά στην εκκλησιαστική διοίκηση.

έξαρχος, ο
Στη βυζαντινή εκκλησιαστική διοίκηση το αξίωμα του εξάρχου αρχικά, από τον 5ο αιώνα και εξής, αφορούσε τον επικεφαλής ιεράρχη μιας διοίκησης και πολύ γρήγορα έγινε ένας ακόμα τίτλος του Πατριάρχη, που πιστοποιούσε ότι ήταν ο επικεφαλής ιεράρχης εντός των ορίων δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου του. Το αξίωμα του εξάρχου καταργήθηκε τον 6ο αιώνα, ωστόσο στη συνέχεια οι έξαρχοι ήταν μητροπολίτες ή αντιπρόσωποι μητροπολιτών που ασκούσαν εποπτεία στις εκκλησιαστικές επαρχίες ή στα εκκλησιαστικά και τα μοναστικά ιδρύματα. Κατά τον ύστερο 14ο αιώνα έξαρχοι αναφέρονται οι μητροπολίτες που έδρευαν σε αρχαίες μητροπόλεις και ασκούσαν κάποια εποπτεία σε όλες τις εκκλησιαστικές έδρες και τα ευαγή ιδρύματα της εκκλησιαστικής επαρχίας και στη συνέχεια οι διαπιστευμένοι αντιπρόσωποι του Πατριάρχη (πατριαρχικοί έξαρχοι).

κατά λόγον επιδόσεως, κατ’ επίδοσιν
Η επίδοσις (κανονικό δίκαιο) ήταν προσωρινή ανάθεση της εποπτείας μιας εκκλησιαστικής έδρας σε άλλη, προκειμένου να συνεχίσει η επιδιδόμενη να λειτουργεί εφόσον υπήρχε ποίμνιο αλλά για λόγους ανωτέρας βίας δεν ήταν δυνατό να μεταβεί σε αυτό ιεράρχης. Η κατά λόγον επιδόσεως διευθέτηση (δηλαδή η ανάθεση της έδρας με έγγραφο όχι με χειροτονία) δεν αναιρούσε την εκάστοτε ισχύουσα εκκλησιαστική ιεραρχία.

μαΐστωρ των ρητόρων, ο
Δάσκαλος ρητορικής στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Το αξίωμα απονεμόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, καθώς ένα από τα καθήκοντα του ρήτορα με τον τίτλο αυτό ήταν η εκφώνηση επίσημων εγκωμιαστικών λόγων για τον αυτοκράτορα.

Οικουμενική Σύνοδος Δ΄ (Χαλκηδόνα, 451)
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεδρίασε στη Χαλκηδόνα το έτος 451 με αντικείμενο εργασιών την αναίρεση της ερμηνείας της Ληστρικής συνόδου Εφέσου (449) ως προς τις δύο φύσεις του Χριστού.

πάσα (επαρχία), η, μέρος (επαρχίας), το
Ο όρος «πάσα» χρησιμοποιήθηκε κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο από την εκκλησία για να δηλώσει την αρχική, την ενιαία επαρχία, σύμφωνα με την πρωτοβυζαντινή πολιτική διοίκηση που ίσχυε μέχρι τον 5ο αιώνα. Η «πάσα» επαρχία αντιστοιχούσε την περίοδο αυτή στην πρωτοβυζαντινή «πρώτη»/«prima» επαρχία (π.χ. η Άγκυρα έδρευε στη Γαλατία I και η εκκλησιαστική μητρόπολη Αγκύρας στην πάσα Γαλατία). Ο όρος «μέρος» ταυτιζόταν με τη «δευτέρα»/«secunda» επαρχία, με το τμήμα δηλαδή που αποσπάστηκε και αποτέλεσε ανεξάρτητη επαρχία (π.χ. η Πεσσινούς έδρευε στη Γαλατία ΙI και η εκκλησιαστική μητρόπολη Πεσσινούντος στο μέρος Γαλατίας). Μέχρι την εποχή αυτή στην ονομασία των εδρών γινόταν συστηματικά μνεία μόνο της αρχικής ενιαίας επαρχίας.

Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, το
«Συναξάριον περιέχον ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ τῶν ἁγίων μαρτύρων καὶ τῶν ὁσίων ἐν συντόμῳ τὰ ὑπομνήματα» κατά μήνα. Από τα πρώτα και πληρέστερα συναξάρια και πολύτιμη πηγή στη μελέτη του Βυζαντίου. Η σύνταξη της συλλογής σύντομων βίων σχετίζεται με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και ανάγεται βάσει έμμεσων μαρτυριών στο 10ο αιώνα. Αποτέλεσε πρότυπο και βάση για πολλά μεταγενέστερα συναξάρια (όπως το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄) και με την πάροδο του χρόνου υπέστη ορισμένες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις. Εκδόθηκε το 1902 από το Βέλγο λόγιο και ιησουίτη Hippolyte Delehaye [Synaxarium ecclesiae Constantinopolitanae e codice Sirmondiano (Bruxelles 1902)].

Φωτίειο σχίσμα, το
Το Φωτίειο σχίσμα στην πραγματικότητα ήταν μια διαμάχη μεταξύ του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου (858-867, 877-886) και του πάπα Νικολάου Α' (858-867) για ζητήματα δικαιοδοσίας των δύο Εκκλησιών. Εκφράστηκε ωστόσο μέσα από τη διαφωνία των δύο ιεραρχών για τη χρήση του όρου filioque.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>