βαλής (τουρκ. vali)
Διοικητής του βιλαετιού, της ανώτατης βαθμίδας της επαρχιακής διοίκησης στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο βαλής είχε εκτεταμένες εκτελεστικές, διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες.
|
μεγάλος βεζίρης, ο
Ανώτατος αξιωματούχος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεύτερος στην ιεραρχία μετά το σουλτάνο. Πριν από το 19ο αιώνα ήταν αρχηγός του στρατού, του οποίου και ετίθετο επικεφαλής κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις όταν δε συμμετείχε σε αυτές ο ίδιος ο σουλτάνος. Είχε επιπλέον διοικητικές, νομικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Κατά τις μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα, ο ρόλος του αναβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο, καθώς έγινε στην πράξη ο επικεφαλής της οθωμανικής κυβέρνησης, πολύ κοντά στο αξίωμα του πρωθυπουργού των κρατών της δυτικής Ευρώπης.
|
μετόχι
Στη βυζαντινή περίοδο, μετόχι ονομαζόταν η ιδιοκτησία που παραχωρούνταν σε ένα μοναστήρι ως πρόσοδος και λειτουργούσε ως παράρτημά του. Τα μετόχια συνήθως βρίσκονταν σε απομακρυσμένες θέσεις ως προς το μοναστήρι στο οποίο ανήκαν, και περιλάμβαναν διάφορες εγκαταστάσεις (εκκλησία, κελιά, ξενώνες κλπ).
|
μπεζεστένι, το
Κτήριο με εμπορικά καταστήματα που λειτουργεί ως σκεπαστή αγορά.
|
τσαρσί, το
Δημόσιος χώρος αγοράς, κατά κανόνα δρόμος με πολλά παρατεταγμένα καταστήματα.
|