Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Χριστόδουλος

Συγγραφή : Μπάνεβ Γκέντσο (28/11/2003)

Για παραπομπή: Μπάνεβ Γκέντσο, «Χριστόδουλος», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6672>

Χριστόδουλος (15/2/2010 v.1) Christodoulos - προς ανάθεση 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

εμίρης, ο
Αραβικός τίτλος (amir = αρχηγός) ο οποίος δηλώνει το στρατιωτικό αρχηγό μιας περιοχής (του εμιράτου). Την Πρώιμη Ισλαμική περίοδο αποδιδόταν σε αρχηγούς στρατευμάτων, ενώ αργότερα και σε πρόσωπα με διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες. Την περίοδο της κυριαρχίας των Σελτζούκων δινόταν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς και νεαρούς πρίγκιπες. Στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα αποδιδόταν σε Τουρκομάνους ηγεμόνες μικρότερων κρατιδίων που διαδέχθηκαν το σουλτανάτο του Ικονίου.

λαύρα, η
Μοναστική κοινότητα στην οποία συνδυάζεται ο ερημιτικός και ο κοινόβιος μοναχισμός. Οι μονάζοντες σε ένα μοναστήρι-λαύρα ζούσαν ο καθένας κατ’ ιδίαν σε ξεχωριστό κελί και συνέρχονταν από κοινού τις Κυριακές στη Θεία Λειτουργία. Ο θεσμός της λαύρας υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένος κατά τη Μέση Βυζαντινή εποχή.

νοτάριος, ο (notarius)
Βυζαντινός αξιωματούχος, τα καθήκοντα του οποίου περιλάμβαναν την καταγραφή των συναλλαγών και την πιστοποίηση των εγγράφων.

πρώτος, ο
Τίτλος που αποδιδόταν, ήδη τον 7ο αιώνα, στον επικεφαλής μεγάλων μοναστικών κοινοτήτων, όπως, των Αγίων Ορέων Γάνους, Λάτρους, Άθω, Μετεώρων. Ο εκλεγμένος μοναχός που έφερε τον τίτλο ασκούσε δικαστική και διοικητική εξουσία στο εσωτερικό της μοναστικής κοινότητας, ενώ αναλάμβανε και την εκπροσώπησή της σε εξωτερικές υποθέσεις.

τυπικόν, το
Σύνολο κανονισμών που αφορούσαν τη διοικητική οργάνωση, το λειτουργικό τυπικό και τη συμπεριφορά σε ένα κοινοβιακό μοναστήρι. Τα μοναστικά τυπικά μπορούσαν ακόμα να περιλαμβάνουν τη βιογραφία του ιδρυτή και έναν κατάλογο της κινητής ή ακίνητης περιουσίας της μονής. Αποτελούν σημαντική πηγή για τη μελέτη της μοναστικής ζωής, ενώ φωτίζουν πολλές πτυχές της βυζαντινής κοινωνίας. Στα λειτουργικά τυπικά συγκαταλέγονται οι οδηγίες για τις καθημερινές ακολουθίες και τα διάφορα λειτουργικά βιβλία με στοιχεία για το χρόνο και τον τρόπο διάφορων εορτασμών.

χαρτουλάριος, ο
Από τη λέξη «χάρτης», με τη σημασία του επίσημου εγγράφου. 1. Βυζαντινό διοικητικό αξίωμα με ποικίλες κατά περιόδους αρμοδιότητες. Στην πρώιμη εποχή οι χαρτουλάριοι υπηρετούν στις μεγάλες διοικητικές υπηρεσίες, όπως του επάρχου του πραιτορίου, και είναι υπεύθυνοι για την τήρηση του αρχείου. Στα Mεσοβυζαντινά χρόνια αναλαμβάνουν διάφορα πόστα στην κεντρική ή την επαρχιακή διοίκηση. Εμφανίζεται και το αξίωμα του μεγάλου χαρτουλαρίου ως επικεφαλής σεκρέτων. Από το 12ο αιώνα αναφέρονται και με στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ το 13ο αιώνα ο μέγας χαρτουλάριος είναι ένα από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην αυλή. 2. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση του αρχείου, εμφανίζει πολλά κοινά και πολλές φορές συγχέεται ως προς την αρμοδιότητά του με το χαρτοφύλακα.

χρυσόβουλο, το
Το χρυσόβουλο ή χρυσόβουλλον είναι το πιο επίσημο έγγραφο που εκδιδόταν από τη γραμματεία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ονομάζεται έτσι γιατί φέρει τη χρυσή βούλα του αυτοκράτορα.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>