κάρανος, ο
Στρατιωτικός τίτλος της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας. Η λέξη σημαίνει «κύριος των πάντων». Ο κάτοχός του ήταν επιφορτισμένος με τη διεκπεραίωση εκστρατειών ή με την κατάπνιξη επαναστάσεων. Είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες πάνω στους τοπικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας και δρούσε ανεξάρτητα από αυτούς, υπαγόμενος απευθείας στο βασιλιά.
|
οπλίτης, ο
Πεζός στρατιώτης των ελληνικών πόλεων-κρατών, ο οποίος μπορούσε να πληρώσει τον προσωπικό στρατιωτικό οπλισμό του (κράνος που προστατεύει το πρόσωπο, μεταλλικό θώρακα, μεγάλη χάλκινη ασπίδα, κοντό σιδερένιο σπαθί και δόρυ). Οι οπλίτες έπαιρναν μέρος στη μάχη σε ορθογώνιο σχηματισμό, ώμο με ώμο, έτσι ώστε η ασπίδα του ενός να προστατεύει τον άλλο. Η εμφάνιση και η εδραίωσή τους στο στρατό, από τον 7ο αι. π.Χ. κ.ε., συνδυάζεται με πολιτειακές αλλαγές και τη διάδοση της ψήφου στους πολίτες μη αριστοκρατικής καταγωγής.
|
σατραπεία, η
1. Διοικητική περιφέρεια του αρχαίου περσικού κράτους. 2. Το αξίωμα του σατράπη και ο χρόνος εξουσίας του.
|