Γυναικεία εκπαίδευση στη Σμύρνη

1. Ελληνορθόδοξη γυναικεία εκπαίδευση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

1.1. Το γενικό περίγραμμα

Έως και το 18ο αιώνα την εκπαίδευση των κοριτσιών των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων των Ελληνορθοδόξων την είχε αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα η οικογένεια, με την ανάθεση στην ίδια τη μητέρα, αλλά και σε οικοδιδασκάλους ή και σε κάποιες μονές, της εκμάθησης στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, οικιακών μαθημάτων, ενδεχομένως κάποιου μουσικού οργάνου ή μιας ξένης γλώσσας κτλ. Η εκπαίδευση αυτού του είδους αφορούσε τους γόνους των ευκατάστατων οικογενειών, ενώ τα κορίτσια των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων περιορίζονταν στην αμιγώς «οικιακή» εκπαίδευση, που ήταν προσανατολισμένη σε μεγάλο βαθμό στις ανάγκες της καθημερινότητας.

Δεν είναι βέβαιο το πότε θεωρήθηκε αναγκαία η θεσμοθέτηση της εκπαίδευσης των κοριτσιών και η ανάληψη της ευθύνης της οργάνωσής της από εκκλησιαστικούς και κοινοτικούς φορείς, ωστόσο μάλλον τα πρώτα σχολεία θηλέων πρέπει να λειτούργησαν, σε μια πρώτη μορφή ως γραμματοδιδασκαλεία, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα πρώτα αυτά σχολεία μαρτυρούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα του οθωμανικού χώρου (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Σέρρες). Ήταν οργανωμένα από τους κατά τόπους ενοριακούς ναούς και λειτουργούσαν σε χώρους δικούς τους, ενώ οι λίγες μαθήτριες προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.

Ως χρονολογία έναρξης της συστηματικής λειτουργίας γυναικείων εκπαιδευτηρίων στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορεί να θεωρηθεί το 1840. Σημειώνονται τρεις περίοδοι στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης του οθωμανοκρατούμενου χώρου έως το 1922: Κατά την πρώτη περίοδο (1840-1870) ιδρύονται τα πρώτα συστηματικά εκπαιδευτήρια πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με κοινοτική ή ιδιωτική πρωτοβουλία στα αστικά κέντρα. Σταδιακά τα εκπαιδευτήρια αυτά μετατρέπονται σε ανώτερα σχολεία θηλέων.

Η δεύτερη περίοδος (1870-τέλη 19ου αιώνα) σηματοδοτείται από την εμφάνιση και συστηματοποίηση των πρώτων ανώτερων παρθεναγωγείων, την περαιτέρω ίδρυση διδασκαλείων και την ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού δικτύου. Αυτή την περίοδο η εκπαίδευση που παρεχόταν στις διδασκάλισσες διαχωρίζεται από τη γενική μέση εκπαίδευση και πραγματοποιείται μετά την περάτωση αυτής. Επίσης λειτουργούν νέα είδη σχολείων (νηπιαγωγεία, επαγγελματικές σχολές κ.ά.). Στην κοινοτική και ιδιωτική πρωτοβουλία προστίθενται οι φιλεκπαιδευτικοί, οι φιλανθρωπικοί γυναικείοι σύλλογοι, οι εύποροι ιδιώτες και το ελληνικό κράτος. Το ανώτερο παρθεναγωγείο παίρνει την τελική μορφή του με τη λειτουργία εντός του πλαισίου του νηπιαγωγείου αστικής σχολής, ανώτερου γυμνασιακού τμήματος και τμημάτων διδασκαλείου και νηπιαγωγικής. Ταυτόχρονα, λειτουργούν εντός των ανώτερων παρθεναγωγείων τα πρώτα τμήματα για την τεχνική εκπαίδευση των κοριτσιών.

Τέλος, κατά την τρίτη περίοδο (τέλη 19ου αι.-1922) παρουσιάζεται εντυπωσιακή προώθηση της γυναικείας εκπαίδευσης, έντονο ενδιαφέρον για την επαγγελματική εκπαίδευση και ενίσχυση του ιδιωτικού παράγοντα στην ίδρυση σχολείων.1

1.2. Η ιδεολογική διαμάχη σχετικά με τη γυναικεία εκπαίδευση

Ο σκοπός και ο χαρακτήρας της γυναικείας εκπαίδευσης σε πόλεις όπως η Σμύρνη είχε άμεση σχέση με την ιδεολογική διαμάχη που είχε ξεσπάσει στη διάρκεια του 19ου αιώνα σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο χώρο.

Από τη μια πλευρά οι συντηρητικοί λόγιοι αντιτίθενται με τα πολεμικά τους κείμενα στην ανώτερη μόρφωση των γυναικών. Σύμφωνα με το κυρίαρχο ιδεολόγημα που επικαλούνταν, υπάρχουν δύο σαφείς σφαίρες δράσης για τα δύο φύλα: Ο άνδρας είναι πλασμένος να εξουσιάζει, η γυναίκα να εξασφαλίζει την ηρεμία και τη γαλήνη της οικογενειακής ζωής. Προβάλλεται το παθητικό πρότυπο της γυναίκας-Πηνελόπης. Το πρότυπο αυτό στηρίζεται στην υποτιθέμενη διανοητική υστέρηση των γυναικών, η οποία θεωρείται πως αντισταθμίζεται από πνευματικές χάρες, όπως η φαντασία, η ευγένεια κτλ. Ως εκ τούτου συνιστάται η σπουδή της γλώσσας, ενώ αμφισβητείται η ικανότητα του γυναικείου μυαλού να αντιληφθεί τα βαθύτερα νοήματα αρχαίων συγγραφέων, όπως ο Δημοσθένης, ο Πλάτων, ο Θουκυδίδης κ.ά. Μπορούν επομένως να μάθουν οι γυναίκες από την «ειρηνική» Οδύσσεια, όχι όμως από την «πολεμική» Ιλιάδα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι αρετές του οικιακού βίου, τις οποίες πρέπει να διαθέτει η γυναίκα, δε συμβαδίζουν με τη λογιοσύνη, η οποία αρμόζει στους άνδρες. Ταυτόχρονα, οι πολέμιοι της γυναικείας εκπαίδευσης επισείουν τον κίνδυνο της απομάκρυνσης από τα οικογενειακά και ηθικά ιδεώδη, ενώ εστιάζουν στον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας, που τον ταυτίζουν με την πρόοδο της κοινωνίας και του έθνους.

Στον αντίποδα, μεμονωμένες γυναίκες, στο μέχρι τότε ανδροκρατούμενο χώρο των γραμμάτων και της δημοσιογραφίας, όπως η Σαπφώ Λεοντιάς και η Καλλιόπη Κεχαγιά, διευθύντριες δύο σημαντικών παρθεναγωγείων, η πρώτη του Κεντρικού Παρθεναγωγείου της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη και η δεύτερη του Ζαππείου στην Κωνσταντινούπολη, μάχονται για το δικαίωμα της γυναίκας στην ανώτερη μόρφωση. Σε αντίθεση με το μοντέλο της «Πηνελόπης», αναδεικνύουν ένα δυναμικό πρότυπο γυναίκας: αυτής που απαιτεί ευρύτερη και πιο συστηματική εκπαίδευση, η οποία διαμορφώνεται μόνο στο πλαίσιο ενός παρθεναγωγείου, ενός χώρου με αξίες και δικούς του κώδικες, που διαπλάθει εθνικές γυναικείες συνειδήσεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα, μάλιστα, αυξάνουν οι φωνές που αφορούν τον εκσυγχρονισμό της γυναικείας εκπαίδευσης και αποκτούν επίσημο βήμα: αυτή την εποχή κυκλοφορεί στην Αθήνα ένα πολύ σημαντικό γυναικείο φύλλο, η Εφημερίς των Κυριών, που κάνει λόγο για χειραφέτηση των γυναικών μέσα από την εκπαίδευση και την εργασία.2

Το ιδεολογικό αυτό κλίμα, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των περιοχών της οθωμανικής επικράτειας (οικονομική ανάπτυξη, αστικοποίηση, αυτοδιοίκηση των κοινοτήτων, ανταγωνισμοί μεταξύ εθνικών και εθνοτικών ομάδων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), καθορίζει το ιδεολογικό περιεχόμενο της γυναικείας εκπαίδευσης σε αυτές. Έτσι, το μοντέλο της εκπαίδευσης των γυναικών που διαμορφώνεται αυτή την εποχή συνίσταται στην εθνική, ηθική, κοινωνική και επαγγελματική διάστασή της. Ο κύριος στόχος είναι αρχικά η δημιουργία μιας ηθικής προσωπικότητας που θα μπορεί να αντεπεξέλθει με επιτυχία στον κοινωνικό της ρόλο, από το 1870 όμως και εξής κύρια μέριμνα της εκπαίδευσης είναι η διάπλαση των «θυγατέρων του έθνους», Ελληνίδων μητέρων, συζύγων και διδασκαλισσών.3

2. Η εκπαίδευση των γυναικών στη Σμύρνη

2.1. Ελληνορθόδοξα, ελληνικά και ευρωπαϊκά παρθεναγωγεία

Η Σμύρνη ήταν ένα από τα μεγάλα αστικά κέντρα του οθωμανικού χώρου, στα οποία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, έως το 1922, ευδοκίμησε ιδιαίτερα ο θεσμός του παρθεναγωγείου. Το ανώτερο παρθεναγωγείο στη Σμύρνη, όπως και στις υπόλοιπες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, ήταν ένα είδος «πολυκλαδικού» ιδρύματος, που περιλάμβανε στην οργάνωση και στη διάρθρωσή του όλα τα είδη των σχολικών βαθμίδων (προσχολική, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια), καθώς και όλα τα είδη των κατευθύνσεων (γενική, επαγγελματική, τεχνική) της γυναικείας εκπαίδευσης, όπως επίσης και τις επιμέρους εξειδικεύσεις (ξένες γλώσσες, καλλιτεχνικά και μουσικά μαθήματα) της μέσης εκπαίδευσης. Πρόκειται ουσιαστικά για σχολείο μέσης εκπαίδευσης, με πλήρη κύκλο σπουδών (τρεις ή ακόμα και πέντε γυμνασιακές τάξεις, στο πρόγραμμα των οποίων προστίθενται και μαθήματα παιδαγωγικής και διδακτικής για τις μέλλουσες διδασκάλισσες, εκτός αν υπάρχει ξεχωριστό τμήμα), που περιλαμβάνει νηπιαγωγείο, δημοτικό σχολείο/αστική σχολή και γυμνασιακό τμήμα/διδασκαλείο. Τα ιδιωτικά κυρίως αλλά και κάποια κοινοτικά σχολεία στα μεγάλα αστικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη) διαθέτουν ξεχωριστό τμήμα διδασκαλείου, τμημάτων τεχνικής/επαγγελματικής εκπαίδευσης και άλλων κατευθύνσεων. Ως προς τη διοίκησή τους, έχουν μια κεντρική διεύθυνση, την οποία ασκεί η διευθύντρια του παρθεναγωγείου. Τα ανώτερα παρθεναγωγεία εμφανίζονται τη δεκαετία του 1870, αν και κάποια λειτουργούν ως ανώτερα σχολεία ήδη από τις αρχές της πρώτης περιόδου της ελληνικής εκπαίδευσης του οθωμανοκρατούμενου χώρου.4

Στη Σμύρνη λειτουργούσε μεγάλος αριθμός γυναικείων εκπαιδευτηρίων, από τα οποία τα σημαντικότερα ήταν το Κεντρικό Παρθεναγωγείο και το Ομήρειο Παρθεναγωγείο. Συγχρόνως, κοινοτικά, ιδιωτικά αλλά και ξένα5 ιδιωτικά παρθεναγωγεία εκπαίδευαν τα κορίτσια της ελληνορθόδοξης αστικής κοινωνίας της Σμύρνης, με σκοπό να αποκτήσουν τα απαραίτητα αυτά εφόδια που θα τους επέτρεπαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κοινωνικού τους ρόλου –κορίτσια «καλών οικογενειών»–, ή και να ανελιχθούν κοινωνικά, και να αναλάβουν τον εθνικό ρόλο της Ελληνίδας συζύγου-μητέρας, στο πλαίσιο της υιοθέτησης της νεωτερικής εθνικής ταυτότητας που προωθούνταν την εποχή αυτή.

Ο Χρήστος Σ. Σολομωνίδης στο έργο του για την παιδεία της Σμύρνης αναφέρει ότι πριν από το 1830 δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για οργανωμένη γυναικεία εκπαίδευση στη Σμύρνη.6 Φαίνεται ότι οι ελάχιστες μορφωμένες γυναίκες ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα της κοινωνίας της Σμύρνης, καθώς η οικογένεια είχε αναλάβει τον εκπαιδευτικό ρόλο της εποχής. Η εκπαίδευση που προσφερόταν στο χώρο του σπιτιού ήταν η στοιχειώδης. Ο Αδαμάντιος Κοραής αναφέρει ότι στις αρχές του 18ου αιώνα τέσσερις μόνο μορφωμένες γυναίκες υπήρχαν στη Σμύρνη, η μία από τις οποίες ήταν η μητέρα του.7

Ως πρώτο παρθεναγωγείο στην πόλη αναφέρεται το Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κεντρικόν Παρθεναγωγείον, το οποίο ιδρύθηκε το 1834. Το 1881, ως απάντηση στην «προσηλυτιστική» δράση των ξένων παρθεναγωγείων, ιδρύεται από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία της Σμύρνης το Ελληνικόν Παρθεναγωγείον. Το 1885 αναγνωρίστηκε ως ισοβάθμιο με το Αρσάκειο και από το 1886 μετονομάστηκε σε «Ομήρειον». Τα δύο αυτά κεντρικά γυναικεία εκπαιδευτήρια διέθεταν «εξαρτήματα», δηλαδή δημοτικά σχολεία εξαρτώμενα από αυτά.

Εκτός από τα «εξαρτήματα», στη Σμύρνη λειτουργούσαν σε κάθε ενορία κοινοτικά ανώτερα σχολεία αρρένων, θηλέων ή μεικτά. Τα ενοριακά σχολεία που λειτουργούσαν το 1922 ήταν: Αγίας Αικατερίνης, Αγίου Δημητρίου (Χατζηαντώνειος), Αγίου Κωνσταντίνου και Τιμίου Προδρόμου.

Η ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία ούτως ή άλλως κυριαρχούσε στην εκπαίδευση της πόλης, είχε τον πρώτο λόγο και στην ίδρυση και λειτουργία των παρθεναγωγείων. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Χ.Σ. Σολομωνίδης μάς επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την ίδρυση των σχολείων στη Σμύρνη:

Το 1831 ιδρύθηκε η σχολή του Βρούερ ως «θηλαία κεντρική σχολή προς παιδείαν των νέων κορασίων» στο σπίτι του Βρούερ, το 1852 η Σαπφώ Τζανή, σύζυγος στη συνέχεια του Χριστόφορου Λαιλίου και διευθύντρια του Κεντρικού Παρθεναγωγείου, ιδρύει με τον Ιωσήφ Μάγνη το γνωστό ως «Παρθεναγωγείο του Μάγνη» και το 1854 οι Αντώνιος Ισηγόνης, Κ. Κουρνιάχτης και Φ. Φιλιππούτσης ιδρύουν σχολή θηλέων με την επωνυμία Ελληνικόν Παιδαγωγείον. Από το 1857 και εξής μοναδικός διευθυντής του Ελληνικού Παιδαγωγείου απέμεινε ο Αντώνιος Ισηγόνης. Η σχολή λειτούργησε 30 χρόνια. Δύο χρόνια αργότερα, το 1856, η Ειρήνη Σοφιανοπούλου ιδρύει αλληλοδιδακτική σχολή θηλέων, στην οποία πρώτη φορά διδάσκονταν τα γαλλικά, ενώ το 1857 ιδρύεται από γονείς της Σμύρνης το βραχύβιο Παρθεναγωγείον των Ευπατριδών Μετά Οικοτροφείου, για τη μόρφωση και περίθαλψη και των ορφανών κοριτσιών, και το 1858 ο ιεροδιδάσκαλος Μεθόδιος Αρώνης ιδρύει το Ελληνικόν Παρθεναγωγείον με οικοτροφείο. Τη διεύθυνση ανέλαβε αρχικά η Σαπφώ Λεοντιάς και στη συνέχεια ο Αντώνιος Πιττακός. Το σχολείο λειτούργησε 4 χρόνια. Το 1858 ιδρύθηκε το Ελληνικόν Παρθεναγωγείον Χαρ. Αναστασιάδη, που λειτούργησε 40 χρόνια. Περιλάμβανε νηπιαγωγείο, εξατάξια αστική σχολή και τέσσερις γυμνασιακές τάξεις. Δεχόταν μαθήτριες εξωτερικές, ημιοικοτρόφους και οικοτρόφους, καθώς και αγόρια «χρηστής διαγωγής», εφόσον οι γονείς τους είχαν τα κορίτσια τους στο παρθεναγωγείο. Το 1861 η Φωτεινή Κοκκινάκη ιδρύει παρθεναγωγείο, νηπιαγωγείο, πλήρη δημοτική σχολή και μία γυμνασιακή τάξη. Το σχολείο λειτούργησε 30 χρόνια.

Το 1870 ο Νικόλαος Αρώνης, ιδρυτής του Ελληνικού Σχολείου για άρρενες, ιδρύει το Εθνικόν Παρθεναγωγείον, που λειτούργησε 4 χρόνια, και το 1871 οι αδερφές Κυδωνοπούλου ιδρύουν παρθεναγωγείο και η Α. Ζαφειριάδου Σχολή Θηλέων με διάρκεια ζωής μία δεκαετία. Τον επόμενο χρόνο οι αδερφές Αμαλία και Κλεοπάτρα Σκαραμαγκά ιδρύουν παρθεναγωγείο, ενώ το 1873 παρθεναγωγείο με οικοτροφείο ιδρύει η Χρυσάνθη Παπαδάκη, με πρόγραμμα που ακολουθούσε το αντίστοιχο του Αρσακείου Αθηνών. Το 1880 άρχισε να λειτουργεί το παρθεναγωγείο με οικοτροφείο «Κάδμος» της Ελένης Χριστοπούλου, ενώ το 1881 ιδρύεται από την Πηνελόπη Α. Μασαούτη το Ελληνικόν Παρθεναγωγείον και Νηπιαγωγείον. Την ίδια χρονιά άρχισε να λειτουργεί από τις αδερφές Άννα Γερασίμου και Μαρία Παπαδόγιαννη το Νέον Παρθεναγωγείον. Το 1882 ιδρύεται από την Ελένη Καλλιγά παρθεναγωγείο και το 1884 ιδρύεται το παρθεναγωγείο «Ιωνία» της Ευθαλίας Καμποπούλου, που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Ευθαλίας Τσιχλάκη. Λειτούργησε 30 χρόνια. Το 1884 ιδρύεται το παρθεναγωγείο της Ελένης Ξανθού με νηπιαγωγείο και οικοτροφείο και την επόμενη χρονιά το παρθεναγωγείο του Γεωργίου Δαλδάκη. Το 1886 ιδρύουν οι αδελφές Δραγάτση το Δραγάτσειον Παρθεναγωγείον και το 1895 η Αναστασία και η Πηνελόπη Κοροβίλη ιδρύουν το παρθεναγωγείο «Ο Αγαθάγγελος». Το 1900 ιδρύεται παρθεναγωγείο με οικοτροφείο του Ιωάννη Διαμαντόπουλου.

Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η ελλιπής διδασκαλία των ξένων γλωσσών και των τεχνικών μαθημάτων, η οικονομική ισχύς των ξένων παρθεναγωγείων, τα προγράμματα μαθημάτων τους, που ανταποκρίνονταν καλύτερα στις απαιτήσεις της αστικής τάξης της Σμύρνης, καθώς και η απουσία οικοτροφείου στα υπάρχοντα ελληνικά παρθεναγωγεία ήταν προβλήματα που ώθησαν πολλές οικογένειες της Σμύρνης να στείλουν τις θυγατέρες στα ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα που υπήρχαν στην πόλη. Την περίοδο μάλιστα 1875-1880 το 80% των μαθητριών της Σμύρνης φοιτούσαν στα ξένα ιδιωτικά παρθεναγωγεία.8 Το 1840 ιδρύθηκε το παρθεναγωγείο των Γαλλίδων Αδελφών του Ελέους (Soeurs de Charité), το 1875 το παρθεναγωγείο των Dames de Sion και το 1880 το παρθεναγωγείο των Διαμαρτυρομένων Πρωσσίδων Διακονισσών. Στη Σμύρνη λειτουργούσαν επίσης το παρθεναγωγείο του St. Joseph και η πεντατάξια εμπορική σχολή με οικοτροφείο του W. Barkshire, το αμερικανικό σχολείο του McLahlan, η ιταλική σχολή, η αγγλική σχολή του J. Barth, το Διεθνές Εκπαιδευτήριο του Άγγλου E. Rainek και άλλα ξένα σχολεία στα προάστια της Σμύρνης.

2.2. Εξέλιξη του θεσμού των παρθεναγωγείων

Ως προς τη λειτουργία και τη στελέχωση των παρθεναγωγείων, τα πρώτα 50 χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους παρατηρείται ένα είδος εξάρτησης των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων από το ελληνικό κράτος. Δασκάλες απόφοιτοι του Αρσακείου διορίζονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, ανάμεσα στα οποία και η Σμύρνη. Την περίοδο 1880-1885 τοποθετήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη, την Οδησσό και την Αλεξάνδρεια απόφοιτες νηπιαγωγοί του σχολείου της Λασκαρίδου που είχαν ασπαστεί προοδευτικές μεθόδους διδασκαλίας, οι οποίες γενικά είχαν μεγαλύτερη ανταπόκριση στις ελληνικές κοινότητες της διασποράς.9

Από το 1850 και μετά, όπως και σε άλλες μικρασιατικές πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδρύονται στη Σμύρνη πολλά παρθεναγωγεία. Το φαινόμενο αυτό εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της εκστρατείας συγκρότησης ενός ελληνικού σχολικού δικτύου στις βαλκανικές και μικρασιατικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με αποστολή τη διασπορά της εθνικής ταυτότητας. Το δίκτυο αυτό διαμορφώνεται τη δεκαετία 1860-1870 σε συνεργασία με το ελληνικό κράτος και συνδέεται τόσο με τα αυξανόμενα συμφέροντα της ελληνορθόδοξης αστικής τάξης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και με την παρουσία του εθνικισμού των Βουλγάρων και των Σέρβων. Συγχρόνως, το φιλελεύθερο κλίμα των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ καθιστά πιο ευνοϊκές τις προϋποθέσεις για οργανωμένη εκπαίδευση των Ελληνόρθοδοξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.10

Μετά το 1870 στη Σμύρνη παρατηρείται περαιτέρω αύξηση των παρθεναγωγείων αλλά και των μαθητριών που φοιτούν σε αυτά, μεγαλύτερη μάλιστα από την αντίστοιχη στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Συγχρόνως, παρατηρούνται ουσιαστικές διαφορές στη διάρθρωση των παρθεναγωγείων της ελληνικής επικράτειας σε σχέση με τα αντίστοιχα των κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα χαρακτηριστικά των δεύτερων είναι ότι η πρόσβαση των μαθητριών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι μεγαλύτερη και η οργάνωσή της γίνεται σε ευρύτερες βάσεις, καθώς το δημοτικό σχολείο αποκτά έναν πιο πρακτικό χαρακτήρα, χωρίζεται το διδασκαλείο από το παρθεναγωγείο και ανεβαίνει το επίπεδο της μέσης εκπαίδευσης των κοριτσιών.11

3. Η διαμάχη περί «κορασιακής εκπαίδευσης» στη Σμύρνη

Η γυναικεία εκπαίδευση φαίνεται ότι απασχολούσε την κοινωνία της Σμύρνης και σε θεωρητικό επίπεδο. Τη δεκαετία του 1870 ξεσπά στην πόλη, με μια σειρά δημοσιευμάτων, διαμάχη ανάμεσα στη Σαπφώ Λεοντιάδα, διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της Αγίας Φωτεινής, και σε άνδρες λογίους της πόλης, με αντικείμενο τη γυναικεία εκπαίδευση και το περιεχόμενό της. Η διαμάχη είναι αντίστοιχη με αυτή που επικρατούσε στον ελληνικό χώρο την ίδια περίοδο. Η Λεοντιάς, από τη μια, υποστηρίζει ότι το κορίτσι πρέπει να λαμβάνει τις ίδιες στοιχειώδεις γνώσεις με το αγόρι, με την προσθήκη αυτών που αρμόζουν βέβαια στον ιδιαίτερο προορισμό των γυναικών. Ο Ιωάννης Σκυλίτσης, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι από τους αρχαίους συγγραφείς μόνο ο Ξενοφών πρέπει να διδάσκεται στα κορίτσια, καθώς «τα επέκεινα (του Ξενοφώντος) είναι ματαιοπονία διά την γυναίκα».12 Με το Σκυλίτση συμφωνεί και ο Αντώνιος Ισηγόνης, ο οποίος αποτρέπει τη διδασκαλία σύνθετων μαθημάτων και εννοιών στα κορίτσια, καθώς θεωρεί πως αδυνατούν να συντονίσουν το νου τους και να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες τους.13 Τις θέσεις των δύο λογίων τις επικροτεί ο τοπικός Τύπος, ο οποίος τάσσεται υπέρ της μεταρρύθμισης του υπάρχοντος προγράμματος σπουδών των παρθεναγωγείων της πόλης. Η εφημερίδα Νέα Σμύρνη αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τα Γαλλικά, αι Γεωμετρίαι και αι θεωρητικαί Αριθμητικαί, τα υψηλά θεολογικά μαθήματα και οι ακατάλληλοι διά γυναίκας συγγραφείς πρέπει να εξοβελισθώσι πλέον των παρθεναγωγείων αντικαθιστάμενα δι’ άλλων μαθημάτων καταλλήλων προς μόρφωσιν καλών θυγατέρων, συζύγων και μητέρων».14 Η διαφωνία όμως επεκτάθηκε και στο γλωσσικό ζήτημα: Οι συντηρητικοί της Σμύρνης υποστήριζαν τη χρήση της καθαρεύουσας, η Σαπφώ Λεοντιάς εξοβελίζει από το δημοτικό τα αρχαία ελληνικά κείμενα από το πρωτότυπο και εισάγει τις μεταφράσεις τους στη διδασκαλία.15 Το ζήτημα της «κορασιακής αγωγής» εντάσσεται στη γενικότερη ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στους πολέμιους της γυναικείας ανώτερης εκπαίδευσης και σε μια ομάδα γυναικών που μάχονται για το δικαίωμα της ανώτερης μόρφωσης για τα κορίτσια, διαμάχη που καλύπτει ολόκληρο τον ελληνικό και ελληνόφωνο χώρο.



1. Δαλακούρα, Αι., Η εκπαίδευση των γυναικών στις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (19ος αι.-1922). Κοινωνικοποίηση στα πρότυπα της πατριαρχίας και του εθνικισμού (Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2004), σελ. 18-31.

2. Για τη διαμάχη περί γυναικείας εκπαίδευσης στο ελληνικό κράτος βλ. Φουρναράκη, Ε., Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών: ελληνικοί προβληματισμοί (1830-1910) (Αθήνα 1987), σελ. 32-50.

3. Δαλακούρα, Αι., Η εκπαίδευση των γυναικών στις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (19ος αι.-1922). Κοινωνικοποίηση στα πρότυπα της πατριαρχίας και του εθνικισμού (Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2004), σελ. 228-238.

4. Δαλακούρα, Αι., Η εκπαίδευση των γυναικών στις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (19ος αι.-1922). Κοινωνικοποίηση στα πρότυπα της πατριαρχίας και του εθνικισμού (Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2004), σελ. 85-86.

5. Στη Σμύρνη λειτουργούσαν και παρθεναγωγεία χρηματοδοτούμενα από ξένα κράτη υπό τη διεύθυνση ξένων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.

6. Σολομωνίδης, Χ.Σ., Η παιδεία στη Σμύρνη Β΄ (Αθήνα 1961), σελ. 224-225.

7. Κοραής, Α., Συλλογή Προλεγομένων (Παρίσι 1833), σελ. θ΄.

8. Σολομωνίδης, Χ.Σ., Η παιδεία στη Σμύρνη Β΄ (Αθήνα 1961), σελ. 252.

9. Ζιώγου-Καραστεργίου, Σ., Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893) (Αθήνα 1986), σελ. 191.

10. Φουρναράκη, Ε., Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών: ελληνικοί προβληματισμοί (1830-1910) (Αθήνα 1987), σελ. 37-39.

11. Ζιώγου-Καραστεργίου, Σ., Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893) (Αθήνα 1986), σελ. 196-198.

12. Εφημερίδα Αμάλθεια (1/12/1871).

13. Ισηγόνης, Α.Μ., «Το Ελληνικόν Παιδαγωγείον Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά 12 (Αθήνα 1965), σελ. 99-106.

14. Εφημερίδα Νέα Σμύρνη (28/7/1886).

15. Ξηραδάκη, Κ., Παρθεναγωγεία και δασκάλες υπόδουλου Ελληνισμού από τα αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Αθήνα 1972), σελ. 106-107.