Λύστρα

1. Όνομα

Πόλη στην περιοχή Ισαυρίας και Λυκαονίας. Τα ερείπιά της εντοπίστηκαν στο ύψωμα Soltra Zoldera 1,75 χλμ. νότια-νοτιοδυτικά του χωριού Hatunsaray, το οποίο βρίσκεται περίπου 38 χλμ. νότια-νοτιοδυτικά της Konya.

Το όνομα της πόλης απαντά σε γένος θηλυκό, αλλά και ως ουδέτερο πληθυντικού αριθμού. Το εθνικό εμφανίζεται με τη μορφή Λυστρείς, ενώ συμπληρώνεται σε λατινική επιγραφή [Lus]tre[is], αν και στον Πλίνιο σώζεται η αναφορά Lystreni.1

Θεωρήθηκε όνομα ρωμαϊκής προέλευσης, το οποίο αποδόθηκε στην πόλη όταν έγινε αποικία (colonia) με το όνομα Colonia Iulia Felix Gemina Lustra. Ωστόσο, η κατοίκηση στην περιοχή ξεκινά πολύ πιο πριν και μάλιστα ο χώρος χρησιμοποιούνταν το αμέσως προηγούμενο διάστημα της ίδρυσης, χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι μορφή είχε αυτή η χρήση.2 Έχει επίσης διατυπωθεί και η υπόθεση ότι πρόκειται για τοπικό όνομα με τη μορφή Listra που μεταγράφηκε από τους Έλληνες σε Λύστρα, το οποίο συνδέεται με το ρήμα «λύω», ενώ από τους Ρωμαίους μεταγράφηκε σε Lustra, από το lustrum που ήταν ρωμαϊκή τελετή εξαγνισμού.3 Μία τρίτη τελικά προέλευση μπορεί να είναι από το χετιτικό Lusna. Από παραφθορά και αναγραμματισμό του ονόματος της πόλης ενδεχομένως να προέρχεται και το Soltra, το πρώτο δηλαδή μέρος του τουρκωνυμίου.4

Το επίθετο Iulia προήλθε από τον ιδρυτή της πόλης Οκταβιανό Αύγουστο, τον οποίο οι κάτοικοί της τίμησαν λίγο μετά το θάνατό του, ενώ για το Gemina (= δίδυμη, σύνηθες όνομα λεγεώνων) έχει ειπωθεί ότι οφείλεται στο γεγονός ότι ιδρύθηκε από δύο λεγεώνες ή ότι αποτελούσε δίδυμη πόλη της Αντιόχειας της Πισιδίας. Η τελευταία άποψη βασίζεται σε μία επιγραφή αγάλματος της θεάς Ομόνοιας, όπου η Λύστρα χαιρετά την «αδερφή» πόλη Αντιόχεια. Και οι δύο απόψεις παρουσιάζουν αρκετά προβλήματα.

Ιδρύεται στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. από Ιταλούς βετεράνους σε ένα χώρο όμως όπου ήταν έντονο το τοπικό στοιχείο. Μία πρώτη δημογραφική προσέγγιση μας επιτρέπουν οι πληροφορίες των επιγραφών, η ελληνική και λατινική γλώσσα των κειμένων, τα ονόματα που απαντούν σε αυτές, σε συνδυασμό με τον τόπο εύρεσής τους. Αναφέρεται επίσης η ύπαρξη φυλών στις οποίες, όπως έχει υποστηριχθεί, ίσως μόνο ο γηγενής πληθυσμός να ήταν οργανωμένος.5Ωστόσο, υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιες θρησκευτικές ενώσεις να τις αποκαλούσαν φυλές.6 Φαίνεται, επίσης, ότι ο πυρήνας του λατινόφωνου πληθυσμού, ο οποίος αποτελούσε την άρχουσα τάξη, βρισκόταν στο άστυ, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν κατείχε γη ή ότι κάποιοι δεν κατοικούσαν και στην ύπαιθρο χώρα. Η τελευταία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ο χώρος του αγροτικού γηγενούς πληθυσμού, ο οποίος στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ., που την επισκέφτηκαν οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, μιλούσε λυκαονικά.

2. Ιστορική επισκόπηση

Η ίδρυσή της ως colonia τοποθετείται μεταξύ του 25 π.Χ., όταν πεθαίνει ο βασιλιάς Αμύντας της Γαλατίας, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του την περιοχή, και του 6 π.Χ., όταν κατασκευάζεται το παρακλάδι του Δρόμου των Σεβαστών,7 που συνέδεε το Ικόνιο με τη Λύστρα, τη Δέρβη και τα Λάρανδα και τον σηματοδοτούσαν τα μιλιάρια αυτής της εποχής που βρέθηκαν κοντά στην πόλη. Σκοπός της ίδρυσής της ήταν μάλλον ο έλεγχος του εξεγερμένου φύλου των Ομοναδέων.8

Με την ίδρυσή της εντάσσεται στην επαρχία της Γαλατίας, όπου μας την αναφέρει ο γεωγράφος Πτολεμαίος ανάμεσα στις ισαυρικές πόλεις της επαρχίας, αν και οι κάτοικοί της μιλούσαν την εποχή που την επισκέφτηκε ο Απόστολος Παύλος τη λυκαονική διάλεκτο.9 Προφανώς αποτέλεσε μία από τις πόλεις της τριμερούς επαρχίας Ισαυρίας-Λυκαονίας-Κιλικίας, η οποία δημιουργήθηκε κάποια στιγμή μεταξύ του 138 και του 146 ή μεταξύ του 138 και του 161 μ.Χ. Δεν είναι γνωστό εάν με την ίδρυση της επαρχίας της Ισαυρίας το 280 π.Χ. εντάχθηκε σε αυτή. Η κατάταξη πάντως των επισκόπων της Λύστρας στους επισκοπικούς καταλόγους της επαρχίας της Λυκαονίας δείχνει ότι εντάχθηκε σε αυτή με τη δημιουργία της γύρω στο 400 μ.Χ.

Η σύγχυση μεταξύ των αρχαίων αλλά και των σύγχρονων συγγραφέων ως προς την ισαυρική ή λυκαονική ταυτότητα της πόλης οφείλεται στο γεγονός ότι η Ισαυρία και η Λυκαονία δεν αποτέλεσαν διοικητικές ενότητες πριν από τη δημιουργία της τριμερούς επαρχίας Ισαυρίας-Λυκαονίας-Κιλικίας. Εξάλλου οι επιγραφικές μαρτυρίες δείχνουν ότι ο γηγενής πληθυσμός της ανήκε στα λεγόμενα ισαυρικά φύλα, τα οποία κατοικούσαν σε μία μεγάλη περιοχή που εκτός της Ισαυρίας καταλάμβανε τμήματα της Πισιδίας και της Λυκαονίας.10 Πρόκειται δηλαδή για μία αποικία η οποία ιδρύθηκε σε ένα χώρο ισαυρικών φυλών, ο οποίος την εποχή της ίδρυσής της δεν ήταν περιοχή ούτε της Ισαυρίας ούτε της Λυκαονίας, αφού δεν είχαν τότε καμία διοικητική υπόσταση, αλλά περιοχή της Γαλατίας, ενώ η διοικητική της ένταξη κατά το διάστημα που ακολουθεί εξαρτάται από τα όρια των επαρχιών που δημιουργούνται στην περιοχή.

3. Οικονομία – Θεσμοί

Η οικονομία της στηριζόταν προφανώς στην καλλιέργεια της γης, αφού η χώρα της καταλαμβάνει τμήμα του οροπεδίου της Λυκαονίας, που πρέπει να απέδιδε καλή παραγωγή λόγω της ύπαρξης του ποταμού Çarşamba Su και μικρότερων ρεμάτων. Ένα στοιχείο υπέρ αυτού είναι η λατρεία της Ceres, της λατινικής αντίστοιχης θεότητας της Δήμητρας. Μπορεί επίσης να λειτουργούσε και ως εμπορικό κέντρο της περιοχής, λόγω της παρουσίας του λατινικού πληθυσμού και της διέλευσης του δρόμου.

Ως colonia κόβει χάλκινο νόμισμα από το 25 π.Χ. μέχρι το 180 μ.Χ., και συγκεκριμένα επί των αυτοκρατόρων Αυγούστου, Τίτου, Τραϊανού, Αντωνίνου Πίου, Μάρκου Αυρηλίου και της γυναίκας του Φαυστίνας, καθώς και επί Λουκίου Βέρου.

Από τους θεσμούς της πόλης παραδίδονται σε επιγραφές η βουλή και ο δήμος στη ρωμαϊκή μορφή τους, δηλαδή ordo decurionum και populus και οι δύο ανώτατοι άρχοντες της πόλης, οι duoviri (δίανδροι ή διανδρικοί), ένας εκ των οποίων κάποια στιγμή είχε και το αξίωμα του κυαίστορα. Ένας Αρχιδεκανός, τέλος, επικεφαλής των δεκάνων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την ταφή των νεκρών, μας παραδίδεται από μία επιγραφή του 3ου αιώνα.

4. Θρησκεία

Οι κάτοικοι της Λύστρας λάτρευαν το Δία Προπόλεως, του οποίου ο ναός ήταν έξω από την πόλη, όπως μαρτυρά και το επίθετό του, και του πρόσφεραν ταύρους στολισμένους με στεφάνια. Υπήρχε επίσης λατρεία του Απόλλωνα και πιθανόν ιερός θίασος που συμμετείχε στις γιορτές προς τιμήν του θεού.11 Ο Πλούτωνας απεικονίζεται έφιππος, κάτι που συναντούμε και σε άλλες θεότητες στην κεντρική Μικρά Ασία.12 Αναφέρονται επίσης κάποιος θεός Επήκοος, η Γαία και ο Ερμής. Έχει μάλιστα υποτεθεί η ύπαρξη μιας τοπικής τριάδας Επηκόου (Δία), [Γης], Ερμή κατά το παλιό ανατολικό πρότυπο του πατέρα-θεού, της μητέρας-θεάς και του γιου-θεού. Αυτή η υπόθεση όμως βασίζεται στις συμπληρώσεις μιας επιγραφής ενός βωμού, οι οποίες δεν είναι ασφαλείς. Πιθανόν να λατρεύονταν και οι θεότητες που απεικονίζονται στην πίσω όψη των νομισμάτων της πόλης, όπως η Τύχη,13 κάποιος ποτάμιος θεός και οι ρωμαϊκές θεότητες Minerva και Ceres. Η λατρεία των δύο τελευταίων θα μπορούσε μάλλον να σχετίζεται με την προέλευση της άρχουσας τάξης της πόλης. Ο ποτάμιος θεός θα πρέπει να συνδεθεί με τον ποταμό Çarşamba Su, απ’ όπου πρέπει να αρδευόταν η χώρα της, καθώς και με τα δύο μικρά ρέματα που ενώνονται κοντά στον οικισμό και έκαναν τη Λύστρα προνομιούχο πόλη της άνυδρης Λυκαονίας. Οι Λυστρηνοί έκαναν επίσης επικλήσεις για την προστασία των τάφων στο θεό Μήνα του Άνω και του Κάτω Κόσμου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται. Από το ιερατείο της Λύστρας παραδίδεται μόνο ο sacerdos του Άρη. Αναφέρονται επίσης ιερεύς του Διονύσου και Πανθέου14 και ιέρεια (παρθένος) της θεάς και των αγίων, ωστόσο οι επιγραφές από τις οποίες προέρχονται βρέθηκαν σε περιοχές που δεν είναι βέβαιο ότι ανήκαν στη χώρα της Λύστρας.

Στην πόλη υπήρχαν εκτός των εθνικών και Ιουδαίοι, όπως μαθαίνουμε από την επίσκεψη των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα, οι οποίοι δίδαξαν στους κατοίκους το χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι την επισκέφτηκαν περί το 46/47 μ.Χ. και οι κάτοικοί της θεωρήθηκαν ότι ήταν ο Δίας και ο Ερμής, όταν γιάτρεψαν έναν ανάπηρο. Ο ιερέας μάλιστα του Διός Προπόλεως έφερε για θυσία ταύρους με στεφάνια. Μετά όμως το κήρυγμα, ο Παύλος λιθοβολήθηκε από τον όχλο, ο οποίος παρακινήθηκε από Ιουδαίους της Αντιόχειας και του Ικονίου που είχαν φτάσει στην πόλη. Από τη Λύστρα καταγόταν ο άγιος Τιμόθεος, ο πρώτος επίσκοπος της πόλης, με τον οποίο αλληλογραφούσε ο Παύλος. Ο Τιμόθεος καταγόταν από μητέρα Ιουδαία και πατέρα εθνικό, γεγονός που δείχνει ότι γίνονταν γάμοι μεταξύ ετεροδόξων.15

5. Τοπογραφία – δεύτερος ρόλος

Η χώρα της δεν είναι βέβαιο μέχρι πού εκτεινόταν, αλλά εκτιμάται ότι μία μικρή colonia σαν τη Λύστρα δε χρειαζόταν παραπάνω από 100 τετραγωνικά μίλια. Ωστόσο, μάλλον πρέπει να καταλάμβανε όλη την περιοχή που περικλείουν τα βουνά στα νότια και δυτικά, ο ποταμός Çarşamba Su στα ανατολικά και νοτιοανατολικά, ενώ στα βόρεια πρέπει να συνόρευε με τη χώρα του Ικονίου, αφού δεν υπάρχουν άλλες πόλεις σε αυτή την περιοχή. Από αυτή την έκταση υποστηρίζεται ότι είχαν μοιραστεί στους βετεράνους Ρωμαίους στρατιώτες 65 τετραγωνικά μίλια, αν βέβαια η εκτίμηση του αριθμού τους σε 1.000 άτομα και της έκτασης που έλαβε ο καθένας σε 66 2/3 jugera είναι σωστή.16 Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η χώρα της εκτεινόταν και πέρα του ποταμού, στον οποίο ο αυτοκράτορας Τίτος έχτισε μία γέφυρα για τη διέλευση του δρόμου που ερχόταν από το Ικόνιο.17

Στη Soltra Zoldera, ένα ύψωμα έκτασης 243.000 τ.μ. περίπου με απότομες πλαγιές και ύψος 30-50 μ. περίπου, βρέθηκαν ίχνη χρήσης του χώρου από τους Προϊστορικούς χρόνους και την εποχή του Σιδήρου μέχρι την Ελληνιστική, τη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο. Κάποια πύλη, η οποία δε στάθηκε δυνατό να βρεθεί κατά την επιτόπια έρευνα που έγινε στις αρχές του αιώνα, υπήρχε στα νοτιοανατολικά του χώρου, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων του γειτονικού χωριού Hatunsaray, ενώ ένας δρόμος πιθανόν να περνούσε από τις ανατολικές υπώρειες. Η colonia ιδρύθηκε αμέσως κάτω από το ύψωμα στα νοτιοανατολικά.18

Η πόλη πέρασε σε δεύτερη μοίρα μετά την απόδοση από τον αυτοκράτορα Αδριανό του status της coloniae στο γειτονικό Ικόνιο, το οποίο αποτέλεσε τη μητρόπολη της βυζαντινής Λυκαονίας. Παρ’ όλα αυτά η Λύστρα επιβιώνει μέχρι και το 13ο αιώνα, όπως προκύπτει από την αναφορά της στους συνοδικούς και τους επισκοπικούς καταλόγους, την ερειπωμένη βυζαντινή εκκλησία του λόφου, ένα αγίασμα που θυμούνταν οι κάτοικοι του Ικονίου μέχρι το 1882, αλλά και τα νομίσματα που βρίσκονται στην περιοχή.19 Αναπόδεικτη παραμένει η υπόθεση ότι γύρω στο 700 μεταφέρθηκε στο Hatunsaray, μετά την καταστροφή της μαζί με το Ικόνιο από τους Άραβες.20



1. Το Lystra προέρχεται από το LVSTRA των νομισμάτων της πόλης, το οποίο στην παλιά έκδοση της συλλογής Aulock μεταγράφηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η σωστή μεταγραφή είναι Lustra, όπως πλέον απαντά στη νέα έκδοση των νομισμάτων της. Πρβλ. SNG Deutch. 12, αρ. 5.402 με von Aulock, H. (ed.), Münzen und Städte Lycaoniens, Beiheft MDAI(I) 16 (Tübingen 1976), σελ. 59-60, 90, πίν. 11, αρ. 518.

2. Levick, Β., Roman Colonies in Southern Asia Minor (Oxford 1967), σελ. 155.

3. Ramsay, W.M., The Cities of St. Paul. Their Influence on his Life and Thought (London 1907), σελ. 416. Ο Ramsay, W.M., The Social Basis of Roman Power in Asia Minor (Aberdeen 1941), σελ. 167-169, αρ. 164, ερμηνεύει το φυτό που κρατά ο Απόλλωνας σε αναθηματικό ανάγλυφο της πόλης ως όπιο, το οποίο σχετίζεται με καθαρμούς και υποστηρίζει ότι γινόταν εισαγωγή από την Αντιόχεια της Πισιδίας, με την οποία η Λύστρα είχε σχέσεις. Οι Calder, W.M. – Cormack, J.R.M., Monuments from Lycaonia. The Pisid-Phrygian Borderland. Aphrodisias (ΜΑΜΑ 8, Manchester 1962), σελ. 2, αρ. 3, δε βλέπουν κάτι τέτοιο στο ίδιο ανάγλυφο.

4. Κατά τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα των χετιτικών τοπωνυμίων είναι συχνό φαινόμενο η μετατροπή του -u σε -υ και του -sna σε -στρα. Πρβλ. την καππαδοκική πόλη Chubisna>Κύβιστρα: Laminger-Pascher, G., Die Kaiserzeitlichen Inschriften Lycaoniens I: Der Süden (TAM 15, Wien 1992), σελ. 118. Για το Soltra: Ramsay, W.M., The Social Basis of Roman Power in Asia Minor (Aberdeen 1941), σελ. 181.

5. Ramsay, W.M., The Social basis of Roman Power in Asia Minor (Aberdeen 1941), σελ. 167-168, αρ. 164· Levick, Β., Roman Colonies in Southern Asia Minor (Oxford 1967), σελ. 53, 78, 154.

6. Laminger-Pascher, G., Die Kaiserzeitlichen Inschriften Lycaoniens I: Der Süden (TAM 15, Wien 1992), σελ. 129-130, αρ. 170.

7. Κατά τη Laminger-Pascher, G., Die Kaiserzeitlichen Inschriften Lycaoniens I: Der Süden (TAM 15, Wien 1992), σελ. 122, από τη Λύστρα περνούσε ο ίδιος ο Δρόμος των Σεβαστών.

8. Κατά τον Grant, M., From Imperium to Auctorias. A Historical Study of Aes Coinage in the Roman Empire, 49 BC-AD 14 (Cambridge 1946), σελ. 238-243, ιδρύεται από τον ανθύπατο M. Rutilus το 43 π.Χ. για τον έλεγχο του δρόμου που οδηγούσε στη Συρία και αναδιοργανώνεται με νέους αποίκους από το Μάρκο Αντώνιο το 38 π.Χ. Σε αυτά τα επιχειρήματα έχουν απαντήσει ικανοποιητικά η Levick, Β., Roman Colonies in Southern Asia Minor (Oxford 1967), σελ. 33-34, 37, 39, 52, 195-197, και ο Aulock von, H., “Die römische Kolonie Lystra und ihre Münzen”, Chiron 2 (1972), σελ. 510-511. O Ramsay, W.M., The Social Basis of Roman Power in Asia Minor (Aberdeen 1941), σελ. 184, βέβαια προτείνει ως έτος ίδρυσής της το 6 π.Χ., χρονολογία που δεν αποκλείεται, δεν είναι όμως και ασφαλής.

9. Plin., HN 5.147· Πτολ., Γεωγρ. 5.4.12· Πράξεις των Αποστόλων 14.11.

10. Πρβλ. Burgess, W.D, “Isaurian Names and the Ethnic Identity of the Isaurians in the Late antiquity”, AncW 21 (1990), σελ. 109-121, ιδίως σελ. 109-116.

11. Η συμπλήρωση Λυτήριος σε επιγραφή αναθηματικού ανάγλυφου του Απόλλωνα ως επίθετο του θεού από το Ramsay, W.M., The Social basis of Roman Power in Asia Minor (Aberdeen 1941), σελ. 167-168, αρ. 164 είναι εσφαλμένη, βλ. Laminger-Pascher, G., Die Kaiserzeitlichen Inschriften Lycaoniens I: Der Suden (TAM 15, Wien 1992) σελ. 129-130, αρ. 170.

12. Robert, L., Hellenica 13 (Paris 1965), σελ. 26-28.

13. Η προσπάθεια ταύτισής της με την Ίσιδα και η ανάδειξη της τελευταίας σε προστάτιδα της πόλης είναι προβληματική: Ramsay, W.M., The Cities of St. Paul. Their Influence on his Life and Thought (London 1907), σελ. 415-416· Levick, Β., Roman Colonies in Southern Asia Minor (Oxford 1967), σελ. 155.

14. Η υπόθεση της Lebrun, R., “Panthéons locaux de Lycie, Lycaonie et Cilicie aux deuxième et premier millénaires av. J.-C.,” Actes du VIe Colloque international du C.I.E.R.G.A. Les panthéons des cités. Origines et développements, 1, Kernos 11 (Athens – Liège), σελ. 144-145, σημ. 2, ότι το Πάνθεον της Λύστρας δημιουργείται κατά τη Χετιτική περίοδο και το αποτελούσαν μία ηλιακή λουβιτική θεότητα (ίσως η Tiwaliya), ένας θεός της θύελλας, μία θεότητα προστάτιδα της άγριας φύσης και άλλες άγνωστες τοπικές θεότητες είναι αναπόδεικτη, αφού κανένα τέτοιο στοιχείο δεν προκύπτει από την επιγραφή της Ρωμαϊκής περιόδου στην οποία αναφέρεται το Πάνθεον.

15. Πράξεις των Αποστόλων 14.6-20, 16.1-3· Απόστολος Παύλος, Προς Τιμόθεον 2.3.11. Ένα κοιμητήριο, στην κατασκευή του οποίου αναφέρεται μία επιγραφή, θεωρείται χριστιανικό από τους Calder, W.M. – Cormack, J.R.M., Monuments from Lycaonia. The Pisid-Phrygian Borderland. Aphrodisias (ΜΑΜΑ 8, Manchester 1962), σελ. 8, αρ. 43, κάτι που αμφισβητείται από τη Laminger-Pascher, G., Die Kaiserzeitlichen Inschriften Lycaoniens I: Der Suden (TAM 15, Wien 1992), σελ. 137-140, αρ. 188.

16. Levick, Β., Roman Colonies in Southern Asia Minor (Oxford 1967), σελ. 53, 95. Η άποψη του Ramsay, W.M., The Social Basis of Roman Power in Asia Minor (Aberdeen 1941), σελ. 184, ότι η έκταση αυτή δημεύτηκε από τα ιερά της περιοχής είναι αβάσιμη.

17. Laminger-Pascher, G., Die Kaiserzeitlichen Inschriften Lycaoniens I: Der Süden (TAM 15, Wien 1992), σελ. 122-123· Winter, E., Staatliche Baupolitik und Baufürsorge in den römischen Provinzen der Kaiserzeitlichen Kleinasien (Asia Minor Studien 20, Bonn 1996), σελ. 83, 366, αρ. 61.

18. Η διαίρεση της πόλης σε 12 τουλάχιστον vici (περιοχές) που προτείνει η Levick, Β., Roman Colonies in Southern Asia Minor (Oxford 1967), σελ. 76-78, οφείλεται σε αβάσιμη συμπλήρωση επιγραφής: Laminger-Pascher, G., Die Kaiserzeitlichen Inschriften Lycaoniens I: Der Süden (TAM 15, Wien 1992), σελ. 127, αρ. 167.

19. Levick, Β., Roman Colonies in Southern Asia Minor (Oxford 1967), σελ. 183.

20. Ramsay, W.M., The Social Basis of Roman Power in Asia Minor (Aberdeen 1941), σελ. 180.