1. Ανθρωπογεωγραφία
Η Αγία Κυριακή βρισκόταν στην περιοχή Απολλωνιάδας της Προύσας, σε απόσταση 1 ώρας ΝΑ από το χωριό Σαγινάτοι και 1 ώρας ΒΔ από το χωριό Κίντια. Δίπλα στο χωριό περνούσε παραπόταμος του ποταμού Ρύνδακου, με το όνομα Χαϊντάρ (Haydar çay). Tο όνομα του χωριού προέρχεται από την ομώνυμη εκκλησία της Αγίας Κυριακής που υπήρχε εκεί. Ο οικισμός είχε και δεύτερο ελληνικό όνομα (Καμαριωτάτοι), το πιο συνηθισμένο όμως ήταν το «Αγία Κυριακή», όνομα με το οποίο αναφερόταν και στα εκκλησιαστικά έγγραφα. Το «Καμαριωτάτοι» φαίνεται ότι ήταν παλαιότερη ονομασία, άγνωστης ετυμολογίας, η οποία ανάγεται στην περίοδο εποίκησης του χωριού από κατοίκους της Μάνης. Η τουρκική ονομασία του οικισμού ήταν Κεμέρμπεντ1 ή Κεμερέν και έτσι αναφερόταν στα επίσημα οθωμανικά κρατικά έγγραφα. Σήμερα ο οικισμός ονομάζεται Taşpınar.
Η Αγία Κυριακή ανήκε στην ομάδα των χωριών της περιοχής Απολλωνιάδας που ήταν γνωστά ως «Πιστικοχώρια». Τα χωριά αυτά, εκτός από την Αγία Κυριακή, ήταν τα εξής: Βουλγαράτοι (Μπάσκιοϊ), Χωρούδα (Καρατζόβα), Κωνσταντινάτοι, Σα(γ)ινάτοι (ή Αγινάτοι), Κίντια (ή Κύδια), Απελαδάτοι (Πελαδάτοι), Σιργιάνι (Σιριγιάννη) και Πριμηκίρι. Σύμφωνα με τους Μ. Κλεώνυμο και Χρ. Παπαδόπουλο2 τα χωριά αυτά ονομάστηκαν έτσι από τους ποιμένες («πιστικούς» σύμφωνα με τη μανιάτικη διάλεκτο) που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Ρυνδακίας και της Απολλωνιάδας από τους Οθωμανούς, πιθανότατα στις αρχές του 16ου αιώνα. Στους βοσκούς αυτούς παραχωρήθηκε από το οθωμανικό κράτος η εκμετάλλευση κοπαδιών προβάτων.Με τον καιρό ο πληθυσμός τους αυξήθηκε και συνέστησαν τα παραπάνω χωριά. Αργότερα όμως, λόγω «καταστροφής των ποιμνίων» (άγνωστες οι αιτίες και η έκταση αυτής της «καταστροφής»), τους επιβλήθηκε φόρος νομής (οτλακιέ). Το καθεστώς αυτό διήρκεσε μέχρι και την εποχή του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1807-1839), οπότε καταργήθηκε η πληρωμή αυτού του φόρου.3
Η γλώσσα των κατοίκων της Αγίας Κυριακής, όπως και των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων, παρουσίαζε ορισμένες διαλεκτολογικές διαφορές που τους διέκριναν από τους ελληνόφωνους γειτονικών χωριών της περιοχής Απολλωνιάδας. Οι σημαντικότερες από αυτές ήταν: α) διάφοροι αρχαϊσμοί (π.χ. τι α ποιήσωμεν; = τι θα κάνουμε;), β) η συχνή χρήση των προσφυμάτων «να», «νο» και «νε» (π.χ. τωνόρα = τώρα, χαράνα = χαρά, μεγανάλη = μεγάλη), γ) η μετατροπή του «κι» σε «τσι» (π.χ. «δεντράτσι» αντί «δεντράκι»).
Ο πληθυσμός της Αγίας Κυριακής έφθανε περίπου τις 100 οικογένειες, που ήταν αμιγώς ελληνορθόδοξες.4
2. Διοικητική και εκκλησιαστική υπαγωγή
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό ανήκε διοικητικά στο καϊμακαμλίκι Μιχαλητσίου, το οποίο με τη σειρά του υπαγόταν απευθείας στο βιλαέτι της Προύσας. Στο Μιχαλήτσι είχαν την έδρα τους τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της περιοχής, οι εφοριακές αρχές και το στρατολογικό γραφείο. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν εγγεγραμμένοι στα ληξιαρχικά βιβλία του Μιχαλητσίου. H κοινότητα διοικούνταν από έναν μουχτάρη σε συνεργασία με δύο τρεις συμβούλους, τους αζάδες. Ο μουχτάρης αναδεικνυόταν σε ετήσια εκλογική συνέλευση των κατοίκων διά βοής. Την εκλογή την επικύρωνε ο καϊμακάμης του Μιχαλητσίου, ο οποίος έδινε και στον μουχτάρη τη σφραγίδα του. Επίσης λειτουργούσαν αρμόδιες επιτροπές υπεύθυνες για τη λειτουργία και τη συντήρηση της εκκλησίας και του σχολείου.
3. Θρησκεία
Το χωριό ανήκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της επισκοπής Απολλωνιάδος της μητρόπολης Νικομηδείας. Το χωριό, όπως ήδη αναφέραμε, είχε μία εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Κυριακή. Η εκκλησία βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο έξω και βορειοδυτικά του χωριού. Ήταν παλαιά εκκλησία και πιθανόν να χτίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Ήταν χτισμένη μέσα στο έδαφος: έπρεπε κάποιος να κατεβεί πέντε ή έξι πέτρινα σκαλοπάτια. Παλιότερα, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, είχε σήμαντρο κρεμασμένο σε ένα δέντρο δίπλα στην εκκλησία. Αργότερα όμως προστέθηκε καμπάνα κατασκευασμένη στην Προύσα. Η εκκλησία γιόρταζε στις 7 Ιουλίου, της Αγίας Κυριακής, οπότε και γινόταν πανηγύρι το οποίο συγκέντρωνε κόσμο από τα διπλανά χωριά.
4. Εκπαίδευση
Στις αρχές του 20ού αιώνα χτίστηκε νέο σχολείο στο κέντρο του χωριού. Ήταν ένα διώροφο κτήριο: το ισόγειο λειτουργούσε ως αποθήκη, ενώ στον πάνω όροφο γίνονταν τα μαθήματα, σε δύο μεγάλα δωμάτια. Ήταν τετρατάξιο δημοτικό σχολείο. Όσοι μαθητές ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους έπρεπε να πάνε στην Απολλωνία. Από την Απολλωνία έρχονταν και οι δάσκαλοι του σχολείου, οι οποίοι πληρώνονταν από τα έσοδα της εκκλησιαστικής επιτροπής. Η οργάνωση των μαθημάτων γινόταν από τη μητρόπολη. Πριν χτιστεί το σχολείο, τα παιδιά του χωριού έκαναν μάθημα σε ένα σπίτι.
5. Ο θεσμός του «πρωτόγερου»
Ο θεσμός του πρωτόγερου ήταν κοινός σε όλα τα Πιστικοχώρια. Πρωτόγερος ήταν εκείνος ο οικογενειάρχης του χωριού που ο μουχτάρης επιφόρτιζε με το χρέος της φιλοξενίας Οθωμανών (συνήθως πολιτικών και διοικητικών υπαλλήλων) οι οποίοι για διάφορους λόγους περνούσαν από το χωριό. Την υποχρέωση αυτή την είχαν οι κάτοικοι των Πιστικοχωρίων από τότε που το οθωμανικό κράτος τους εγκατέστησε στην περιοχή ως βοσκούς κρατικών ποιμνίων.
6. Στοιχεία οικιστικής δομής
Οι δρόμοι του χωριού ήταν χωματόδρομοι. Τα σπίτια ήταν ξύλινα, χτισμένα με τη μέθοδο «ντολμά» ή «τσατμά» (σκελετός ξύλινης οικοδομής). Οικοδομούσαν δηλαδή τα θεμέλια του σπιτιού με πέτρα, όπως και ένα μέτρο περίπου τους τοίχους πάνω από το έδαφος, και από πάνω έβαζαν ξύλινες πήχες πλεγμένες σταυρωτά και τα ενδιάμεσα του ξύλινου σκελετού τα γέμιζαν με τούβλα. Τα σπίτια ήταν συνήθως διώροφα, τριώροφα ή και τετραώροφα, λόγω του χώρου που χρειάζονταν για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων.
Συγχρόνως με το σχολείο οι κάτοικοι χτίσανε και ένα ωραίο καφενείο στην πάνω άκρη του χωριού. Το καφενείο ήταν διώροφο και χρησίμευε ως τόπος συνελεύσεων των κατοίκων. Το καφενείο, όπως και το σχολείο, χτίστηκε από τα έσοδα της εκκλησιαστικής επιτροπής. Η εκκλησία διέθετε κτηματική περιουσία (κτήματα ιδιαίτερα στην τοποθεσία «Χαϊντάρ μερασί») και με τα έσοδα από την ενοικίασή της ικανοποιούσε τις ανάγκες για μισθούς δασκάλων και ιερέα, τη συντήρηση σχολείου και εκκλησίας, όπως και την πληρωμή του «Πρωτόγερου».
7. Στοιχεία Οικονομίας
Η βασική παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια σιτηρών και η σηροτροφία. Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Προύσα ή σε εμπόρους που τους επισκέπτονταν στον τόπο παραγωγής. Όλοι επίσης διέθεταν πρόβατα και αγελάδες και παρήγαν κτηνοτροφικά προϊόντα (τυρί, βούτυρο). Τα σιτηρά όπως και τα κτηνοτροφικά προϊόντα τα πουλούσαν στην Απολλωνία. Η Απολλωνία και κατά δεύτερο λόγο το Μιχαλήτσι αποτελούσαν τα κύρια εμπορικά κέντρα του χωριού. Από εκεί προμηθεύονταν σαπούνι, πετρέλαιο, ζάχαρη, καφέ, ρουχισμό.
8. Ιστορικά γεγονότα
Τον Ιούλιο του 1914 η Αγία Κυριακή, όπως και όλα τα υπόλοιπα Πιστικοχώρια, λεηλατήθηκε από μουσουλμάνους ατάκτους και εκκενώθηκε, παρότι το υπερασπίστηκε πολιτοφυλακή που συγκροτήθηκε από τους άρρενες κατοίκους. Οι κάτοικοι εκκένωσαν το χωριό, κατέφυγαν στις όχθες της λίμνης της Απολλωνίας και μετακινήθηκαν προς το Μιχαλήτσι, όπως ο πληθυσμός και των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ορθόδοξοι κάτοικοι του χωριού εγκαταστάθηκαν στο Ψυχικό Σερρών.
1. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 148. Ο Kiepert πάντως στο χάρτη του σημειώνει οικισμό με το όνομα Kemerbend άλλον από την Αγία Κυριακή. 2. Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χρ., Βιθυνικά ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 97-98. 3. Μεσιτίδης, Αθ. – Δεληγιάννης, Βασ., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 427-428. Από άλλους η εγκατάσταση των βοσκών τοποθετείται σε πολύ νεότερα χρόνια, περ. το 1800. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 216-217, 252-253. 4. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 148. Οι Μ. Κλεώνυμος και Χρ. Παπαδόπουλος, στο βιβλίο τους Βιθυνικά ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 98, αναφέρουν ότι η Αγία Κυριακή (οι Καμαριωτάτοι όπως αναφέρεται) αποτελούνταν από 60 οικίες. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 αναφέρεται σε 120 οικογένειες (μάλιστα το χωριό αναφέρεται ως Μακαριωτάτοι)· βλ. Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα, Ημερολόγιον έτους 1906 (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ.139. Παρόμοια στοιχεία (130 οικογένειες) δίνει και ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος στο Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 154. Σύμφωνα με απογραφή στα τέλη του 1920 το χωριό είχε 140 οικογένειες· βλ. Μεσιτίδης, Αθ. – Δεληγιάννης, Βασ., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 435. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 715 κατοίκων· βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Κωνσταντινούπολη 1922), σελ. 263.
|
|
|