1. Ανθρωπογεωγραφία Παραθαλάσσιο χωριό στα βορειοδυτικά παράλια της Κυζικηνής χερσονήσου, 14 χλμ. βορειοδυτικά της Αρτάκης. Το ελληνικό όνομα του οικισμού (με αυτό εμφανιζόταν και στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα) ήταν Χαράκι, ενώ η τουρκική ονομασία (που χρησιμοποιούνταν στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα) ήταν Χερέκ (Herek). Η σημερινή του ονομασία είναι İlhanlar.
Στις αρχές του 20ου αιώνα και κατά την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή ο πληθυσμός του οικισμού εκτιμάται γύρω στους 1.100 με 1.300 κατοίκους.1 Οι κάτοικοί του ήταν αποκλειστικά ελληνορθόδοξοι και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Τουρκικά γνώριζαν μόνο όσοι κάτοικοι συναλλάσσονταν με την Πόλη ή αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν το χωριό τους, είτε εργαζόμενοι ως ναυτικοί είτε εκτελώντας τη στρατιωτική τους θητεία. Πιθανολογείται ότι οι κάτοικοι έλκουν την καταγωγή τους από διάφορα νησιά του Αιγαίου.2 2. Διοικητική δομή – Εκκλησιαστική εξάρτηση – Εκπαίδευση Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό ανήκε διοικητικά στο καϊμακαμλίκι (kaymakamlik) της Αρτάκης, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο μουτεσαριφλίκι (mutasarrıflık) του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού (vilayet) της Προύσας. Το Χαράκι διοικούνταν από ένα μουχτάρη (muhtar) σε συνεργασία με δύο τρεις συμβούλους (αζάδες, âza) με φοροσυλλεκτικές και διαιτητικές αρμοδιότητες. Το χωριό ανήκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Κυζίκου. Σε αυτό υπήρχαν δύο εκκλησίες: της Υπεραγίας Θεοτόκου, που ήταν πολύ παλιά, και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία χτίστηκε το 1845. Η δεύτερη καταστράφηκε από πυρκαγιά, η οποία έκαψε και 80 σπίτια του χωριού, αλλά ξαναχτίστηκε. Στα βορειοδυτικά του χωριού, στη θέση Καστράκι, υπήρχαν κάποια ερείπια κτηρίων, πιθανότατα της Βυζαντινής περιόδου. Το χωριό διέθετε μεικτό πεντατάξιο σχολείο με δύο δασκάλους, οι οποίοι δίδασκαν αποκλειστικά στα ελληνικά. Τόσο το σχολείο όσο και οι εκκλησίες βρίσκονταν υπό την επίβλεψη μιας εξαμελούς εφοροεπιτροπής, τα μέλη της οποίας εκλέγονταν μεταξύ των πλούσιων προεστών (τσορμπατζήδων, çorbacı) του χωριού χωρίς γενική ψηφοφορία. Οι δύο εκκλησίες διέθεταν κτηματική περιουσία, την οποία ενοικίαζε η επιτροπή, και με τα εισοδήματα αυτά κάλυπτε διάφορες κοινοτικές ανάγκες. Οι δάσκαλοι πληρώνονταν από εισφορές των κατοίκων του χωριού. Το ετήσιο εισόδημα του καθενός έφτανε τις 25 οθωμανικές λίρες. Στο χωριό υπήρχαν ερείπια μεσαιωνικού πύργου και δύο μονύδρια, το ένα του Αγίου Γεωργίου και το άλλο των Αγίων Αποστόλων στη θέση Φαφλιμή. 3. Στοιχεία οικονομίας Οι περισσότεροι ήταν ψαράδες και αμπελουργοί, ενώ ιδιαίτερα κατά την περίοδο του χειμώνα αρκετοί εργάζονταν στα 5 ελαιοτριβεία του χωριού. Το Χαράκι ήταν το μοναδικό χωριό της Κυζικηνής χερσονήσου όπου οι κάτοικοι παρήγαν σταφίδα για οικιακή χρήση, όπως ακριβώς συνέβαινε στην Πελοπόννησο και σε κάποια νησιά του Αιγαίου (μια σοβαρή ένδειξη για την καταγωγή τους). Εμπορικές συναλλαγές υπήρχαν κυρίως με την Αρτάκη (σιτηρά, τυριά, βούτυρο, σαπούνι, ρύζι, ζάχαρη, υφάσματα, υποδήματα) και την Κωνσταντινούπολη (χονδρεμπόριο κυρίως των ιδιοκτητών μπακάλικων). Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι απασχολούνταν με τη σηροτροφία και πωλούσαν το μετάξι στην Αρτάκη, τα Μουδανιά και την Πάνορμο. Αρκετοί επίσης είχαν εγκατασταθεί στην Πόλη κυρίως ως τεχνίτες (ραφτάδες). 4. Εγκατάσταση στην Ελλάδα Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, οι περισσότερες οικογένειες του χωριού εγκαταστάθηκαν στα Λιμενάρια της Θάσου. Επίσης, στην Καβάλα, την Τούμπα Θεσσαλονίκης και την Αθήνα.
1. Σε 1.320 κατοίκους αναφέρεται η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905, βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολις 1905), σελ. 179. H Αναγραφή της Κυζίκου, έργο ανώνυμου Κυζικηνού συγγραφέα του 1825, το οποίο βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, κάνει λόγο για 100 οικίες στις αρχές του 19ου αιώνα, βλ. Μακρής, Κ., «Τα χωριά και τα μοναστήρια της Κυζικηνής Χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 135-37. Η επίσημη οθωμανική απογραφή του 1901 αναφέρει για το Χαράκι 1.158 κατοίκους, βλ. Ξενοφάνης 3:1 (1905), σελ. 92. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 1.082 κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Κémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 223. Ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήναι 1921), σελ. 267, αναφέρει 1.600 κατοίκους. 2. Μακρής, Ι., «Οι κάτοικοι της Κυζικηνής Χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 9 (1961), σελ. 224.
|
|
|