Ελμπιζλί

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η ονομασία του χωριού1 αναφερόταν τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και στα οθωμανικά έγγραφα. Η λέξη Ελμπιζλί είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν προέρχεται από το “elbiselik”, δηλαδή ύφασμα το οποίο είναι κατάλληλο για την κατασκευή ρούχων.

Το χωριό είχε 300-350 σπίτια και περίπου 1.200 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους.2 Θεωρούνταν ντόπιοι, υπήρχαν όμως και οικογένειες εποίκων από τη Μακεδονία και τη Θράκη –όπως και στο Γκιονέν– αλλά και κάποιων από την περιοχή του Πόντου.3 Οι κάτοικοι ήταν ελληνόφωνοι, γνώριζαν όμως καλά και την τουρκική γλώσσα.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Ελμπιζλί υπαγόταν στο μουδουρλίκι του Σαράκιοϊ, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο καϊμακαμλίκι του Γκιονέν, στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ και στο βιλαέτι της Προύσας. Το χωριό διοικούνταν από ένα μουχτάρη με τη βοήθεια τεσσάρων συμβούλων. Για τη λειτουργία του σχολείου και της εκκλησίας υπεύθυνη ήταν εκλεγμένη από τους κατοίκους εφοροεπιτροπή.

Το χωριό υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Κυζίκου. Στον οικισμό υπήρχαν δύο ναοί: Η εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου ήταν πιο παλιά, ενώ η άλλη, η οποία χτίστηκε περί το 1880, ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Και οι δύο λειτουργούσαν τακτικά. Υπήρχαν ακόμη τέσσερα ξωκλήσια που ήταν αφιερωμένα: στον Αϊ-Στράτηγο (πιθανόν των Ταξιαρχών), στην Παναγία (στο νεκροταφείο του χωριού), στην Αγία Παρασκευή και στον Προφήτη Ηλία.

Το χωριό διέθετε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, τα οποία συστεγάζονταν. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1904), ο δάσκαλος είχε ετήσιες απολαβές 2.700 γρόσια, τα οποία του τα απέδιδε η εφοροεπιτροπή από τα έσοδα του εκκλησιαστικού ταμείου.

3. Οικονομία

Η σημαντικότερη παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η σηροτροφία. Τα κουκούλια των μεταξοσκωλήκων, όταν ήταν ακόμη χλωρά, τα πουλούσαν σε εμπόρους που τους επισκέπτονταν επιτόπου στους χώρους παραγωγής. Αντίθετα, όταν ξεραίνονταν, τα μετέφεραν οι ίδιοι οι κάτοικοι προς πώληση στην Πάνορμο, στην Προύσα και στο Γκιονέν, ανάλογα με την τιμή που προσφερόταν από τους εμπόρους. Παρήγαν επίσης δημητριακά, καλαμπόκια, καρπούζια, σύκα, σταφύλια και άλλα φρούτα. Τα καρπούζια τα πουλούσαν στην Πάνορμο. Στο χωριό υπήρχαν 4-5 μπακάλικα και 3-4 καφενεία. Παζάρι γινόταν κάθε Κυριακή, όπου έρχονταν γεωργοί των γύρω μουσουλμανικών χωριών και πουλούσαν σιτάρι, αφού πολλές από τις οικογένειες του Ελμπιζλί δεν είχαν τη δυνατότητα παραγωγής του.

Εμπορικά κέντρα για το χωριό ήταν το Σαρίκιοϊ, το Γκιονέν και η Πάνορμος. Κάθε χρόνο στις 2 Ιουνίου γινόταν μία μεγάλη εμποροπανήγυρη στην τοποθεσία Κετσί Ντερεσί (Keçi deresi), όπου πωλούνταν εμπορεύματα μεταφερμένα ακόμα και από την Προύσα.

4. Καταστροφή του οκισμού

Οι περισσότεροι κάτοικοι του Ελμπιζλί κατεσφάγησαν το 1922 μετά την ξαφνική αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το Γκιονέν.




1. βλ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχείο Προφορικής Παράδοσης, φάκ. Β 133.

2. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχείο Προφορικής Παράδοσης, φάκ. Β 133. Ωστόσο τα στοιχεία που διαθέτουμε από άλλες πηγές για τον πληθυσμό του οικισμού στις αρχές του 20ού αιώνα αναφέρουν υψηλότερα νούμερα. Έτσι η στατιστική που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ξενοφάνης αναφέρει για το Ελμπιζλί 1.800 ελληνορθόδοξους κατοίκους. βλ. Ξενοφάνης 3:1 (1905), σελ. 94. Για την ίδια περίοδο (1904) η επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου δίνει τον αριθμό των 1.680 ελληνορθόδοξων, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1905 (Κωνσταντινούπολις 1904), σελ. 184. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 1.134 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 224.

3. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 223.