1. Ανθρωπογεωγραφία
Η κωμόπολη Γκιονέν απείχε 38 χλμ. από την Πάνορμο, νοτιοδυτικά της λίμνης Αφνίτιδας, κοντά στον ομώνυμο ποταμό Γκιονέν-τσάι (Gönen-çay) και δίπλα στην αρχαία πόλη «Άρτεμις Θερμαία». Η ονομασία της κωμόπολης, Γκιονέν, ήταν κοινή για το ελληνορθόδοξο και το μουσουλμανικό στοιχείο, και αποτελεί και σήμερα το όνομα του οικισμού (Gönen).
Ο συνολικός πληθυσμός του Γκιονέν πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή έφθανε στους 4.500 κατοίκους.1 Οι χριστιανικές οικίες ήταν 375, ενώ οι μουσουλμανικές περί τις 1200-1300. Στο χωριό κατοικούσαν επίσης 5-6 οικογένειες Αρμενίων. Στη μουσουλμανική συνοικία κατοικούσαν περί τις 15 οικογένειες προσφύγων μουσουλμάνων από τη Βουλγαρία και τη Ρωσία. Οι ελληνορθόδοξοι στην πλειονότητά τους ήταν έποικοι από την Ήπειρο και τη Μακεδονία, οικογένειες συνήθως μαστόρων και χτιστών, οι οποίοι έρχονταν στο χώρο της Μικράς Ασίας για να δουλέψουν στην οικοδόμηση σπιτιών κ.λπ. Επίσης στο Γκιονέν εγκαταστάθηκαν και κάποιες οικογένειες Ποντίων.2 Οι ορθόδοξοι κάτοικοι της κωμόπολης ήταν ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι. Οι σλαβόφωνοι ορθόδοξοι μάλλον μετανάστευσαν εκεί μαζί με τις οικογένειες μουσουλμάνων από τη Βουλγαρία. Πάντως τόσο τα τραγούδια και η θεία λειτουργία στην εκκλησία όσο και τα βιβλία και οι εφημερίδες που διάβαζαν ήταν στην ελληνική.
2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – θρησκεία – εκπαίδευση
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα το Γκιονέν ήταν έδρα του καϊμακαμλικίου, που υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο βιλαέτι της Προύσας. Στην καϊμακαμλίκι του Γκιονέν υπάγονταν 96 χωριά. Το χριστιανικό στοιχείο του οικισμού διοικούνταν από ένα μουχτάρη –ο οποίος είχε και στρατολογικά καθήκοντα– με τη βοήθεια συμβούλων. Η εκλογή του γινόταν μετά από υπόδειξη των κατοίκων και επικυρωνόταν από οθωμανικό δικαστήριο. Στο συμβούλιο του καϊμακάμη συμμετείχε εκπρόσωπος των χριστιανών, ο οποίος λάμβανε μέρος και στην εκδίκαση των υποθέσεων που τους αφορούσαν. Επίσης υπήρχε τετραμελής εφοροεπιτροπή, υπεύθυνη για τη λειτουργία του σχολείου και της εκκλησίας, τα μέλη της οποίας εκλέγονταν από τους χριστιανούς κατοίκους, παρόντος όμως του μητροπολίτη.
Το Γκιονέν υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Κυζίκου, η οποία είχε έδρα την Αρτάκη. Στον οικισμό υπήρχε μεγάλη πέτρινη εκκλησία με ξύλινο καμπαναριό, αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο.3 Υπήρχαν ακόμη ένα ξωκλήσι, αφιερωμένο επίσης στον άγιο Γεώργιο, και το αγίασμα του Άη Λια (Προφήτη Ηλία) που βρισκόταν πάνω στην κορυφή ενός λόφου. Σύμφωνα με το έθιμο ο εκάστοτε προσκυνητής μετέφερε εκεί πάνω και μία πέτρα. Έτσι σχηματίστηκε ένας μεγάλος σωρός από πέτρες, όπου οι προσκυνητές που προσδοκούσαν τη θεραπεία των ιδίων ή προσφιλών τους προσώπων από κάποια αρρώστια, έδεναν επάνω μαντιλάκια ή κουρελάκια. Κάθε χρόνο στη γιορτή του Προφήτη Ηλία οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του Γκιονέν έκαναν λιτανεία προς το αγίασμα μεταφέροντας τα εικονίσματα της εκκλησίας τους εκεί.
Η ορθόδοξη κοινότητα διέθετε τετρατάξιο δημοτικό σχολείο, το οποίο ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων στις αρχές του 20ού αιώνα με την οικονομική ενίσχυση που πρόσφερε στους κατοίκους ο πλούσιος ομογενής από την Κωνσταντινούπολη Ζαχαρίας Δ. Χατζόπουλος. Το 1904 το σχολείο είχε 55 μαθητές και ένα δάσκαλο, ο οποίος είχε ετήσιες απολαβές 2.900 γρόσια, που τα κατέβαλε η εφοροεπιτροπή από τα έσοδα του εκκλησιαστικού ταμείου.
3. Οικιστική δομή
Όλοι οι δρόμοι του Γκιονέν ήταν καλντερίμια, ενώ τα σπίτια ήταν ιδιαίτερα πυκνοδομημένα. Υπήρχαν δύο συνοικίες: η μουσουλμανική και η ρωμαίικη. H αγορά βρισκόταν στη μουσουλμανική συνοικία.
Έξω από την κωμόπολη υπήρχαν περίφημα ιαματικά λουτρά (θερμές πηγές της Αρτέμιδος Θερμαίας). Μέχρι και την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή τα επισκέπτονταν ακόμη και κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Υπήρχαν εκεί τρία κτήρια: το ένα από αυτά, το αρχαιότερο (πιθανόν της Ρωμαϊκής εποχής), απείχε από τα άλλα δύο περίπου 500 μ. Ήταν χτισμένο περί το 1,5 μ. μέσα στη γη: έπρεπε κανείς να κατέβει σκαλιά για να εισέλθει στο εσωτερικό του. Τα άλλα δύο κτήρια ήταν νεότερα (μάλλον της οθωμανικής περιόδου). Το νερό που ανέβλυζε από τις πηγές ήταν θερμό (μέχρι του σημείου βρασμού) και είχε ιαματικές ιδιότητες.
4. Στοιχεία οικονομίας
Το Γκιονέν αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της γύρω περιοχής (κάτω κοιλάδα του ποταμού Αισήπου-Γκιονέν). Στο παζάρι της κωμόπολης που διεξαγόταν κάθε Τρίτη συγκεντρώνονταν από τα γύρω χωριά (κυρίως των Τούρκων και των Κιρκασίων) και πωλούνταν ψωμί, βούτυρο, κρέατα, φρούτα κ.ά. Αντίθετα το πετρέλαιο, τη ζάχαρη, το σαπούνι και το ρύζι τα αγόραζαν από την Κωνσταντινούπολη και κατά δεύτερο λόγο από την Πάνορμο. Οι μεγαλέμποροι του Γκιονέν ψώνιζαν από την πρωτεύουσα, ενώ οι μικρέμποροι (μπακάληδες κ.λπ.) από την Πάνορμο. Άξια αναφοράς είναι η αγοραπωλησία αλόγων που γινόταν κάθε καλοκαίρι μεταξύ 10-13 Ιουνίου.
Οι ορθόδοξοι κάτοικοι του οικισμού κατά κανόνα δεν ασχολούνταν με τη γεωργία. Με αυτήν ασχολούνταν κυρίως το μουσουλμανικό στοιχείο (Τούρκοι και Κιρκάσιοι) των γύρω χωριών. Αντίθετα, δέσποζαν στις εμπορικές δραστηριότητες του οικισμού. Οι περισσότεροι ήταν τεχνίτες και έμποροι. Μόνο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο κάποιοι ορθόδοξοι ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια καπνού και τη σηροτροφία. Αλλά και στην περίπτωση αυτή συνεταιρίζονταν με τους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες γης, καλλιεργώντας τα κτήματά τους.
5. Εγκατάσταση στην Ελλάδα
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ορθόδοξες οικογένειες από το Γκιονέν εγκαταστάθηκαν στην Προσοτσάνη Δράμας, στη Νιγρίτα Σερρών, στην Καβάλα, στο Αλιβέρι και στην Αθήνα.
1. Αυτό τον αριθμό δίνει ο Π. Κοντογιάννης, Βλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 261. Στις αρχές του 20ού αιώνα αναφέρονται για το Γκιονέν 600 ελληνορθόδοξοι κάτοικοι και 3.400 μουσουλμάνοι. Βλ. Ξενοφάνης 3:1 (1905), σελ. 92. Τον ίδιο αριθμό ελληνορθόδοξων κατοίκων (600) δίνει για την ίδια περίοδο (1904) και η επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1905 (Κωνσταντινούπολη 1904), σελ. 184. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 759 ελληνορθόδοξων κατοίκων βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Κωνσταντινούπολη 1922), σελ. 224. 2. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 223. 3. Ή κατά μία άλλη εκδοχή του Τιμίου Προδρόμου, βλ., Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1905 (Κωνσταντινούπολη 1904), σελ. 184.
|
|
|