Γωνιά

1. Ανθρωπογεωγραφία

Το παραθαλάσσιο χωριό Γωνιά βρίσκεται στα νοτιοδυτικά παράλια της Κυζικηνής Χερσονήσου. Είναι το νοτιότερο χωριό στη δυτική πλευρά της Χερσονήσου πριν από την πόλη της Αρτάκης, 6 χλμ. ΒΔ από αυτήν. Το ελληνικό όνομα του οικισμού ήταν Γωνιά και με το όνομα αυτό εμφανιζόταν και στα εκκλησιαστικά έγγραφα, ενώ η τουρκική ονομασία και αντίστοιχα το όνομα στα οθωμανικά έγγραφα ήταν Γκόνια (Gonya). Το σημερινό του όνομα είναι Ocaklar. Μια πιθανή ετυμολογία του ονόματος στηρίζεται στη γεωγραφική θέση του χωριού, το οποίο βρισκόταν στους πρόποδες λόφου ο οποίος κατέληγε στη θάλασσα σχηματίζοντας γωνία με αυτήν. Μια άλλη λαϊκή εκδοχή ετυμολογεί τη Γωνιά από την «αγωνία» που ένιωθαν οι ναυτικοί που δοκίμαζαν να περάσουν με τα πλοία τους τους δύο μεγάλους κάβους, το Μικρό και το Μεγάλο Καρύδι (κάβοι που ήταν τα σύνορα της Γωνιάς με το γειτονικό χωριό Ρόδα), σημείο ιδιαίτερα επικίνδυνο λόγω των ισχυρών ανέμων που έπνεαν εκεί.

Κατά τις δεκαετίες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή η Γωνιά είχε 300 με 400 σπίτια και περίπου 1.600 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους.1 To χωριό δεν αναφέρεται σε σχετικό κατάλογο των χωριών του ναχιέ της Κυζίκου στη νομοθεσία του 1550.2 Η γλώσσα των κατοίκων ήταν ελληνική με στοιχεία τουρκικής.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό ανήκε διοικητικά στο καϊμακαμλίκι της Αρτάκης, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετίου της Προύσας. H κοινότητα διοικούνταν από έναν μουχτάρη σε συνεργασία με δύο-τρεις συμβούλους του. Το χωριό ανήκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Κυζίκου. Στο χωριό υπήρχαν δύο εκκλησίες: η μία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και η άλλη στον άγιο Δημήτριο. Δεκαπέντε λεπτά της ώρας από το χωριό υπήρχε ένα μικρό μοναστήρι αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο. Σημαντικό επίσης για τη θρησκευτική ζωή του οικισμού ήταν το αγίασμα της αγίας Τρυφαίνης, το οποίο γιόρταζε στις 31 Ιανουαρίου. Οι κάτοικοι του χωριού είχαν ταυτίσει το σημείο μαρτυρίου τής αγίας με μια θέση λίγο έξω από το χωριό τους. Το αγίασμα το επισκέπτονταν συνήθως γυναίκες που δεν είχαν αρκετό γάλα για να θηλάσουν τα νεογνά τους. Το χωριό επίσης διέθετε ένα μεικτό πεντατάξιο σχολείο όπου το 1905 φοιτούσαν 154 μαθητές.

3. Στοιχεία Οικονομίας

Ο οικισμός είχε εμπορικές συναλλαγές κυρίως με την Αρτάκη, την Πάνορμο και την Κωνσταντινούπολη. Η Γωνιά ήταν ιδιαίτερα σημαντικό χωριό γιατί ήταν το μοναδικό στην Κυζικηνή Χερσόνησο που διέθετε αποβάθρα. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με την αμπελουργία, τη σηροτροφία και την καλλιέργεια της ελιάς. Αντίθετα, υπήρχε έλλειψη σιταριού, η οποία προκαλούνταν από την αδυναμία των κατοίκων να καλλιεργήσουν τη γη λόγω της έλλειψης ζευγών ζώων, με συνέπεια να αναγκάζονται να αγοράζουν το ψωμί από την Αρτάκη ή να ανταλλάσσουν την παραγωγή τους σε λάδι και ελιές με σιτάρι. Στην περιοχή επίσης λειτούργησαν δύο λατομεία, τα οποία απασχολούσαν κατά κύριο λόγο νέους του χωριού.

4. Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η πλειονότητα των κατοίκων εγκαταστάθηκε στη Χαλκιδική, όπου και ίδρυσαν χωριό με το όνομα Νέα Γωνιά (περί τις 100 οικογένειες). Άλλες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Τσάκωνο Αριδαίας, στην Αβραμηλιά Καβάλας, στη Θεσσαλονίκη, στην Ξάνθη και την Αθήνα.




1. H Αναγραφή της Κυζίκου, έργο ανώνυμου Κυζικηνού συγγραφέως του 1825, το οποίο βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, κάνει λόγο για 50 οικίες στις αρχές του 19ου αιώνα· βλ. Μακρής, Κ., «Τα χωριά και τα μοναστήρια της Κυζικηνής Χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 129-133. Η επίσημη οθωμανική απογραφή του 1901 αναφέρει για τη Γωνιά 1.500 κατοίκους· βλ. Ξενοφάνης 3:1 (1905), σελ. 92. Η αντίστοιχη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 αναφέρεται σε 1.150 κατοίκους· βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 179. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 1.082 κατοίκων· βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Κωνσταντινούπολη 1922), σελ. 223. Τέλος, ο Κοντογιάννης, αναφέρει 1.000 κατοίκους· βλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 267. Βλ. και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αιώνας - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

2. βλ. Ertuzun Reşit, M., Kapıdağı Yarımadasi ve Çevresindaki Adalar (Κωνσταντινούπολη 1953), σελ. 220. Το τοπωνύμιο συναντάται πάντως σε πολλά μέρη της Κρήτης· βλ.  Μακρής, Ι.Κ., «Οι κάτοικοι της Κυζικηνής Χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 9 (1961), σελ. 220.