Καστέλλι

1. Ανθρωπογεωγραφία

Παραθαλάσσιο χωριό στη βορειοανατολική ακτή της Κυζικηνής χερσονήσου, 5 χλμ. βόρεια της Περάμου και 19 χλμ. βορειοανατολικά της Αρτάκης. Ήταν χτισμένο γύρω από φυσικό λιμανάκι. Οι Έλληνες το ονόμαζαν Καστέλλι, ενώ οι Τούρκοι Κεστέλ (Kestel, πιθανότατα η ελληνική ονομασία του παραφθαρμένη). Η σημερινή του ονομασία είναι Kestanelik. Κατά την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αριθμούσε περίπου 150-200 σπίτια, που ήταν αμιγώς ελληνoρθόδοξος πληθυσμός.1 Οι κάτοικοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, ενώ τουρκικά γνώριζαν κυρίως οι άνδρες που μετακινούνταν για αναζήτηση εργασίας στην Κωνσταντινούπολη. Η ύπαρξη οικισμού με το ίδιο όνομα στην Κρήτη στήριξε τα επιχειρήματα όσων μιλούσαν για κρητική καταγωγή των κατοίκων, όχι μόνο του συγκεκριμένου τοπωνυμίου αλλά και άλλων χωριών της Κυζικηνής χερσονήσου. Πάντως, το Καστέλλι της Κυζίκου εμφανίζεται στα οθωμανικά κατάστιχα ήδη από το 14ο αιώνα.2 Αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα ο οικισμός προϋπήρχε της οθωμανικής κατάκτησης της Κρήτης (1645-1669), περίοδος που θεωρείται το πιθανό χρονικό όριο ενός εποικισμού. Δεν αποκλείεται πάντως ο εποικισμός να έγινε είτε κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας3 είτε μετά την οθωμανική κατάκτηση, οπότε στην περίπτωση αυτή οι έποικοι Κρήτες πιθανόν αναμείχθηκαν με ήδη εγκατεστημένους κατοίκους.

2. Διοικητική δομή – Εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Καστέλλι ανήκε διοικητικά στο καϊμακαμλίκι της Πανόρμου, που υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού της Προύσας. Το χωριό ήταν χωρισμένο σε δύο συνοικίες (μαχαλάδες, mahalle): η βορειοανατολική, προς την πλευρά της Μηχανιώνας, λεγόταν Κατσούρι, και η δυτική Μώλος. Το χωριό το διοικούσε ένας μουχτάρης (muhtar), τον οποίο αποκαλούσαν τσορμπατζή (çorbacı), όπως και στα υπόλοιπα χωριά της περιφέρειας. Στο έργο του τον βοηθούσαν και δύο ή τρεις σύμβουλοι (αζάδες, âza). Ο μουχτάρης είχε φοροεισπρακτικά καθήκοντα (π.χ. τη συλλογή του φόρου yol parasi για τη συντήρηση των δρόμων) και ήταν υπεύθυνος για τις καταστάσεις που περιείχαν τα ονόματα των νέων του χωριού οι οποίοι έπρεπε να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.

Το χωριό ανήκε εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Κυζίκου και διέθετε μία εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο και της οποίας τα έσοδα τα διαχειριζόταν εκκλησιαστική επιτροπή. Δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου υπήρχε μία παλαιότερη, αφιερωμένη πιθανότατα στην αγία Πελαγία. Το χωριό διέθετε ένα εξατάξιο σχολείο με ένα δάσκαλο και για τη συντήρησή του φρόντιζε η μητρόπολη και η σχολική εφορεία. Όσα παιδιά επέλεγαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έπρεπε να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη (Μεγάλη του Γένους Σχολή, Ζωγράφειο Λύκειο κ.ά.).

3. Στοιχεία οικονομίας

Η βασική παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η αλιεία. Διέθεταν δύο αλαμάνες (καΐκια για παλαμίδες), 1 καΐκι για κολιούς και 10 μανιάτες (μικρά καΐκια για πετρόψαρα). Ψάρευαν στην Προποντίδα και πουλούσαν τα ψάρια στην Πάνορμο, με την οποία και διεξήγαν τις βασικές συναλλαγές. Όσοι κάτοικοι δε διέθεταν δικά τους αλιευτικά μέσα εργάζονταν σε αλιευτικά κατοίκων της Μηχανιώνας και της Περάμου. Οι γυναίκες των ξενιτεμένων ασχολούνταν με τη σηροτροφία και το μετάξι το πουλούσαν στα Μουδανιά. Τέλος, λίγοι ήταν οι κάτοικοι που ασχολούνταν με τη γεωργία (οπωροκηπευτικά, σιτάρι, καλαμπόκι, σουσάμι).

4. Εγκατάσταση

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οικογένειες του χωριού εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα, τη Νέα Μηχανιώνα και το Μεγάλο Πεύκο της Μεγαρίδας.




1. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 δίνει την πληροφορία για 540 κατοίκους, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολις 1905), σελ. 179. Η επίσημη οθωμανική στατιστική του 1901 αναφέρει για το Καστέλλι 750 κατοίκους, βλ. «Στατιστικός Πίνακας Επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης. Σύγγραμμα περιοδικόν του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή» Γ:Β (1905), σελ. 92. Βλ. και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 860 κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 223. Ο Αναγνωστόπουλος, Α., Γεωγραφία της Ανατολής 1: Φυσική κατάστασις της Ανατολής (Αθήναι 1922), σελ. 71, όπως και ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήναι 1921), σελ. 267, αναφέρονται σε 800 κατοίκους.

2. Ertüzün, R., Kapıdağı Yarımadasi ve Çevresindaki Adalar (Istanbul 1953), σελ. 220.

3. Πιθανόν μετά την εξέγερση των ετών 1268-1274, βλ. Μακρής, Ι.Κ., «Οι κάτοικοι της Κυζικηνής Χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 9 (1961), σελ. 223.