Κελεσέν

1. Ανθρωπογεωγραφία

Οικισμός στην κοιλάδα παραποτάμου του Nilufer çay, 2 χλμ. ανατολικά του δημόσιου δρόμου Προύσας-Κίου, 10 χλμ. βορειοανατολικά της Προύσας, 7 χλμ. βορειοδυτικά του Σουσουρλούκ, 19 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά του Αϊνασί και 5 χλμ. νοτιοανατολικά των Μουδανιών. Η ονομασία του χωριού ήταν κοινή για το τουρκόφωνο ελληνορθόδοξο και το μουσουλμανικό στοιχείο. Ενδεχομένως ετυμολογείται από το τουρκικό ανδρικό όνομα Kel Hasan, που πιθανώς έφερε ο ιδιοκτήτης του τσιφλικιού στον οποίο ανήκε το χωριό (στα τουρκικά πάντως kel σημαίνει φαλάκρα αλλά και γυμνή έκταση γης, keleşen σημαίνει ωραίος αλλά και κασίδης, σε λανθασμένη χρήση αντί του kel). Στα εκκλησιαστικά έγγραφα αναφερόταν ως Καλασάνι. Η σημερινή ονομασία του οικισμού είναι İsmetiye. Ο οικισμός έχει σχεδόν ενσωματωθεί στην κωμόπολη Demirtaş (Ντεμίρντεσι).

Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή το χωριό αριθμούσε περίπου 1.400 κατοίκους.1 Παλαιότερα, όμως, ο οικισμός κατοικούνταν και από μουσουλμάνους, τους οποίους περιθωριοποίησε προοδευτικά το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Στο Κελεσέν, όπως και στα άλλα χωριά της περιοχής της Προύσας, εγκαταστάθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα σηροτρόφοι από τη Θράκη, λόγω της μεγάλης ζήτησης μετάξης από τα εργοστάσια επεξεργασίας στην Προύσα, οι οποίοι ενίσχυσαν το ελληνορθόδοξο στοιχείο.2 Η γλώσσα των κατοίκων ήταν η τουρκική. Στην εκκλησία η θεία λειτουργία γινόταν στην αρχαία ελληνική, κάθε Κυριακή όμως ο ιερέας ερμήνευε το Ευαγγέλιο στην τουρκική. Στο σχολείο οι μαθητές διδάσκονταν πάντως τα ελληνικά. Τα τραγούδια τους ήταν επίσης τουρκικά, ενώ ενδιαφέρον είναι ότι τα κάλαντα των Χριστουγέννων τα τραγουδούσαν τόσο στην ελληνική όσο και στην τουρκική.3

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Κελεσέν, λόγω της εγγύτητάς του στην Προύσα, υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι, στο μουτεσαριφλίκι και στο βιλαέτι της Προύσας. Το χωριό διοικούνταν από έναν μουχτάρη με τη βοήθεια συμβούλων (αζάδες, âza).

Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Προύσης. Στο χωριό υπήρχε μία μεγάλη πέτρινη εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Δημήτριο,4 η οποία καταστράφηκε κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κάτοικοι προσπάθησαν να την ανοικοδομήσουν αλλά τους πρόλαβε η Μικρασιατική Καταστροφή. Υπήρχε επίσης ένα ξωκλήσι της Αγίας Σωτήρας και πολλά αγιάσματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν δύο: των Αγίων Θεοδώρων, μία ώρα ανατολικά από το χωριό, και του Αγίου Θωμά, ένα τέταρτο δυτικά. Επίσης υπήρχαν τα αγιάσματα του Αγίου Παντελεήμονος, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Σπυρίδωνα.

Το χωριό είχε ένα αρρεναγωγείο και ένα παρθεναγωγείο τα οποία συστεγάζονταν σε ένα κτήριο που καταστράφηκε, όπως και η εκκλησία, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το 1918 και μέχρι το 1922 εκκλησία και σχολείο στεγάζονταν σε ένα ιδιωτικό κτήριο. Στις αρχές του αιώνα η ετήσια δαπάνη για τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες του οικισμού έφθανε τις 50 οθωμανικές λίρες.

3. Οικιστική δομή – Στοιχεία οικονομίας – Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Το χωριό αποτελούνταν από τρεις μαχαλάδες: τον Μπαγίρ μαχαλεσί (bayır mahallesi = ο μαχαλάς της πλαγιάς (του λόφου), τον Κονάκ ονού (Konak önün = μπροστά από το κονάκι, το κατάλυμα, τον ξενώνα – η καλύτερη συνοικία του χωριού) και τον Ντερέ μαχαλά (Dere mahallesi = ο μαχαλάς του ρέματος, από εκεί περνούσε το μικρό ρέμα του χωριού).

Κύρια παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια δημητριακών (κυρίως σιταριού) και κουκιών, τα οποία ήταν ονομαστά στη γύρω περιοχή. Επίσης παρήγαν μετάξι, καπνά, φακές, ρεβύθια, φασόλια, σταφύλια και ελιές, που τα διοχέτευαν κυρίως στην αγορά της Προύσας.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οικογένειες του οικισμού εγκαταστάθηκαν στη Ραβίκα και την Προσοτσάνη Δράμας και στην Ξάνθη.




1. Σύμφωνα με μαρτυρίες προσφύγων, το χωριό είχε 350 οικογένειες. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 138. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1867) ο πληθυσμός του Κελεσέν ανερχόταν σε 80 τουρκόφωνες ελληνορθόδοξες οικογένειες· βλ. Βιθυνικά, ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής, τύπ. Ι. Α. Βρεττού (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 97. Η στατιστική που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ξενοφάνης αναφέρει για το Κελεσέν 1.350 ελληνορθόδοξους κατοίκους· «Στατιστικός Πίνακας Προύσης», Ξενοφάνης. Σύγγραμμα περιοδικόν του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή» Β:Α (1903), σελ. 88. Βλ. και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αιώνας - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες. Για την ίδια περίοδο (1904) η επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολη 1906), σελ. 189, δίνει τον αριθμό των 1.500 ελληνορθόδοξων. Ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 178, αναφέρεται (για το 1909) σε συνολικό αριθμό 340 οικογενειών. Ο Π. Κοντογιάννης στο Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 225, αναφέρεται σε 900 ελληνορθόδοξους, ενώ στο Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 117, σε 1.000. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 1.200 ελληνορθόδοξων κατοίκων· Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 262.

2. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 215, 221.

3. Τα κάλαντα είχαν ως εξής: «Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλη / Αινείτε ουρανοί Θεώ την δόξαν / Γερ σεβίνκι μεϊζντέ γκετιρενλέρ / Σεζντά έντιν σεμαβιλέρ / Αλλαχίν σεϊχρετινέ αμήν». Οι τουρκικοί στίχοι αποτελούν ακριβή μετάφραση των ελληνικών, με επιπλέον το «αμήν». Ο πρώτος τουρκικός στίχος είναι κάπως ασύντακτος, βλ. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 138.

4. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 138. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, ήταν των Αγίων Ταξιαρχών· βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολη 1906), σελ. 189, και Αδαμαντιάδης, Βενέδικτος Φ., «Η Εκκλησιαστική επαρχία Προύσης», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 17.